Οι ευρωεκλογές στο παρελθόν ιστορικά ήταν ανώδυνες έως τελείως αδιάφορες και οι όποιες πολιτικές συνέπειες περιορίζονταν στο εθνικό πολιτικό τοπίο σε μεμονωμένες χώρες μέλη. Αυτή τη φορά, όμως, οι ευρωεκλογές προκάλεσαν αναταράξεις οι οποίες διατρέχουν όλη την Ευρώπη και δεν αποκλείεται να εξελιχθούν σε σεισμό.
Η άνοδος ακροδεξιών κομμάτων σε αρκετές χώρες, κυρίως δε στη Γαλλία και τη Γερμανία, πλήττει τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν και τον κυβερνητικό συνασπισμό υπό τον Όλαφ Σολτς και είναι δεδομένο ότι, σε κάθε περίπτωση, θα επηρεαστεί η πολιτική των δύο αυτών χωρών στα μεγάλα ζητήματα της Ε.Ε., από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την εμπορική πολιτική απέναντι στην Κίνα, μέχρι την πράσινη μετάβαση και την αγροτική πολιτική.
Ασφαλώς, οι μεγάλες πλειοψηφίες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και οι ισορροπίες στους μηχανισμούς της Ε.Ε. δεν ανετράπησαν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι «δεν συνέβη και τίποτα», ούτε μπορούν οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις να επαναπαυθούν ότι απομονώνοντας τους ακροδεξιούς και καταγγέλοντάς τους ως λαϊκιστές και δημαγωγούς το ζήτημα θα εξαλειφθεί.
Διότι το πρόβλημα είναι βαθύτερο και συνδέεται με την πολυεπίδεη πίεση που δέχονται μεγάλα τμήματα της κοινωνίας σε όλη την Ευρώπη. Η οικονομική κατάσταση πολλών ανθρώπων μένει στάσιμη ή υποβαθμίζεται, καθώς οι κρίσεις διαδέχονται η μία την άλλη, ενώ -και αυτό ίσως είναι το χειρότερο- βλέπουν ότι η πορεία των πραγμάτων τους αφήνει πίσω. Την ίδια στιγμή, ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν δείχνει να καταλήγει σε νίκη επί της Ρωσίας, όπως ήταν ο στόχος που με ενθουσιώδεις τυμπανοκρουσίες διακήρυσσε η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Αντιθέτως οι ρωσικές δυνάμεις εδραιώνουν τις θέσεις τους και η Ε.Ε. ετοιμάζεται για κούρσα εξοπλισμών με διάφορους αξιωματούχους να υπαινίσσονται κατά καιρούς ότι πρέπει να προετοιμαζόμαστε για πόλεμο διαρκείας και σε περισσότερα μέτωπα. Το δε θέμα της μετανάστευσης διχάζει τις κοινωνίες, καθώς εν μέσω οικονομικής αποσταθεροποίησης, ο «ξένος» γίνεται εύκολος πολιτικός στόχος, την ίδια στιγμή που οι επιχειρήσεις «ζητάνε» ξένα και φθηνά οικονομικά χέρια.
Αλλά και στο μέτωπο των μεγάλων επιχειρήσεων και του διεθνούς ανταγωνισμού, η Ευρώπη χάνει το παιχνίδι, έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι απλοί άνθρωποι αισθάνονται αποπροσανατολισμένοι και εύκολα ελκύονται από υποσχέσεις ακροδεξιών και άλλων για ένα καλύτερο αύριο, ακόμα κι αν αυτές καταγγέλονται ως ανέφικτες και δημαγωγικές από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις.
Εκεί, όμως, είναι και το κλειδί: Υπάρχει πολιτική διέξοδος για τη βελτίωση της ζωής και των προοπτικών των απλών ανθρώπων ή κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο μέσα στο σύστημα οικονομικής και διεθνοποιημένης διακυβέρνησης που έχει επικρατήσει παγκοσμίως;
Όταν η ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν ενόψει των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών, υπόσχεται μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης (την οποία ο Μακρόν ανέβασε στα 64) , καθώς και περικοπές της φορολογίας στο ηλεκτρικό και τα καύσιμα για να πέσουν οι τιμές, τι απαντούν οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις; Εάν η απάντηση είναι «αυτά δεν γίνονται» γιατί δεν το επιτρέπει ο προϋπολογισμός, η οικονομία, η ανταγωνιστικότητα ή οτιδήποτε άλλο… η μάχη είναι χαμένη.
Ακόμα κι αν η Λεπέν «εκλογικευτεί και σεβαστεί τους κανόνες του παιχνιδιού εάν και όταν αποκτήσει εξουσία, όπως σε μεγάλο βαθμό έκανε και η Τζόρτζια Μελόνι, δεν αποκλείεται οι ψηφοφόροι να στραφούν σε πιο ακραίες λύσεις.
Ήδη οι τιμές των ομολόγων έπεσαν όπως και οι τιμές των μετοχών στη Γαλλία, ενόψει των βουλευτικών εκλογών μετά την ήττα Μακρόν στις ευρωεκλογές, καθώς το κόμμα της Λεπέν είναι φαβορί, ενώ αναλυτές από όλες τις πλευρές δεν αποκλείουν να έχει την τύχη της Λιζ Τρας, που εγκατέλειψε κακήν κακώς την ολιγοήμερη πρωθυπουργία της υπό την πίεση της κρίσης στην αγορά ομολόγων και την άρνηση της Κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας να την υποστηρίξει.
Με άλλα λόγια, γίνεται όλο και πιο φανερό ότι οι ανάγκες των απλών ανθρώπων δεν καλύπτονται στις συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης αγοράς και εν μέσω των γεωπολιτικών συγκρούσεων που βρίσκονται σε πλήρη -και κλιμακούμενη- εξέλιξη.
Εκεί βρίσκεται και η μεγάλη αποτυχία των παραδοσιακών πολιτικών σχηματισμών, διότι δεν έχουν καταφέρει να παρουσιάσουν εναλλακτικές υλοποιήσιμες προτάσεις ώστε να αφομοιώσουν τα διογκούμενα κοινωνικά αιτήματα και να καθησυχάσουν την ανασφάλεια η οποία οδηγεί την συμπεριφορά του εκλογικού σώματος. Η δε ευθύνη της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς είναι ακόμα μεγαλύτερη, διότι ιστορικά αυτές εκπροσωπούν τις κοινωνικές ομάδες που υποκύπτουν σήμερα στις σειρήνες της Ακροδεξιάς.
Ακόμα κι αν οι ίδιοι οι ακροδεξιοί έχουν επίγνωση ότι, όντως, αυτά που υπόσχονται δεν γίνονται, το γεγονός είναι ότι ό κόσμος αυτά θέλει, αυτά ονειρεύεται και αυτά ψήφισε.
Τα όνειρα του κόσμου μπορούν να απαντηθούν μόνο με πολιτικό όραμα και το ανάλογο σχέδιο, όχι με αφορισμούς ότι δεν υπάρχει εναλλακτική.