Ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξανδρος Μεϊκόπουλος ξεκίνησε την τοποθέτησή του θέτοντας, όπως είπε, «την απαράδεκτη κατάσταση στην οποία βρίσκονται “όμηροι” εδώ και πολλά χρόνια δεκάδες ποδοσφαιριστές που περιμένουν πάνω από δέκα χρόνια να εισπράξουν τα δεδουλευμένα τους από την Πολιτεία ενώ στο μεταξύ έχουν χάσει σπίτια, περιουσίες και, δυστυχώς, ορισμένοι αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν», και προανήγγελλε νομοθετική πρωτοβουλία που θα αναλάβει το κόμμα του.
Αναφερόμενος στο σχέδιο νόμου, ο κ. Μεϊκόπουλος είπε ότι πρόκειται για πολλαπλή παρέμβαση της Κυβέρνησης στο θέμα της οπαδικής βίας και διερωτήθηκε «πώς μπορεί να περιμένετε (η κυβέρνηση) ότι θα έχετε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα αφού χρησιμοποιείτε την ίδια συνταγή με το προηγούμενο. Μια συνταγή που περιέχει αρκετή επικοινωνία και ελάχιστη ουσία».
Ο βουλευτής υποστήριξε ότι «η χάραξη μακροπρόθεσμων και αποτελεσματικών πολιτικών προϋποθέτει τη σφαιρική κατανόηση του φαινόμενου του οπαδισμού και την παραδοχή της κοινωνικής προέλευσης της βίας. Προϋποθέτει τη θεσμοθέτηση και κυρίως την υλοποίηση μέτρων πρόληψης και κοινωνικών παρεμβάσεων. Κάτι που δεν υπάρχουν τίποτα από αυτά μέσα στο νομοσχέδιο». Πρότεινε ενημέρωση και ευαισθητοποίηση. Χτίσιμο μιας υγιούς φίλαθλης κουλτούρας μέσω της εκπαίδευσης και της οικογένειας. Ενεργοποίηση φορέων και υπηρεσιών για εξωστρεφείς δράσεις, συνδρομή κοινωνικών λειτουργών, ανάδειξη των εναλλακτικών φωνών που υπάρχουν μέσα στον οπαδικό χώρο για τη δημιουργία ενός διαφορετικού πολιτισμού της εξέδρας. Τερματισμό της κατάληψης και της ομηρίας του οπαδικού χώρου από άτομα του οργανωμένου εγκλήματος. Διαφώνησε «με το οριζόντιο, αυταρχικό και αναποτελεσματικό μέτρο διεξαγωγής των αγώνων ποδοσφαίρου κεκλεισμένων των θυρών, για να τα ανοίξετε στις 12 Φεβρουαρίου χωρίς ουσιαστικά να έχει αλλάξει τίποτα. Από Μάρτιο, Απρίλιο, και βλέπουμε».
Παραλλήλως, ζήτησε τη σταδιακή απεμπλοκή της αστυνομίας από τη διεξαγωγή των αθλητικών συναντήσεων και τον περιορισμό της στον προκαθορισμένο και συντεταγμένο ρόλο της καθώς, όπως παρατήρησε, «σε όλες τις σοβαρές ευρωπαϊκές χώρες η ασφαλής διεξαγωγή αθλητικής αναμέτρησης υπόκειται στην ευθύνη των ομάδων, ενώ την περιφρούρησή της αναλαμβάνουν εταιρείες security που προσλαμβάνουν οι ανώνυμες αθλητικές εταιρείες». Με το παρόν σχέδιο νόμου, όμως, συμπλήρωσε ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, « όχι μόνο δεν αποφορτίζεται η Ελληνική Αστυνομία από ευθύνες και αρμοδιότητες, αλλά επιφορτίζεται επί της ουσίας με περαιτέρω έργο και μετατρέπει τους αστυνομικούς σε υπάλληλους των ΠΑΕ». Χαρακτήρισε «ακατανόητη την κατάργηση της παραγράφου 5 που προέβλεπε επιπλέον χρηματικές ποινές – πέραν των ποινικών που προβλέπονται – και η αμνήστευση εκδοτών, ιδιοκτητών και διαχειριστών ΜΜΕ όταν καλλιεργούν την οπαδική βία».
Για τις ρυθμίσεις σχετικά με τις λέσχες φιλάθλων, εκτίμησε ότι «το εγχείρημα θα καταλήξει σε αποτυχία εν τη γενέσει του». Χαρακτήρισε φωτογραφική τη διάταξη για την διεύρυνση χορήγησης διπλωμάτων προπονητών Α’ σε εκτός των αποφοίτων των ΤΕΦΑΑ. Σχετικά με τις διατάξεις που αφορούν την πρόσληψη συντονιστή διευθυντή-manager στο Καυτανζόγλειο στάδιο, ο κ. Μεϊκόπουλος είπε ότι «πολύ φοβάμαι – με δεδομένη την πολιτική και τα πεπραγμένα αυτής της κυβέρνησης στο ΟΑΚΑ – η θέση του συντονιστή διευθυντή δημιουργείται προφανώς για να διευκολυνθεί η παραχώρηση των αθλητικών χώρων σε ιδιώτες και, επί της ουσίας, στον αποκλεισμό της μαζικής άθλησης στους χώρους του σταδίου. Κάτι που θα μας βρει απέναντι». Ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, κλείνοντας, ανέφερε ότι «το παρόν νομοσχέδιο δεν αποτελεί προϊόν ουσιαστικής και συμπεριληπτικής διαβούλευσης, αλλά εξυπηρετεί λόγους επικαιρότητας. Δεν επικεντρώνεται στη ρίζα του προβλήματος και μεταθέτει, μετά βεβαιότητας, την αντιμετώπιση της βίας σε κάποιο άλλο νομοσχέδιο, από κάποιον άλλο υπουργό, στο κοντινό μέλλον».