Ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να μας απασχολεί για καιρό ακόμα και η μόνη λύση για την αντιμετώπισή του θα πρέπει να είναι μια «κατά μέτωπον επίθεση», η άνοδος δηλαδή των επιτοκίων. Αυτή είναι η ανησυχητική εκτίμηση της αντιπροέδρου της Παγκόσμιας Τράπεζας Κάρμεν Ράινχαρτ.
Οπως επισημαίνει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή της στο περιοδικό «der Spiegel» αυτή τη στιγμή στο 44% των ανεπτυγμένων οικονομιών του πλανήτη και στο 75% των λιγότερο ανεπτυγμένων ή αναπτυσσόμενων ο πληθωρισμός έχει ξεπεράσει το όριο του 5% και κάθε άλλο παρά πτωτικές τάσεις δείχνει.
Οι αιτίες είναι πολλές: το σπάσιμο της εφοδιαστικής αλυσίδας, η άνοδος του κόστου μεταφορών, η έλλειψη κατάλληλου εργατικού δυναμικού. Αλλά σημαντικές ευθύνες ρίχνει η 66χρονη οικονομολόγος με καταγωγή από την Κούβα και στις Κεντρικές Τράπεζες, που τηρούν μια στάση αναμονής και καθυστερούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με την αύξηση των επιτοκίων. Και όσα κάνουν τώρα είναι και λίγα και καθυστερημένα.
Επικρίνει ουσιαστικά την ΕΚΤ, για την οποία εκτιμά ότι ίσως προς το τέλος του χρόνου θα προβεί σε μια αύξηση των επιτοκίων, εκτός και αν έρθει μια ακόμα έξαρση της πανδημίας, οπότε μπορεί και να καθυστερήσει ακόμα περισσότερο. Επισημαίνει επίσης ότι ένα πρόβλημα για την Φρανκφούρτη είναι ότι θα πρέπει με την απόφασή της να «εξυπηρετήσει» οικονομίες με πληθωρισμό που αγγίζει το 7% αλλά και εκείνες που ο πληθωρισμός παραμένει χαμηλότερος γύρω στο 3%.
Πρόβλημα για τις χώρες με υψηλό χρέος
Το πρόβλημα βεβαίως από μια άνοδο των επιτοκίων θα προκύψει για χώρες με μεγάλο χρέος, που θα αντιμετωπίσουν την συνέπεια του ακριβότερου χρήματος. Αυτό είναι φυσικά κάτι που δεν θα πρέπει να περάσει απαρατήρητο και στην Ελλάδα, αφού κάποια στιγμή η περίοδος των μηδενικών επιτοκίων θα παρέλθει.
Πέραν των δημόσιων χρεών υπάρχουν και τα χρέη των επιχειρήσεων, οι οποίες επίσης δεν θα μπορούν να εξασφαλίσουν με την ίδια ευκολία ρευστότητα μετά από μια σημαντική άνοδο των επιτοκίων.
Οι προβλέψεις πάντως για το αν έχουμε μπροστά μας μια νέα κρίση όπως το 2008 είναι δύσκολες, όπως και η σύγκριση με τη δεκαετία του 1970, όταν και πάλι υπήρξε μια εκτόξευση του πληθωρισμού. Τότε ο παράγοντας αστάθειας ήταν μόνο ένας, δηλαδή η πετρελαϊκή κρίση, ενώ σήμερα τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα.
Η Ράινχαρτ προβλέπει ότι σύντομα η άνοδος των τιμών θα εντείνει τις πιέσεις για αύξηση των μισθών και αμοιβών, αφού τα νοικοκυριά βλέπουν το κόστος ζωής να αυξάνεται ραγδαία και το πραγματικό τους εισόδημα να μειώνεται. Επιμένει ότι μόνο η αύξηση των επιτοκίων, κάτι που έχει ξεκινήσει στις ΗΠΑ και από την Πέμπτη και στη Μεγάλη Βρετανία, μπορεί να αναχαιτίσει τον πληθωρισμό.
Καταλήγει λέγοντας ότι «ο πληθωρισμός είναι ιδιαίτερα κακός για τις αναδυόμενες και τις αναπτυσσόμενες χώρες. Όχι μόνο για μακροοικονομικούς λόγους, αλλά γιατί είναι πραγματικά υφεσιακός. Για πρώτη φορά από το 1998, τα ποσοστά φτώχειας αυξήθηκαν ως αποτέλεσμα του σοκ της πανδημίας. Ο κίνδυνος κοινωνικής αναταραχής αυξάνεται καθώς η πίτα συρρικνώνεται και μοιράζεται ακόμη πιο άδικα».
Διαβάστε ακόμα:
Ο ρόλος της Ευρώπης στην αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης
Παγκόσμια Τράπεζα: Αβέβαιος ο στόχος να εμβολιαστεί το 70% του πληθυσμού στον πλανήτη μέσα στο 2022
Ο ευρωπαϊκός Τύπος για την άρση των περιοριστικών μέτρων covid στη Δανία