Tο βασικό επιτόκιο από 0,5% διαμορφώνεται πλέον στο 1,25%, μετά την σημερινή (8/9) αύξηση του βασικού επιτοκίου κατά 0,75% από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Όπως επισήμανε η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, στην καθιερωμένη συνέντευξη που ακολουθεί μετά τη συνεδρίαση της κεντρικής τράπεζας, οι πληθωριστικές πιέσεις δεν αφήνουν περιθώριο στο δ.σ. να κινηθούν προς διαφορετική κατεύθυνση πέραν από τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, από τη στιγμή που ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη στο τέλος του 2022 αναμένεται να έχει διαμορφωθεί στο 8,1%. Ποσοστό τέσσερις φορές μεγαλύτερο από τον επίσημο στόχο του 2%.
Ερωτηθείσα αν η απόφαση για αύξηση των επιτοκίων κατά 0,75% ήταν ομόφωνη, η κ. Λαγκάρντ ανέφερε ότι υπήρξαν πολλές απόψεις αναφορικά με το εύρος της αύξησης των επιτοκίων, ωστόσο εντέλει η απόφαση ήταν ομόφωνη από τους αξιωματούχους της ΕΚΤ.
Παράλληλα, η κ. Λαγκάρντ υπογράμμισε ότι η οικονομία της Ευρωζώνης θα επιβραδυνθεί σημαντικά έως το τέλος του 2022, υποδεικνύοντας τέσσερις βασικούς λόγους για την επιβράδυνση αυτή.
Πρώτον, ο υψηλός πληθωρισμός μειώνει τις δαπάνες και την παραγωγή σε ολόκληρη την οικονομία και αυτοί οι αντίθετες δυνάμεις ενισχύονται από τις διακοπές στη παροχή φυσικού αερίου.
Δεύτερον, η ισχυρή ανάκαμψη της ζήτησης για τις υπηρεσίες που προέκυψε με το άνοιγμα της οικονομίας θα χάσει τη δυναμική τους τους επόμενους μήνες.
Τρίτον, η αποδυνάμωση της παγκόσμιας ζήτησης, απόρροια της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής σε πολλές μεγάλες οικονομίες και η επιδείνωση στο παγκόσμιο εμπόριο μεταφράζονται σε πιέσεις για την οικονομία της Ευρωζώνης
Τέταρτον, η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή και το κλίμα επιδεινώνεται με ταχύ ρυθμό.
«Κοιτάζοντας μπροστά, η επιβράδυνση της οικονομίας είναι πιθανό να οδηγήσει σε κάποια αύξηση του ποσοστού ανεργίας», σύμφωνα με την Κριστίν Λαγκάρντ.
Τα επιτόκια
Αύξηση επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης, η ΕΚΤ έχει εφαρμόσει άλλη μια φορά για ένα διάστημα 18 ημερών από τις 4 Ιανουαρίου του έως και τις 22 Ιανουαρίου του 1999 όταν και έκανε την επίσημη εμφάνισή του το ευρώ. Επί της ουσίας τέτοιου εύρους αύξηση των επιτοκίων η ΕΚΤ δεν την έχει υιοθετήσει ποτέ στο παρελθόν και η αύξηση του 1999 περισσότερο νόημα έχει μόνο για εκείνους που αρέσκονται στα ιστορικά δεδομένα.
Με τη νέα αύξηση τα επιτόκια διαμορφώνονται ως εξής: αυτό της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων από 0% στο 0,75%, της κύριας αναχρηματοδότησης στο 1,25% και της διευκολύνσης οριακής χρηματοδότησης στο 1,50%. Τα νέα επιτόκια τίθενται σε εφαρμογή από τις 14 Σεπτεμβρίου, όπως επισημαίνεται στη σχετική ανακοίνωση.
Στην ανακοίνωσή της η ΕΚΤ τονίζει ότι η αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να τεθεί σε έλεγχο ο πληθωρισμός και να εξασφαλισθεί η «έγκαιρη επαναφορά του στον μεσοπρόθεσμο στόχο της ΕΚΤ του 2%».
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, «σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν αναθεωρήσει σημαντικά προς τα πάνω τις προβολές τους για τον πληθωρισμό και ο πληθωρισμός αναμένεται πλέον να διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε 8,1% το 2022, σε 5,5% το 2023 και σε 2,3% το 2024».
Όπως τονίζεται, το δ.σ. προτίθεται να αυξήσει τα επιτόκια και στις επόμενες συνεδριάσεις, ούτως ώστε να μετριάσει τη ζήτηση και συγχρόνως να αποτρέψει τον κίνδυνο οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό να μετατοπιστούν ανοδικά.
Παράλληλα, γι άλλη μια φορά τονίζεται ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα εξετάζουν προσεκτικά τα στοιχεία και τα δεδομένα στη δεδομένη στιγμή που θα καλούνται να πάρουν αποφάσεις, για τις οποίες θα λαμβάνουν υπόψη τις συνθήκες και όπως αυτές θα έχουν διαμορφωθεί.
Ανάπτυξη
Έπειτα από την ανάκαμψη το α΄ εξάμηνο του 2022, τα πρόσφατα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη επιβραδύνεται σημαντικά και η οικονομία αναμένεται να παραμείνει στάσιμη αργότερα εντός του έτους και το α΄ τρίμηνο του 2023. Οι πολύ υψηλές τιμές της ενέργειας μειώνουν την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και παρά την άμβλυνση των προβλημάτων στην προσφορά αυτά εξακολουθούν να περιορίζουν την οικονομική δραστηριότητα. Επιπλέον, η δυσμενής γεωπολιτική κατάσταση, ιδίως η αδικαιολόγητη επίθεση της Ρωσίας ενάντια στην Ουκρανία, επιδρά αρνητικά στην εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Αυτές οι προοπτικές αντανακλώνται στα πρόσφατα στοιχεία για την οικονομική ανάπτυξη, οι οποίες έχουν αναθεωρηθεί προς τα κάτω σημαντικά για το υπόλοιπο διάστημα του τρέχοντος έτους και σε όλη τη διάρκεια του 2023. Οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ αναμένουν τώρα ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 3,1% το 2022, 0,9% το 2023 και 1,9% το 2024.
Αγορές ομολόγων
Αναφορικά τις αγορές των ομολόγων, η πολιτική της ΕΚΤ δεν παρουσιάζει καμία παρέκκλιση, αφού όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση θα συνεχίσει να επανεπενδύει τα ποσά από τους τίτλους που έληξαν που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο τόσο του προγράμματος αγορών έκτακτης ανάγκης για την πανδημία (ΡΕΡΡ), όσο και του προγράμματος ΑΡΡ. Για τους τίτλους που αποκτήθηκαν από το πρόγραμμα ΑΡΡ η ΕΚΤ αναφέρει ότι τα ποσά θα επανεπενδύονται «για παρατεταμένη χρονική περίοδο μετά την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε να αυξάνει τα βασικά επιτόκιά της», ενώ για τα ποσά από τους τίτλους του ΡΕΡΡ «τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024».