Στην ανάγκη μιας καλύτερης επικοινωνιακής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που θα εξηγεί την πολιτική της και τη στάση της απέναντι στον πληθωρισμό, αναφέρεται ο Πέτερ Μπόφινγκερ, ο οποίος στο παρελθόν ήταν ένας εκ των πέντε «σοφών» της οικονομίας που συμβούλευαν τη γερμανική κυβέρνηση και ο μόνος που συχνά και δημόσια είχε διαφοροποιηθεί από την εμμονή στην περιοριστική πολιτική του Βερολίνου και της Φρανκφούρτης.
Ο Μπόφινγκερ γράφει χαρακτηριστικά σε άρθρο του που δημοσιεύεται στον ιστότοπο Social Europe και το IPS-Journal: «Όπως ποτέ πριν στην ιστορία της, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καλείται τώρα να προωθήσει την πολιτική της στο κοινό. Ενόψει της απότομης πρόσφατης αύξησης του πληθωρισμού, είναι δύσκολο ακόμη και για δημοσιογράφους και πολλούς οικονομολόγους να καταλάβουν γιατί η ΕΚΤ, προς το παρόν, εμμένει στα αρνητικά επιτόκια και τις εκτεταμένες αγορές περιουσιακών στοιχείων — αν και θα έπρεπε. Αν και δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί αυτή η φαινομενική αντίφαση, η ΕΚΤ θα πρέπει να προσπαθήσει να δικαιολογήσει τις πολιτικές αποφάσεις, όσο πιο αποτελεσματικά μπορεί».
Συνεχίζει παραδεχόμενος ότι η η τράπεζα αναγνώρισε ρητά τη σημασία της επικοινωνίας με στόχο να κάνει κατανοητή την πολιτική της και στο ευρύ κοινό.
«Η σημασία της επικοινωνίας για τη νομισματική πολιτική έχει αυξηθεί σημαντικά με την πάροδο του χρόνου. Η επικοινωνία για τη νομισματική πολιτική έχει γίνει από μόνη της ένα εργαλείο νομισματικής πολιτικής, με εξέχον παράδειγμα τη μελλοντική καθοδήγηση. Όσο καλύτερα γίνει κατανοητή η νομισματική πολιτική, όχι μόνο από τους ειδικούς, αλλά και από το ευρύ κοινό, τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι.» σημειώνει ο Γερμανός οικονομολόγος.
Σύμφωνα με την άποψη του η ΕΚΤ θα έπρεπε να είχε εξηγήσει γιατί είναι λάθος να προβάλλονται προσωρινές αυξήσεις τιμών ως διαρκής υψηλός πληθωρισμός. Ωστόσο σημειώνει ότι στην τελευταία δημόσια τοποθέτησή της σε η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου, δεν κατάφερε να μπει στην ουσία εκτός από το σχόλιο ότι οι μισθολογικές εξελίξεις —κατά μια ορθόδοξη άποψη, η αιτία της τελευταίας περιόδου υψηλού πληθωρισμού στη δεκαετία του 1970— εξετάζονται πολύ προσεκτικά.
Για τον Πέτερ Μπόφινγκερ «το κρίσιμο πρόβλημα επικοινωνίας είναι ότι η ΕΚΤ έχει στο μυαλό της μια πολύ διαφορετική “αφήγηση” από το κοινό. Ενώ το κοινό φοβάται ότι ο πληθωρισμός θα είναι πολύ υψηλός μεσοπρόθεσμα, οι παρατηρήσεις της Λαγκάρντ καθιστούν σαφές ότι η ανησυχία της ΕΚΤ είναι ότι ο πληθωρισμός θα είναι πολύ χαμηλός».
Θυμίζει ότι ο στόχος της ΕΚΤ για το 2023 και 2024 ήταν ένα πληθωρισμός γύρω στο 2% και οι τελευταίες προβλέψεις κάνουν λόγο για 1,8%.
Ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Βούρτσμπουργκ κάνει λόγο τώρα για την ανάγκη να εξηγηθεί η θεωρία πίσω από την πολιτική.
«Κατ’αρχήν θα πρέπει να εξετάσει πιο προσεκτικά τις παραδοχές των δικών της προβλέψεων, που εκπονήθηκαν από το προσωπικό της και εκείνες των εθνικών κεντρικών τραπεζών. Για την εξέλιξη των επιτοκίων, λαμβάνονται υπόψιν οι προσδοκίες της αγοράς, βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες. Οι συμμετέχοντες στην αγορά αναμένουν ότι τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια θα παραμείνουν αρνητικά μέχρι το 2023 και τα μακροπρόθεσμα επιτόκια δεν θα αυξηθούν σημαντικά. Έτσι, η πρόβλεψη για τον πληθωρισμό 1,8% για το 2024 εξαρτάται από την υπόθεση ότι η ΕΚΤ θα διατηρήσει την ίδια την επεκτατική πολιτική της».
Οπως υποστηρίζει ο Μπόφινγκερ για να δικαιολογήσει την πολιτική της, η ΕΚΤ δεν χρειάζεται να επικαλεστεί τη μικρή απόκλιση μεταξύ 1,8 και 2,0%. «Αντίθετα, μπορεί να υποστηρίξει ότι ένας πολύ χαμηλότερος ρυθμός πληθωρισμού, με αρνητικές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία, θα έπρεπε να αναμένεται εάν η νομισματική πολιτική γινόταν αυστηρότερη σε πρώιμο στάδιο. Η παρουσίαση ενός ρυθμού πληθωρισμού 1,8% ως πολύ χαμηλό δεν είναι καλό για το κοινό σε τέτοιες δυσχερείς συνθήκες. Αντίθετα, η ΕΚΤ θα μπορούσε να πει ότι η τρέχουσα πορεία συμβάλλει στην επίτευξη μιας τάσης τιμών μεσοπρόθεσμα, συμβατή με την εντολή της».
Στέκεται ωστόσο στην πρόθεση της ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια εάν ο πληθωρισμός φτάσει στο 2% πολύ πριν από το τέλος του 2024 και εάν ο βασικός πληθωρισμός αντιστοιχεί στο 2 τοις εκατό μεσοπρόθεσμα. Αυτό θα μπορούσε εύκολα να αποτύχει κατά τη γνώμη του. Ο Γερμανός «πρώην σοφός» μιλά για αποτυχία της ΕΚΤ να εξετάσει λεπτομερώς την έννοια της στόχευσης για τον πληθωρισμό, για την οποία οι προβλέψεις για τα επιτόκια έχουν κεντρική θέση.
Γράφει χαρακτηριστικά: «Ας υποθέσουμε ότι ο πληθωρισμός το 2024 προβλεπόταν να είναι 2,0%. Δεδομένου ότι είναι ήδη υψηλότερος, πολύ πριν από το τέλος αυτής της περιόδου, θα δίνονταν οι προϋποθέσεις για αύξηση των επιτοκίων. Ωστόσο, ακριβώς το αντίθετο θα ήταν σκόπιμο: όπως καθιστά σαφές η πρόβλεψη, ο στόχος για τον πληθωρισμό θα επιτευχθεί τέλεια με τη δεδομένη πορεία των επιτοκίων. Η ώρα για μια πιο περιοριστική πολιτική έχει έρθει μόνο, όταν η δεδομένη πορεία των επιτοκίων έχει ως αποτέλεσμα μια πρόβλεψη πληθωρισμού άνω του 2%».
Για αυτό το λόγο και ο Μπόφινγκερ μιλά για την ανάγκη μιας νέας αφήγησης που αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη πρόκληση για την αξιοπιστία της Κεντρικής Τράπεζας. «Είναι καιρός να σταματήσει να δίνει την εξαιρετικά αρνητική εντύπωση ότι η επεκτατική πολιτική είναι απαραίτητη επειδή ο πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλός μεσοπρόθεσμα. Εάν γίνει σωστά κατανοητή και εφαρμοσμένη, η έννοια της στόχευσης για τον πληθωρισμό θα πρέπει να μπορεί να μεταφέρει στο κοινό ότι η τρέχουσα πολιτική μπορεί να διατηρήσει τον πληθωρισμό υπό έλεγχο μεσοπρόθεσμα, παρά τη βραχυπρόθεσμη αστάθεια».
Διαβάστε ακόμα
Πληθωριστικό τσουνάμι διαρκείας βλέπει ο Γερμανός οικονομολόγος Χανς Βέρνερ Ζιν