Παρακολούθησα με μεγάλη προσοχή τις «δίδυμες» συνεντεύξεις των κυρίων Μητσοτάκη και Τσίπρα στον Σκάι.
Δεν θα σταθώ στα όσα είπαν οι δύο πολιτικοί αρχηγοί. Δεν είναι ότι στερούνται ενδιαφέροντος, αλλά σε κάθε περίπτωση εγγράφονται σε μια πολιτικά άγονη περίοδο που σφραγίζεται από την πανδημία, από την έκρηξη του πληθωρισμού και από τις πρόσφατες αστοχίες του κράτους. Και από την έξαρση ψυχροπολεμικού κλίματος στην καρδιά της Ευρώπης, για την οποία πάντως ούτε οι ερωτώντες ούτε οι ερωτώμενοι έδειξαν κάποιο ενδιαφέρον.
Εγγράφονται επίσης στο κλίμα μιας παρατεταμένης προεκλογικές περιόδου, η οποία θα εξελιχθεί με διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις.
Δεν θα σταθώ ούτε στις γραφικές πλευρές των δύο συνεντεύξεων, οι οποίες δεν ήταν λίγες.
Αυτό που τράβηξε περισσότερο την προσοχή μου, χωρίς πάντως να με εκπλήξει, ήταν η διαφορά της λογικής των δύο συνεντεύξεων. Παρότι η γειτνίασή τους θα έδινε λαβή για προφανείς συγκρίσεις, ο ΣΚΑΪ δεν τήρησε ούτε τα προσχήματα.
Ας δεχτούμε ότι οι δημοσιογράφοι που συνομίλησαν με τον Αλέξη Τσίπρα λειτούργησαν περισσότερο ως δημοσιογράφοι, υπό την έννοια ότι παρά το φιλικό κλίμα που συνειδητά επικράτησε και από τις δύο πλευρές, προσπάθησαν να στριμώξουν τον συνομιλητή τους. Το έκαναν βέβαια υιοθετώντας υπερηφάνως την ατζέντα της κυβέρνησης, τακτική που δεν είναι η πλέον αξιόπιστη προκειμένου να στριμώξεις τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το ωραίο είναι ότι και στη συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη ο δημοσιογράφος από την ίδια ακριβώς σκοπιά προσπάθησε να στριμώξει τον πρωθυπουργό: υιοθετώντας κι εκείνος την ατζέντα της κυβέρνησης!
Βέβαια, φάνηκε να πιστεύει ότι λειτούργησε επίσης ως δημοσιογράφος, με την έννοια ότι τα έδωσε όλα προκειμένου να εκμαιεύσει από τον πρωθυπουργό κάποια είδηση. Κατά προτίμηση κάποια παροχή προς τα λαϊκά στρώματα, τα οποία ο ίδιος πιστεύει ότι εκπροσωπεί κατ’ αποκοπήν. Το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός δεν του έκανε το χατίρι δεν φαίνεται να τον πτόησε, εφόσον όλοι οι ενδιαφερόμενοι διαπίστωσαν ότι έκανε το κατά δύναμιν.
Ενδιαφέρουσα ήταν και η αλληλεπίδραση που παρατηρήθηκε ανάμεσα στις δύο συνεντεύξεις. Σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, σε κατάλληλα διατυπωμένες ερωτήσεις ο πρωθυπουργός παρέπεμψε τον σταθμό στον κ. Τσίπρα, προκειμένου εκείνος να δώσει τις δέουσες απαντήσεις. Η πιο χαρακτηριστική αφορούσε τις σχέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης με το κράτος και τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την ΑΑΔΕ, για την επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ, για νέα σχολή δικαστών ή για την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, στην οποία ο κ. Μητσοτάκης απάντησε: «Νομίζω ότι θα πρέπει να ρωτήσετε τον κ. Τσίπρα, όταν θα έχετε την ευκαιρία, σε ποιο βαθμό συντάσσεται με τις απόψεις του κ. Πολάκη».
Και ω του θαύματος, την επόμενη μέρα οι δημοσιογράφοι που πήραν τη συνέντευξη του κ. Τσίπρα συμμορφώθηκαν απολύτως με την πρωθυπουργική υπόδειξη.
Πλάκα έχει και το γεγονός ότι το ντιμπέιτ είχε συνέχεια την επόμενη μέρα στη Βουλή, εφόσον ο πρωθυπουργός, αντί να απαντήσει στα θέματα που του έθεσε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, προτίμησε να του απαντήσει στα όσα είχε αναφέρει την προηγουμένη στον τηλεοπτικό σταθμό.
Άσφαιρο το δίλημμα Μητσοτάκη «αυτοδυναμία ή ακυβερνησία» – Συγκινεί μόνο 1 στους 4
Ακρίβεια: Πληθωριστική έκρηξη 6,2% τον Γενάρη – Ρεκόρ 25ετίας