Από τα μέσα περίπου του 2020, μετά το πρώτο ισχυρό κύμα της πανδημίας, που προκάλεσε ασφυξία στο διεθνές εμπόριο και εμπλοκή στις εφοδιαστικές αλυσίδες, πολλοί οικονομολόγοι στη Γερμανία άρχισαν να συζητούν για την προοπτική «επαναπατρισμού» ενός μέρους της βιομηχανικής παραγωγής. Η συζήτηση αυτή δεν έχει τελειώσει. Αντίθετα μάλλον έχει ενταθεί μετά το ατύχημα στη διώρυγα του Σουέζ, την εκτόξευση του κόστους ενοικίασης των εμπορευματοκιβωτίων (containers) και την έλλειψη ημιαγωγών, που έχει πλήξει την αυτοκινητοβιομηχανία και άλλους κατασκευαστές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας.
Το ζήτημα μάλιστα της ταχείας ανάπτυξης μιας γερμανικής-ευρωπαϊκής βιομηχανίας μίκροτσιπς είχε ήδη τεθεί από τον στενό συνεργάτη της Ανγκέλα Μέρκελ και υπουργό Οικονομίας Πέτερ Αλτμάιερ. Ανάλογη σημασία αποδίδουν οι γερμανικές κυβερνήσεις αυτονόητα και στο θέμα των επενδύσεων σε ρομπότ. Το κλίμα μπορεί να έχει στο μεταξύ αλλάξει και να μην ακούγεται τόσο ο όρος «αποπαγκοσμιοποίηση» που έμοιαζε πολύ της μόδας κάποια στιγμή το 2020, αλλά η επιθυμία της ευρωπαϊκής βιομηχανίας να μειώσει την εξάρτησή της από το εξωτερικό, ειδικά την Ασία και να καταστεί λιγότερο ευάλωτη απέναντι σε απρόβλεπτα γεγονότα και αστάθμητους παράγοντες παραμένει ισχυρή.
Το γεγονός μάλιστα ότι δεν διαφαίνεται να υπάρχει άμεση αποκλιμάκωση στην εκτόξευση του κόστους μεταφοράς μοιάζει να δίνει μια νέα δυναμική στη σχετική συζήτηση.
Η Ντάλια Μαρίν καθηγήτρια Διεθνών Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, επιμένει εδώ και μια διετία στις δημόσιες τοποθετήσεις της να αποκαλεί την πανδημία ως την ευκαιρία για μια «αναγέννηση της γερμανικής βιομηχανίας» και να υπερασπίζεται την ιδέα επιστροφής της παραγωγικής διαδικασίας εντός των συνόρων. Ως ένα σύμμαχο σε μια τέτοια εξέλιξη θεωρεί την αξιοποίηση των δυνατοτήτων της ρομποτικής, ένα θέμα με το οποίο ασχολείται άλλωστε εδώ και περίπου μια δεκαετία.
Η λογική της είναι απλή όπως λέει: «Μια επιχείρηση στη Γερμανία πρέπει να πληρώσει πολύ περισσότερα σε ένα Γερμανό εργάτη, από ότι σε έναν στην Κίνα. Αλλά ένα γερμανικό ρομπότ δεν απαιτεί καν μισθό, για να μην μιλήσουμε για τις κοινωνικές παροχές, όπως η ασφάλιση υγείας ή τα επιδόματα ασθενείας».
Κατά την άποψη της γεννημένης στην Αυστρία καθηγήτριας και επιστημονικής συνεργάτιδας του φημισμένου Ινστιτούτου Bruegel των Βρυξελλών η τάση αυτή είχε ήδη αρχίσει να εκδηλώνεται μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008-2009. Τότε αποδείχθηκε πόσο ευάλωτη είναι η παγκόσμια παραγωγική αλυσίδα αν σπάσει κάποιος κρίκος της. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 άρχισε λοιπόν να ενισχύεται ακριβώς η αντίστροφη τάση από εκείνη που κυριάρχησε την δεκαετία του 1990. Τότε μετά το άνοιγμα της Ανατολικής Ευρώπης και την «ανακάλυψη» φθηνού εργατικού δυναμικού η γερμανική βιομηχανία άρχισε να μεταθέτει ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι της παραγωγικής της δραστηριότητας στο εξωτερικό.
Ακολούθησε η ενσωμάτωση της Κίνας στην αλυσίδα της παγκόσμιας παραγωγικής δρατηριότητας, που βασίστηκε κυρίως στο πολύ χαμηλό κόστος της εργασίας. Οι τελευταίες εξελίξεις όμως εξανεμίζουν ένα ποσοστό του οφέλους από αυτό για τους παραγωγούς. Κάτι που σημειώνουν πολλοί ειδικοί και στις ΗΠΑ.
Οταν το 2008 άρχισαν οι πρώτες σκέψεις για μια τέτοια επιστροφή, η εφαρμογή της ρομποτικής ήταν ήδη έντονη στη Γερμανία και ειδικά σε τομείς «ραχοκοκκαλιά» της οικονομίας της, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία.
Ποιοί τομείς θα βγουν κερδισμένοι
Η πρόσφατη κρίση που έκλεισε για μήνες τα σύνορα και έσπασε την αλυσίδα τροφοδοσίας σε συνδυασμό με το «φθηνό χρήμα» των κεντρικών τραπεζών θα ενισχύσει αυτή την τάση «επαναπατρισμού», ειδικά στους τομείς που εξαρτώνταν υπερβολικά από τις αλυσίδες προστιθέμενης αξίας. Τέτοιοι είναι οι τομείς των αυτοκινήτων, ηλεκτρονικών, κλωστουφαντουργίας που εισάγουν περίπου το 12% των προ-προϊόντων τους από χώρες χαμηλού κόστους. Τάσεις επαναπατρισμού δείχνουν και η χημική βιομηχανία και η μεταλλουργία, που συνειδητοποίησαν τους κινδύνους από την εξάρτηση της αλυσίδας παραγωγής από τρίτες χώρες. Αυτό φυσικά αναμένεται να προκαλέσει σημαντικές απώλειες για χώρες από τις οποίες θα μεταναστεύσει το γερμανικό κεφάλαιο. Θεωρητικά μπορεί να είναι καλό για «φτηνές» ευρωπαϊκές χώρες.
Τον τελευταίο χρόνο η Μαρίν «αξιοποίησε» και τις μεγάλες φυσικές καταστροφές που αποδίδονται στην κλιματική κρίση για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία της, υποστηρίζοντας ότι οι εμπορικές διαδρομές μπορεί στο μέλλον να καταστούν ακόμα περισσότερο ανασφαλείς και αξιόπιστες και να επηρεάζονται από τέτοια φυσικά φαινόμενα που θα οδηγούν σε καθυστερήσεις και αύξηση του κόστους μεταφοράς.
Συνολικά η καθηγήτρια από το Μόναχο κάνει λόγο για «τεκτονικές αλλαγές» στην παγκόσμια οικονομία, χωρίς πάντως να επεκτείνεται και στις συνέπειες, που θα έχει για την κατανάλωση των γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικό μια τέτοια εξέλιξη, αν δηλαδή ως μπούμερανγκ θα μπορούσε να προκύψει μια δυστοκία στην περαιτέρω ενίσχυση των γερμανικών εξαγωγών.
Πάντως σε μια πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών του Μονάχου ένας στους πέντε επιχειρηματίες δήλωνε ότι πράγματι σκέφτεται να προβεί σε επαναπατρισμό της διαδικασίας παραγωγής της επιχείρησής του.
Διαβάστε ακόμα
Δύσκολο και το 2022 για την παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία
Δραματική έκκληση Βιομηχανικών Ενώσεων προς την ΕΕ για «ενεργειακή παρέμβαση»