Του Δημήτρη Τζάνα*
Όταν δε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο κόσμος βρέθηκε ενώπιον της μεγάλης κρίσης χρέους της Λατινικής Αμερικής, από κοινού οι ΗΠΑ με την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναζήτησαν το κατάλληλο πλαίσιο πολιτικής ώστε να εφαρμοστούν τα προγράμματα διάσωσης των χωρών αυτών και να εξηγηθούν οι λόγοι εφαρμογής τους προς τους πολίτες. Ήταν δε τότε που ο Βρετανός οικονομολόγος Τζ. Γουίλιαμσον παρουσίασε ένα σύνολο κανόνων, που προέβλεπε την ελαχιστοποίηση του ρόλου του κράτους στην οικονομία, την πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική, τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις, τις ανταγωνιστικές συναλλαγματικές ισοτιμίες, τις ιδιωτικοποιήσεις, την απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου και τη μείωση των κανονιστικών ρυθμίσεων στην οικονομία. Το πλαίσιο αυτό ονομάστηκε Washington Consensus, σύντομα όμως οι πολιτικοί το ονόμασαν νεοφιλελευθερισμό. Το κεϊνσιανό υπόδειγμα έδυε και ανέτειλε ένα νέο, χαρακτηριστικό του οποίου ήταν η διαμόρφωση των αποφάσεων στην οικονομική πολιτική να υπαγορεύεται από την αγορά, με τον παρεμβατικό ρόλο του κράτους να ελαχιστοποιείται. Στο πλαίσιο αυτό, η παγκοσμιοποίηση και η θεσμική απελευθέρωση υποβοήθησαν την τεχνολογική πρόοδο να οδηγήσει σε ταχεία οικονομική μεγέθυνση σε όλο τον πλανήτη, με τον χρηματοπιστωτικό κλάδο σε ρόλο πρωταγωνιστή να διογκώνεται. Ήταν δε η κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 και ο υψηλός συστημικός κίνδυνος εξαιτίας του χαμηλού βαθμού εμπιστοσύνης προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα που προκάλεσε την επάνοδο των παρεμβατικών δράσεων, με τα εργαλεία της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής να επαναφέρουν την κεϊνσιανή θεραπευτική αγωγή στην οικονομία.
Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 2020, ήταν η πανδημία που ανάγκασε όλες τις κυβερνήσεις του πλανήτη να υπερ-χρησιμοποιήσουν τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική για να αποτρέψουν την οικονομική κατάρρευση, που αναπόφευκτα θα συνέβαινε εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν. Ωστόσο, ενώ η υγειονομική κρίση παρεμποδίζει την επάνοδο της οικονομίας σε συνθήκες κανονικότητας, καθώς οι συνθήκες της προσφοράς δεν έχουν ακόμα εξομαλυνθεί ώστε να ανταποκριθούν στις συνθήκες της ζήτησης, άλλα είναι τα ζητήματα που απασχολούν εξίσου τους διαμορφωτές της οικονομικής πολιτικής: Η υπερθέρμανση του πλανήτη καθιστά επιτακτική την ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, οι οξυμένες ανισότητες επιβάλλουν στις κυβερνήσεις τη λήψη μέτρων για την άμβλυνσή τους, οι μεταναστευτικές ροές κλιμακώνονται προκαλώντας Συνόδους Κορυφής για τη διαχείρισή τους και η ισχυροποίηση των κολοσσών που δραστηριοποιούνται στις νέες τεχνολογίες προβληματίζει. Όλα αυτά συνιστούν τους μεγάλους «πονοκεφάλους» των κυβερνήσεων, όπως φάνηκε τόσο από το G20 της Ρώμης όσο και από τη διάσκεψη της Γλασκόβης για το κλίμα.
Ο Μάρτιν Γουλφ των F.T. ζητά έναν ελάχιστο παρονομαστή, στο πλαίσιο του οποίου θα απαιτηθεί η συνεργασία των υπερδυνάμεων όσο και αν αντιπαθούν η μία την άλλη. Οι ΗΠΑ και η Κίνα αποφάσισαν τις προηγούμενες μέρες να συνεννοηθούν σε σχέση με δράσεις που θα εφαρμόσουν ώστε ο πλανήτης να αποφύγει τη διαφαινόμενη απειλή αύξησης της θερμοκρασίας κατά περισσότερο από ενάμιση βαθμό Κελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα. Ο νομπελίστας Τζόζεφ Στίγκλιτς ζητεί τη ριζική αλλαγή του ρόλου των κεντρικών τραπεζών: στον βαθμό που το ζήτημα του κλίματος είναι κορυφαίας προτεραιότητας, θεωρεί ότι η Federal Reserve οφείλει να διαθέτει πόρους για αγορά πράσινων ομολόγων και επιπλέον να ανησυχεί τόσο για τον πληθωρισμό όσο και για την απασχόληση, ρόλοι που δύσκολα θα γίνουν αποδεκτοί από όσους θεωρούν ότι οι κεντρικές τράπεζες οφείλουν να έχουν ως μοναδική αποστολή τους τη διατήρηση του πληθωρισμού κάτω από το 2%.
Την ίδια ώρα, το παγκόσμιο χρέος έχει εκτοξευθεί και οι κεντρικές τράπεζες δηλώνουν ότι δεν προτίθενται να αυξήσουν τα επιτόκια, υπερασπιζόμενες την άποψη για πρόσκαιρη έκρηξη του πληθωρισμού, ο οποίος έφτασε στο +6,2% τον Οκτώβριο στις ΗΠΑ (ρεκόρ 30 ετών). Οι οικονομολόγοι έχουν πλέον μια τεράστια πρόκληση: να διαμορφώσουν ένα νέο οικονομικό παράδειγμα χωρίς να μεταδίδεται ανησυχία στις αγορές για το ενδεχόμενο δραστικής υποχώρησης των τιμών των κρατικών ομολόγων, ιδιαίτερα όσων έχουν εκδοθεί από υπερχρεωμένες χώρες. Επί του παρόντος οι οικονομολόγοι αρκούνται στην αυτάρεσκη παράθεση των απαντήσεων που δίνει η επεξεργασία των «high-frequency data» από πανίσχυρους υπολογιστές, ονομάζοντας μάλιστα τη μεθοδολογία «οικονομικά του ενός λεπτού» (instant economics) κατά την προσφιλή έκφραση του Economist. Η πρόοδος, όμως, της οικονομικής επιστήμης σε τεχνικό επίπεδο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη διαμόρφωσης ενός νέου οικονομικού παραδείγματος για την επιτυχή αντιμετώπιση των μεγάλων ζητημάτων που προαναφέρθηκαν.
* Ο κ. Τζάνας είναι οικονομολόγος