Οι μετοχές της Credit Suisse κατρακύλησαν κατά 12% σε ιστορικό χαμηλό τη Δευτέρα, μετά από ένα σαββατοκύριακο εικασιών στο Twitter σχετικά με την οικονομική υγεία του τραπεζικού ομίλου.
Οι άγριες μεταβολές δείχνουν τη δυσκολία της Credit Suisse να διαχειριστεί την κλονιζόμενη εμπιστοσύνη των επενδυτών, καθώς σπεύδει να καταστρώσει ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης για τον βραχίονα επενδυτικής τραπεζικής της, η οποία βρίσκεται υπό πίεση από τότε που υπέστη τεράστιες απώλειες το 2021, λόγω της στήριξής της στην Archegos Capital Management. Το τίμημα που πρέπει να πληρώνουν οι επενδυτές για την ασφάλιση του χρέους της τράπεζας έχει αγγίξει επίπεδα-ρεκόρ, με αποτέλεσμα ορισμένοι να θυμούνται με τρόμο τις ημέρες του 2008, στις οποίες ο φόβος ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα.
Ο Dixit Joshi δεν θα ξεχάσει εύκολα την πρώτη του ημέρα ως οικονομικός διευθυντής του ελβετικού τραπεζικού ομίλου της Credit Suisse. Κι όμως, η εμπειρία δεν θα έπρεπε να του είναι άγνωστη, ως πρώην ανώτατου στελέχους της Deutsche Bank, τονίζει το πρακτορείο Bloomberg.
Στην πραγματικότητα, αρκετοί αναλυτές αναφέρουν ότι η πλέον κατάλληλη σύγκριση είναι με την Deutsche Bank του 2016 και του 2017 – μια εποχή κατά την οποία ο Joshi βοήθησε στην εξεύρεση λύσης-απάντηση στην κρίση στην αύξηση των CDS της γερμανικής τράπεζας. Η Morgan Stanley πέρασε μια παρόμοια φάση το 2011. Και οι δύο επέζησαν της δοκιμασίας.
«Δεν ζούμε νέο 2008», εκτιμά ο Andrew Coombs της Citigroup.
Παρ’ όλα αυτά, η αρχικά πανικόβλητη χρηματιστηριακή αντίδραση της Δευτέρας στο αυξανόμενο κόστος CDS της Credit Suisse υποδηλώνει επιδείνωση των επιλογών που διαθέτει ο ελβετικός όμιλος ενόψει της έκτακτης έκθεσης επί της στρατηγικής της στις 27 Οκτωβρίου, η οποία αναμένεται να περιλαμβάνει μια μεγάλης κλίμακας υποχώρηση από τις δραστηριότητες επενδυτικής τραπεζικής .
Οι επενδυτές ανησυχούν για το πώς η τράπεζα θα καλύψει το κόστος ενός τέτοιου σχεδίου – το οποίο πολλοί αναλυτές έχουν υπολογίσει ως κόστος στα 4 δισ. δολάρια – και τι θα σήμαινε αυτό για τον δείκτη βασικών κεφαλαίων της, που βρίσκεται στο 13,5%, ειδικά σε μια περίοδο που ο επενδυτικός της βραχίονας υποφέρει από βαριές απώλειες.
Με τις μετοχές της στο ναδίρ, η Credit Suisse ελπίζει να συγκεντρώσει μετρητά μέσω εκποιήσεων αντί για μια εξαιρετικά διαλυτική ως προς τα ποσοστά των παλαιών μετόχων έκδοση δικαιωμάτων όπως εκείνη στην οποία κατέληξε η Deutsche Bank.
Μια πώληση του ομίλου δομημένων προϊόντων της Credit Suisse έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον πιθανών αγοραστών, όπως η BNP Paribas και η Apollo Global Management, ωστόσο υπάρχει σκεπτικισμός σχετικά με το πόσο εύκολο θα είναι να πουληθούν τέτοια περιουσιακά στοιχεία – ή να εξασφαλιστούν καλές τιμές – όταν τα αυξανόμενα επιτόκια τα έχουν θέσει υπό πίεση.
Η εμπειρία της Deutsche Bank και της Morgan Stanley μπορεί να αποδειχθεί διδακτική. Η κρίση του γερμανικού χρηματοπιστωτικού ιδρύματος το 2016 πυροδοτήθηκε εν μέρει από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, το οποίο ζήτησε 14 δισεκατομμύρια δολάρια για να διευθετήσει μια έρευνα για τίτλους που καλύπτονταν από στεγαστικά δάνεια. Ακόμη και αφού η τράπεζα κατέληξε σε συμφωνία για περίπου το μισό αυτού του ποσού, οι ανησυχίες δεν αμβλύνθηκαν παρά μόνο όταν συγκέντρωσε 8 δισεκατομμύρια ευρώ (7,85 δισεκατομμύρια δολάρια) φρέσκου κεφαλαίου το επόμενο έτος.
Η Morgan Stanley αντιμετώπισε το δικό της κύμα αύξησης στα πιστωτικά περιθώρια το 2011, όταν επίμονοι ψίθυροι ότι είχε μεγάλη έκθεση στο κλονισμένο ευρωπαϊκό χρέος επιβάρυναν τις μετοχές και τα ομόλογά της. Ο μεγαλύτερος μέτοχος της εταιρείας την είχε υποστηρίξει τότε δημόσια, ωστόσο χρειάστηκαν μήνες για να πέσει η τιμή των CDS της, καθώς οι επαπειλούμενες ζημίες δεν έγιναν ποτέ πραγματικότητα.
Πηγή: Bloomberg