Δύο «μη προγραμματισμένα» γεγονότα του τελευταίου δεκαπενθημέρου, έφτασαν να προκαλέσουν όχι μόνο φθορά στην κυβέρνηση, αλλά κυρίως να αποσταθεροποιήσουν το πολιτικό σκηνικό και να δημιουργήσουν αβεβαιότητα για τις εξελίξεις.
Το χάος με τον χιονιά στην Αθήνα στις 24 Ιανουαρίου, που φανέρωσε την πλήρη κυβερνητική αδυναμία να αντιμετωπίσει έκτακτες καταστάσεις (δεύτερη φορά μετά τις πυρκαγιές του καλοκαιριού) και η υπόθεση Λιβανού, που εκθέτει την γαλάζια παράταξη ως διαχρονικά ταυτισμένη με τις πελατειακές σχέσεις, καταδεικνύουν πόσο εύθραυστη είναι η αίσθηση περί πολιτικής κυριαρχίας. Μάλιστα, παρότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης καρατόμησε αμέσως τον τέως πλέον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, αυτή η απόφαση γέννησε περισσότερα ερωτήματα, απ’ όσα επιχείρησε να απαντήσει, καθώς ελάχιστοι πείστηκαν ότι έγινε για λόγους ευθιξίας και απόρριψης της πελατειακής λογικής. Άλλωστε και ο διάδοχος του Σπήλιου Λιβανού στο υπουργείο, ο Γιώργος Γεωργαντάς, υποστήριξε προ διετίας περίπου τα ίδια με αυτά για τα οποία απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση ο βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας.
Το νέο στοιχείο που αναγνωρίζουν πλέον οι πιο εχέφρονες στην κυβέρνηση είναι ο φόβος μπροστά σε απρόβλεπτα γεγονότα. Τα οποία γεγονότα μπορούν να της προκαλέσουν τεράστιο και μη υπολογισμένο πολιτικό κόστος. Το Μαξίμου έχει μέχρι τώρα παρέμβει να σώσει πολλές γκάφες υπουργών, κυρίως από δηλώσεις στελεχών, που μιλούν πολύ, όπως ο Άδωνης Γεωργιάδης, ο Γιώργος Γεραπετρίτης και άλλοι. Ή να καλύψει αδυναμίες κάποιων στην αντιμετώπιση μειζόνων προβλημάτων (ακρίβεια, πανδημία, πολιτική προστασία κλπ). Αλλά είναι πια εμφανές ότι αυτό έχει ένα όριο.
Όσον αφορά μάλιστα στο φόβο για τα «έκτακτα γεγονότα» και την ικανότητα αντίδρασης του κυβερνητικού και κρατικού μηχανισμού, είναι διάχυτη η ανησυχία ότι, για παράδειγμα το υπουργείο Πολιτικής Προστασίας υπό τον Χρήστο Στυλιανίδη πολύ δύσκολα θα ανταποκριθεί σε τυχόν νέες κρίσεις. Είτε αυτές είναι πλημμύρες και κακοκαιρίες στο υπόλοιπο του χειμώνα, είτε πολύ περισσότερο οι πυρκαγιές, που είναι συνηθισμένο πια να δοκιμάζουν τη χώρα το καλοκαίρι.
Υπό αυτό το πρίσμα, όλοι παρατηρούν το πώς η κυβέρνηση αντιμετωπίζει μείζονα πολιτικά θέματα, όπως τα σενάρια των εκλογών, ή και την αλλαγή του εκλογικού νόμου. Και οι περισσότεροι συμφωνούν ότι το Μαξίμου και οι υπουργοί στέλνουν αντιφατικά μηνύματα, πιθανόν ως αποτέλεσμα της αμηχανίας, του προβληματισμού και των διαφορετικών προσεγγίσεων, που εμφιλοχωρούν στο κυβερνητικό στρατόπεδο.
Για παράδειγμα, προ ημερών φερόταν από τα ρεπορτάζ και τις διαρροές του Μαξίμου, ότι ο κ. Μητσοτάκης διαβεβαίωνε πως οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας. Ωστόσο ερωτηθείς σχετικά το μεσημέρι της Τρίτης ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου απάντησε με μία μάλλον διφορούμενη διατύπωση: «Οι εκλογές θα γίνουν στην ώρα τους, θα γίνουν με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο και θα κερδηθούν με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο από τη Νέα Δημοκρατία», ήταν η δήλωσή του.
Με τη διατύπωση που επέλεξε ο κ. Οικονόμου ουσιαστικά δεν απάντησε, ούτε για το χρόνο των εκλογών, ούτε και για τα σενάρια περί αλλαγής του εκλογικού νόμου, που κυκλοφορούν. Απέφυγε δηλαδή να χρησιμοποιήσει τη σαφή φράση ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας, προτιμώντας το «στην ώρα τους», που μοιάζει περισσότερο σαν χρησμός.
Και επιπλέον, είναι σαφές ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, καθώς ο ισχύον εκλογικός νόμος είναι η απλή αναλογική και αυτή θα εφαρμοστεί όπως και να έχει. Άρα δεν έχει νόημα η επισήμανση αυτή του κ. Οικονόμου. Όπως δεν προσθέτει κάτι περισσότερο η φράση του ότι η ΝΔ θα κερδίσει τις εκλογές με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, αφού όλοι αναγνωρίζουν ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο έως απίθανο, για διάφορους λόγους, να σχηματιστεί κυβέρνηση, ιδίως με «κορμό» τη ΝΔ, μετά από εκλογές απλής αναλογικής. Για όλους αυτούς τους λόγους, η απάντηση του κ. Οικονόμου έτυχε πολλών ερμηνειών και σίγουρα δεν θεωρήθηκε ότι ξεκαθάρισε τα πράγματα σχετικά με τις κυβερνητικές προθέσεις για τις εκλογές. Κυρίως επειδή απέφυγε να πει τι θα γίνει στις δεύτερες εκλογές, με τις οποίες έχει απειλήσει ο κ. Μητσοτάκης στην περίπτωση που δεν πάρει αυτοδυναμία στις πρώτες. Ή τι θα γίνει και μετά τις δεύτερες, εφόσον και σε αυτές δεν γίνει εφικτό να προκύψει κυβέρνηση στη χώρα.
Διαβάστε επίσης:
Μείωση Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα με νομοθετική πρωτοβουλία ΣΥΡΙΖΑ