Στην παγκόσμια τάση ανόδου των επιτοκίων ελλοχεύουν δύο κίνδυνοι, ένας να διακοπεί η μετά covid οικονομική ανάκαμψη (αυτό ανησυχεί την Κρ. Λαγκάρντ, καθώς στην Ευρωζώνη η ανάκαμψη είναι ασθενική), άλλος ένας να γίνει μεγάλη ζημιά σε όσους είναι υπερχρεωμένοι –κράτη αλλά και επιχειρήσεις και ιδιώτες.
Την Ελλάδα την αφορούν και οι δύο.
Έχει κι έναν τρίτο, ειδικότερο: Η πιστοληπτική της αξιοπιστία, μετά από τρία μνημόνια, παραμένει στην κατηγορία «σκουπίδια». Αν αυτό δεν αλλάξει, αν δεν ανεβούμε δύο σκαλοπάτια, μέχρι την επενδυτική βαθμίδα, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους μας θα αυξηθεί πολλαπλάσια. Με έναν μεγάλο κίνδυνο (είναι γνωστός από την προηγούμενη 10ετία…) να ρίχνει τη βαριά σκιά του στην πατρίδα μας.
Αυτά δεν είναι «θεωρίες», ούτε απόμακρα. Από τις πρώτες που νιώθουν τον κίνδυνο μιας ανεξέλεγκτης ανόδου του κόστους δανεισμού είναι ένας στρατηγικός κρίκος της οικονομίας, οι τράπεζες. Στα επόμενα τέσσερα χρόνια, έως το 2026, υπολογίζεται ότι πρέπει να σηκώσουν από τις αγορές 15 δισ. ευρώ για να συνεχίσουν να καλύπτουν τις ελάχιστες απαιτήσεις σε ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL).
Σε συνθήκες ανόδου των επιτοκίων, αυτό από μόνο του θα αρκούσε για να αμφισβητήσει ορισμένα ευφάνταστα σενάρια κερδοφορίας που κυκλοφορούν. Η κατάσταση φαίνεται πιο σύνθετη αν συνυπολογιστούν και κάποιες αφανείς συνέπειες του σχεδίου Ηρακλής, για τα κόκκινα δάνεια: Προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του Ηρακλή, οι τράπεζες έκαψαν κεφάλαια –έτσι, η κεφαλαιακή τους επάρκεια έπεσε αισθητά συγκριτικά με το μέσο ευρωπαϊκό όρο. Και στα τέλη του 2022, όταν λήξει η περίοδος της εποπτικής ανοχής, θα φανεί αν χρειάζονται ή όχι νέες αυξήσεις κεφαλαίου.
Ούτε οι τράπεζες ούτε οι μεγάλες επιχειρήσεις ούτε το δημόσιο ούτε ο κόσμος της εργασίας θα μείνουν ανεπηρέαστοι από την αύξηση του κόστους δανεισμού. Η ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας είναι το επείγον. Θα έπρεπε να είχε σημάνει συναγερμός. Συμβαίνει το αντίθετο. Η δημοσιονομική πολιτική κινείται σε αρμονία με την παρατεταμένη προεκλογική περίοδο.
Αντί, λοιπόν, να ασκηθεί μια δίκαιη δημοσιονομική διαχείριση, μειώνεται δραστικά ο ΕΝΦΙΑ (κατά μία έννοια, ένας από τους πιο δίκαιους φόρους…) για όλους, και για τους έχοντες ένα μικρό ακίνητο αλλά και για τους κατέχοντες τεράστια ακίνητη περιουσία -με κόστος για το δημόσιο 350 εκατ. ευρώ αντί για τα 70 που είχαν γραφτεί στον Προϋπολογισμό 2022.
Ή, αντί να ασκηθεί μια αυστηρή δημοσιονομική διαχείριση, αποφασίζεται να χαριστούν τα 6 από τα 8,3 δισεκ. ευρώ που έχουν μοιραστεί ως (μη)επιστρεπτέες προκαταβολές, ενώ εξετάζεται το ενδεχόμενο μεγαλύτερης γαλαντομίας, να κουρευτούν ή να διαγραφούν ολωσδιόλου και τα υπόλοιπα τρία.
Με δυο λόγια: Αποφάσεις που υπηρετούν πελατειακές πολιτικές, στέλνουν μηνύματα στους έξω και στους μέσα, τα οποία υπονομεύουν τον καίριο, εθνικό στόχο.
Στους έξω, να είναι δύσπιστοι όταν εξετάζουν την πιστοληπτική αξιοπιστία της Ελλάδας, γιατί είναι μια χώρα που, παρότι χρωστά 200% του ΑΕΠ της, πάνω από 350 δισ. ευρώ, δεν διστάζει να εκμεταλλεύεται τη χαλάρωση των ευρωπαϊκών κανόνων προκειμένου να δανείζεται ακόμη περισσότερα, για να δίνει προεκλογικές παροχές.
Στους μέσα, ότι μπορούν να είναι ήσυχοι, γιατί υπάρχουν λεφτά, και κυρίως υπάρχει μια κυβέρνηση που διαχειρίζεται την κρίση μοιράζοντας λεφτά -όχι σαν τους άλλους, παλιότερα, που έβαζαν φόρους!..
Κι αν σήμερα τείνει να κυριαρχήσει η στέρεα πεποίθηση ότι δήθεν, αν θέλει, η κυβέρνηση μπορεί να αντιμετωπίσει και το τσουνάμι της ακρίβειας χωρίς κανείς μας να βρέξει τα πόδια του, θα ήταν άδικο να μην αναγνωριστεί η κυβερνητική συμβολή σε αυτήν την εμπνευσμένη ιδέα.
(Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, την Κυριακή 13.2.2022)
Φθηνό χρήμα τέλος – «Σύννεφα» για την Ελλάδα
Τέλος το «τζάμπα χρήμα» για το ελληνικό Δημόσιο – Ανεβαίνουν οι αποδόσεις των ομολόγων
Deutsche Bank: «Καμπανάκια» για «φαντάσματα του παρελθόντος» στις ελληνικές τράπεζες