Πήγαμε το Σάββατο στο ΟΑΚΑ, να παρακολουθήσουμε την ομάδα μας να παίζει στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος. Ήμουν μαζί με τον γιο μου, συνήθεια διαδεδομένη σε αρκετούς Έλληνες φιλάθλους. Ήταν η πρώτη φορά που θα πηγαίναμε στο γήπεδο από τότε που ξέσπασε η πανδημία. Πολλοί διαφορετικοί παράγοντες συνέκλιναν στο να προσδώσουμε στο γεγονός χαρακτήρα πανηγυρικό.
Δυστυχώς ατυχήσαμε. Για λόγους πέρα από τη θέλησή μας, αναγκαστήκαμε να φύγουμε δέκα λεπτά μετά την άφιξη μας στο γήπεδο και να σκίσουμε τα εισιτήρια που με τόση προσπάθεια -και ενθουσιασμό- είχαμε εξασφαλίσει. Ενώ ψάχναμε να εντοπίσουμε τις θέσεις μας στις κερκίδες του άνω διαζώματος, ξαφνικά ακούσαμε δυνατούς κρότους, τους οποίους αρχικά εκλάβαμε ως κροτίδες ή βεγγαλικά που είχαν μπάσει στο γήπεδο άφρονες οπαδοί.
Πολύ σύντομα αντιληφθήκαμε ότι δεν επρόκειτο για κροτίδες ή βεγγαλικά που είχαν μπάσει στο γήπεδο άφρονες οπαδοί, αλλά για δακρυγόνα που είχαν μπάσει στο γήπεδο άφρονες αστυνομικοί. Η ρίψη είχε γίνει στο κάτω διάζωμα, ακριβώς κάτω από το σημείο όπου βρισκόμασταν, με αποτέλεσμα να μας πλήξει απροειδοποίητα και με μεγάλη σφοδρότητα, χωρίς από τη μεριά μας να υπάρχει οπτική επαφή με τα τεκταινόμενα ώστε να αντιληφθούμε το τι ακριβώς συνέβαινε. Το χειρότερο είναι ότι με το που βγήκαμε από το γήπεδο, αντιμετωπίζοντας ήδη σοβαρά προβλήματα αναπνευστικής δυσφορίας, οι αστυνομικές δυνάμεις που βρίσκονταν στον περίβολο έσπευσαν να εκτοξεύσουν εναντίον μας νέες ριπές δακρυγόνων, σε πολύ κοντινή απόσταση και χωρίς στο συγκεκριμένο σημείο να είναι ορατή οποιαδήποτε εστία επεισοδίων. Το αποτέλεσμα ήταν ν’ αρχίσουν οι άνθρωποι που μόλις είχαν βγει από το γήπεδο να τρέχουν αλλόφρονες προς διάφορες κατευθύνσεις, σε φορά αντίθετη με τους ανύποπτους προσερχόμενους προς αυτό, και να δημιουργηθούν φαινόμενα πανικού και επικίνδυνου συνωστισμού.
Δεν με ενδιαφέρει εδώ να εξετάσουμε το πώς άρχισαν τα επεισόδια και πώς κατανέμονται οι ευθύνες γι’ αυτά. Πάντως, στις ραδιοφωνικές μεταδόσεις τα γεγονότα παρουσιάζονταν ελλειπτικά, αν όχι στρεβλά, με μια τάση ενοχοποίησης των χούλιγκαν. Μάλλον έχουμε συνηθίσει την αλόγιστη και επικίνδυνη χρήση βίας από τις αστυνομικές δυνάμεις – συχνά τείνουμε να την θεωρούμε εξ ορισμού εύλογη. Το πρόγραμμα του τελικού συνεχίστηκε κανονικά, σαν να μη συνέβαινε κάτι έκτακτο, ενώ η μετάδοση της ΕΡΑ ΣΠΟΡ το παρουσίαζε σε τόνους χαρμόσυνους και πανηγυρικούς. Μόνο η αδυναμία των παικτών να αγωνιστούν υπό τις ασφυκτικές συνθήκες που είχαν δημιουργήσει τα δακρυγόνα υποχρέωσε τους παράγοντες της αναμέτρησης να καθυστερήσουν την έναρξη του αγώνα, γεγονός το οποίο οι εκφωνητές προσπάθησαν να αποδώσουν σε καπνογόνα που είχαν εκτοξεύσει οπαδοί, τα οποία εμπόδιζαν την ορατότητα στον αγωνιστικό χώρο.
Ανεξαρτήτως λοιπόν του πώς και γιατί ξεκίνησαν τα επεισόδια, θα σταθώ μονάχα σε ένα απλό γεγονός που φαίνεται να υποτιμούν όλοι οι εμπλεκόμενοι: ότι οι αστυνομικές δυνάμεις με περισσή ευκολία προχώρησαν για μία ακόμη φορά σε χρήση ισχυρότατων χημικών (κατ’ ευφημισμόν δακρυγόνων), αφενός μεν στον εσωτερικό χώρο ενός γηπέδου όπου, σύμφωνα με τους διοργανωτές, βρίσκονταν εγκλωβισμένοι περί τους 40.000 θεατές οι οποίοι εκ των πραγμάτων είχαν περιορισμένες δυνατότητες εξόδου, και αφετέρου στον εξωτερικό χώρο, που κι εκείνος ήταν περίκλειστος από κιγκλιδώματα και από συστοιχίες αστυνομικών οχημάτων που ήταν στρατηγικά τοποθετημένες ώστε να εμποδίζουν την ελεύθερη κίνηση του κόσμου. Το πλήθος αυτό περιλάμβανε αρκετές οικογένειες με μικρά παιδιά, που είχαν έρθει μάλλον ανυποψίαστοι ως προς τις αστυνομικές πρακτικές που επρόκειτο να συναντήσουν.
Προσωπικά απεχθάνομαι κάθε είδους αστυνομική βία, την οποία θεωρώ αδικαιολόγητη σε κάθε περίσταση. Όταν χρησιμοποιείται εναντίον φιλάθλων που πηγαίνουν να συμμετάσχουν σε ένα κορυφαίο αθλητικό γεγονός, αλλά επίσης και σε ένα μικρότερης σημασίας. Εναντίον φοιτητών, μαθητών, υγειονομικών, ντελιβεράδων, οικοδόμων, δημοσίων υπαλλήλων, ΑΜΕΑ, ή οποιουδήποτε άλλου κλάδου διεκδικεί τα δικαιώματά του. Όταν στρέφεται εναντίον τοπικών κοινωνικών που κινητοποιούνται για φλέγοντα θέματά τους. Εναντίον μεταναστών που φεύγουν από την πατρίδα τους ή από ενδιάμεσους τόπους προκειμένου να εξασφαλίσουν ασφαλές καταφύγιο. Εναντίον κρατουμένων, εξεγερμένων, αναξιοπαθούντων πάσης φύσεως.
Αν οι εκρήξεις μαζικής βίας εξηγούνται σε κάθε περίπτωση ως κοινωνικό φαινόμενο, η δικαιολογία αυτή δεν μπορεί να ισχύει για την αστυνομική βία. Οι αστυνομικές δυνάμεις αποτελούν επαγγελματικές δομές του κράτους, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να τηρούν τους νόμους και να λειτουργούν κατευναστικά και όχι εμπρηστικά. Πάνω απ’ όλα είναι ο θεσμός ο εξ ορισμού υπεύθυνος για την ομαλή εξέλιξη εκδηλώσεων στις οποίες συμμετέχουν πλήθη κόσμου. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι πως για να πετύχουν σ’ αυτό το ρόλο απαιτούνται επιχειρησιακά σχέδια, προληπτικά μέτρα, κατάλληλη εκπαίδευση, ψυχραιμία, υπευθυνότητα και κοινωνική ευαισθησία. Η χρήση βίας δεν μπορεί να είναι η εύκολη λύση και δεν τις απαλλάσσει από το βάρος της ευθύνης τους για την κακή έκβαση των γεγονότων – συμβαίνει, θα ‘πρεπε να συμβαίνει, το ακριβώς αντίστροφο.
Φεύγοντας από το γήπεδο άδοξα, παρατηρούσα με ενδιαφέρον τις αντιδράσεις του γιου μου, κατά τεκμήριο άμαθου από «οδομαχίες» και χρήση χημικών. Μου φάνηκε εξαιρετικά εύγλωττο το γεγονός ότι το σοκ και ο θυμός του από το πρωτόγνωρο βίωμα της αστυνομικής βίας ήταν κατά πολύ υπέρτερα από τη στενοχώρια του που έχασε τον τελικό, κορυφαίο γεγονός που περίμενε με λαχτάρα τόσον καιρό.
Φόρουμ του Νταβός: Στη σκιά του πολέμου στην Ουκρανία και χωρίς Ρώσους
To «making off» του Πούτιν και η εκλεκτική αντίληψη της ΕΕ απέναντι στην ιστορία