Η πρώτη απογραφή αφορά τους πρόσφυγες που ήρθαν από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη και διενεργήθηκε το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου του 1923. Η ΕΛΣΤΑΤ διευκρινίζει πως η Απογραφή ήταν προαιρετική και διενεργήθηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή αλλά πριν από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης. Τα αποτελέσματά της (αριθμός απογραφόμενων προσφύγων κατά διοικητικές περιφέρειες και οικισμούς με διάκριση κατά φύλο) δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της 22ας Οκτωβρίου 1923. Το σύνολο των προσφύγων που απογράφηκαν ήταν 786.431, εκ των οποίων 351.313 άντρες και 435.118 γυναίκες. Ο μεγαλύτερος αριθμός προσφύγων απογράφηκε στη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης (162.418) και στο γεωγραφικό διαμέρισμα Στερεάς Ελλάδας και Εύβοιας (158.076). Οι καταγραφόμενοι αριθμοί των προσφύγων ήταν οι ελάχιστοι, αφενός γιατί η διαδικασία ήταν προαιρετική και κάποιοι δεν απογράφηκαν, αφετέρου γιατί οι προσφυγικές ροές συνεχίστηκαν.
Έτσι, στην Απογραφή του 1928, το σύνολο των προσφύγων καταμετρήθηκε σε 1.069.957 και αποτελούσαν το 17,2% του πληθυσμού της χώρας. Οι περισσότεροι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία (538.595) και σε Στερεά Ελλάδα και Εύβοια (283.710), ενώ, ως ποσοστό επί του πληθυσμού, η Μακεδονία ήταν πάλι πρώτη με το 38,1% και η Δυτική Θράκη δεύτερη με το 31,8% των κατοίκων τους να είναι πρόσφυγες. Ταυτόχρονα, στην Απογραφή του 1928, ήταν δυνατός ο εντοπισμός των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, καθώς και οι περιοχές προέλευσής τους. Κάθε φορά που προσεγγίζουμε αυτό το κομμάτι της Ιστορίας μας νιώθουμε οργή, θυμό, αγανάκτηση και γεννώνται πολλά «γιατί», για τα τραγικά λάθη που έγιναν από την Ελλάδα και έφεραν την Καταστροφή. Μας προκαλούν όμως και θλίψη οι καταγεγραμμένες αναφορές για τον τρόπο με τον οποίο «υποδέχτηκαν» τους ξεριζωμένους της Μ. Ασίας οι τότε κάτοικοι της «παλαιάς» Ελλάδας.