H άρση των υποστηρικτικών μέτρων της πανδημικής διετίας επηρέασε τον δείκτη της ανεργίας το πρώτο τρίμηνο του έτους, αυξάνοντας κατά 4,8% τον αριθμό των ανέργων σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και μεταβάλλοντας σε έναν βαθμό το αφήγημα της κυβέρνησης για την καταπολέμηση της ανεργίας. Αφήγημα το οποίο αμφισβητείται και από τα στοιχεία της Eurostat, για το ίδιο χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν από την ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία, στην Ελλάδα η προσφορά εργασίας από την πλευρά της αγοράς είχε απειροελάχιστη αύξηση και μάλιστα τη χαμηλότερη μεταξύ των 19 κρατών στη ζώνη του ευρώ (0,8%). Συνολικά, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό ανεργίας το α’ τρίμηνο του ‘22 ανήλθε στο 13,8% (από 13,2% το προηγούμενο τρίμηνο).
Η απασχόληση επηρεάστηκε κατά -0,2%, με τη μεγαλύτερη μείωση των θέσεων εργασίας το α’ τρίμηνο του έτους να εντοπίζεται στους βοηθούς στις οικογενειακές επιχειρήσεις (-3,5%), στους απασχολούμενους στην παροχή υπηρεσιών και στους πωλητές (-3,8%). Μεγάλη μείωση εμφανίζει η προσωρινή απασχόληση (κατά 10,1%), ενώ η πλήρης και η μερική εμφανίζουν μείωση 0,1% και 1,3%, αντιστοίχως.
Τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας παρατηρούνται στις γυναίκες, στους έως 24 ετών, στην Περιφέρεια του Ν. Αιγαίου και στα άτομα που έχουν ολοκληρώσει μόνο λίγες τάξεις Δημοτικού.
Βελτίωση παρουσιάζουν οι δείκτες της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2021 όταν ακόμη ένα μεγάλο κομμάτι της αγοράς ήταν απονεκρωμένο λόγω της πανδημικής κρίσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο αριθμός των απασχολούμενων (ανέρχονται σε 4.044.024 άτομα) αυξήθηκε κατά 11,6% σε σχέση με το ‘21.
Το ποσοστό των ανέργων (13,8%) το πρώτο τρίμηνο του ‘22 μειώθηκε κατά 13,2% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του ‘21, ενώ κατά 10% μειώθηκε το ίδιο χρονικό διάστημα και ο αριθμός των ατόμων κάτω των 75 ετών που είναι εκτός εργατικού δυναμικού. Παρά τη μείωση, τα άτομα εκτός εργατικού δυναμικού παραμένουν η πολυπληθέστερη ομάδα. Ανέρχονται σε 4.364.600 άτομα, με την πλειονότητα αυτών να είναι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας (2.004.500) και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Εξ αυτών μόνο 99.400 έχουν ξένη υπηκοότητα.