Τη θέση ότι το ζητούμενο δεν είναι αν πρέπει να πάει η χώρα μας στην Χάγη ή όχι για τη διαφορά με την Τουρκίας ως προς το θέμα της υφαλοκρηπίδας, αλλά οι προϋποθέσεις και οι όροι με τους οποίους θα το κάνουμε, αναπτύσσει σε άρθρο του στην Καθημερινή της Κυριακής, ο πρώην υπουργός εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς. Ο ίδιος σημειώνει ότι πριν γίνει η προσφυγή, η Τουρκία θα πρέπει να ικανοποιήσει σειρά από όρους, γιατί αν δεν το κάνει δεν έχει νόημα, όπως δεν έχει νόημα να πάει κανείς απροετοίμαστος και χωρίς στρατηγική στην Χάγη. Παραλλήλως απαντά και σε ότι αφορά την «επιπόλαια», όπως τη χαρακτηρίζει, θέση για “Πρέσπες του Αιγαίου”.
Το άρθρο του Νίκου Κοτζιά
Ελληνοτουρκικά: Κανόνες, συμβιβασμοί, υποχωρήσεις
Τους γεωγραφικούς γείτονες κανείς δεν τους επιλέγει. Για αυτό οφείλει να βρίσκει κανόνες συμβίωσης μαζί τους, όπως οι ακόλουθοι:
Κανόνας πρώτος να διαθέτει μια χώρα όπως είναι η Ελλάδα, μια υψηλή μακρόχρονη στρατηγική αντιμετώπισης ενός γείτονα που συχνά προκαλεί, διεκδικεί εδάφη και θάλασσες. Να συνδυάζει με αυτή την στρατηγική αξίες και συμφέροντα. Να στοχεύει στην ειρηνική συνύπαρξη και στην λύση, όταν και εφόσον είναι δυνατό των προβλημάτων, αλλά να είναι και σε θέση να αντιμετωπίσει με όλα τα μέσα κάθε πρόκληση.
Κανόνας δεύτερος, κάθε συμβιβασμός πρέπει να είναι ωφέλιμος για τις δύο πλευρές. Συζητάμε, και όταν γίνεται αναγκαίο και δυνατό διαπραγματευόμαστε με τον γείτονά μας. Ποτέ δεν προαναγγέλλουμε υποχωρήσεις, ούτε τις κρύβουμε κάτω από το χαλί. Διότι η άλλη πλευρά θα τις θεωρήσει εξ’ αρχής δοσμένες. Κατά προέκταση δε, στην διάρκεια της διαπραγμάτευσης θα απαιτήσει και άλλες. Από αυτή τη σκοπιά, είναι ιστορικό σφάλμα του κ. Πρωθυπουργού που προανήγγειλε υποχωρήσεις και ακόμα χειρότερα που προανήγγειλε απώλεια κυριαρχίας, η οποία δεν έπρεπε να τεθεί καν πάνω στο τραπέζι.
Κανόνας τρίτος, μια γενική πολιτική επιλογή (συζήτηση, διαπραγμάτευση, συμβιβασμός) δεν είναι στη γενική της διατύπωση λάθος ή ορθή. Γίνεται λάθος ή σωστή από το πλαίσιο εντός του οποίου γίνεται, τους όρους και τις προϋποθέσεις υλοποίησής της. Επί παραδείγματι, η παραπομπή των ελληνοτουρκικών διαφορών σε διεθνές δικαστήριο (κατά προτίμηση της Χάγης), δεν είναι από μόνη της κακή ή καλή. Κακή είναι αν γίνεται χωρίς προϋποθέσεις και προετοιμασία. Και εδώ είναι τα λάθη και τα κενά της σημερινής Κυβέρνησης.
Για να πάει η χώρα στην Χάγη πρέπει να έχει κάνει ειδική προετοιμασία. Να μελετήσει όλες τις αποφάσεις του δικαστηρίου καθώς και τις δημοσιεύσεις του επιτελείου των δικαστών, όπως, επίσης, τις τοποθετήσεις των ίδιων των δικαστών. Ακόμα, πρέπει να έχει τακτοποιήσει τα του οίκου της, όπως με το κλείσιμο του συνόλου των κόλπων (που παράγουν κυριαρχία), καθώς και την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια σε όλες τις περιοχές που δεν είναι υπό διπλωματική ανασκόπηση. Ταυτόχρονα, οφείλει η χώρα να ανοίξει διεθνείς διαδρόμους προκειμένου να μην εμπλακούν στο ζητούμενο τα συμφέροντα και οι απόψεις τρίτων κρατών που θέλουν να διέρχονται από θάλασσες στις οποία η χώρα ασκεί κυριαρχία (και όχι απλά κυριαρχικά δικαιώματα, όπως είναι στην περίπτωση της ΑΟΖ).
Ως προς τις ΑΟΖ μπορεί, πλέον, να θεωρείται σίγουρο ότι το Δικαστήριο θα λάβει υπόψη του τις πολλαπλές υποχωρήσεις που έκανε η Ελληνική κυβέρνηση αποδεχόμενη όλες τις απαιτήσεις της Ιταλίας και της Αιγύπτου. Υποχωρήσεις που θα τις ζητήσει και η Τουρκία. Επιπλέον, θεωρώ πιθανό να υπάρξει στο άμεσο μέλλον συμφωνία ανάμεσα στην Αίγυπτο και στην Τουρκία για την μεταξύ τους ΑΟΖ, στην οποία δεν αποκλείεται να συμπεριληφθεί και εκείνο το τμήμα θαλάσσης, που η κυβέρνηση Μητσοτάκη φρόντισε λανθασμένα να μείνει εκτός της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας.
Ως φαίνεται, επιπλέον, ο κ. Πρωθυπουργός συμφώνησε ότι δεν θα επεκτείνει η Ελλάδα οποιαδήποτε ζώνη χωρίς την συμφωνία της Τουρκίας. Αν αυτό αληθεύει, σημαίνει ότι εγκατέλειψε την γραμμή ότι δεν υπάρχει πέραν της ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας άλλη διαφορά με τη Τουρκία. Και όχι μόνο πρόσθεσε επίσημα μια επιπλέον διαφορά, αλλά έδωσε δικαίωμα λόγου στην Τουρκία και για άλλες ελληνικές ζώνες, και μάλιστα, όχι μόνο για θαλάσσιες.
Κανόνας τέταρτος, πρέπει να δεσμευτεί η Τουρκία στο σύνολο των προβλέψεων του διεθνούς δικαίου. Να αποδεχτεί πλήρως την δικαιοδοσία και τις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου. Να υπογράψει, δηλαδή, το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Αλλιώς πώς μπορούμε να της έχουμε εμπιστοσύνη ότι θα σεβαστεί τα αποτελέσματα μιας τέτοιας προσφυγής; Μην ξεχνάμε τις συνεχείς καταπατήσεις που έχει κάνει στις αποφάσεις του ΟΗΕ ως προς το Κυπριακό.
Αφού υπογράψει και η Τουρκία το Δίκαιο της Θαλάσσης άμεσα θα πρέπει να αποσύρει το casus belli. Διότι πώς θα πάμε στο δικαστήριο; Απειλούμενοι; Και τι θα γίνει αν δεν της αρέσει η όποια απόφαση;
Πέμπτος κανόνας, σε μια συμφωνία με ένα γείτονα κόβεις κάθε πρόθεση αλυτρωτισμού. Στην περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών η Βόρεια Μακεδονία εγκατέλειψε εξαρχής κάθε γεωγραφικό-εδαφικό πληθυσμιακό αλυτρωτισμό και υποχρεώθηκε να παραιτηθεί και από κάθε «σύγχρονο» ταυτολογικό, ιστορικό-πολιτισμικό αλυτρωτισμό. Στην συμφωνία των Πρεσπών στην παράγραφο επτά (7) η Βόρεια Μακεδονία παραδέχτηκε δεσμευτικά ότι η ίδια και οι πληθυσμοί της δεν έχουν καμιά σχέση με την Αρχαία Ελληνική Ιστορία και την Μακεδονία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ήταν και είναι ελληνική. Δυστυχώς στις σχέσεις μας με την Τουρκία, ο Πρωθυπουργός έκανε ακριβώς το αντίθετο. Ανακοίνωσε ότι οι διαφορές μας θα μετακινηθούν από το πεδίο της νομικής σε αυτό της γεωπολιτικής. Τοιουτοτρόπως, μας επέστρεψε στον αλυτρωτισμό του 19ου αιώνα.
Οι «Πρέσπες του Αιγαίου»
Έκτος κανόνας, πριν δεις τα «καλά» μιας διαπραγμάτευσης και συμφωνίας, δεν εγκαταλείπεις, ούτε καν στα λόγια, τα όπλα σου, νομικά και αμυντικά. Το κακό είναι, ότι ο κ. Πρωθυπουργός αποδέχτηκε να κουβεντιάσει για την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών με το 40% του Κυπριακού εδάφους υπό τουρκική κατοχή. Χωρίς να θυμάται τι έγινε όταν αποσύρθηκε η ελληνική ταξιαρχία από την Κύπρο. Για αυτό, υποστηρίζω, ότι υπάρχουν «συμβιβασμοί και συμβιβασμοί». Υπάρχουν θετικοί, δημιουργικοί, όπως και συμβιβασμοί τακτικοί, προσωρινοί, ανάσας, όμως, υπάρχουν –και όλα δείχνουν ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν τέτοιο- σάπιοι, άστοχοι.
Έβδομος κανόνας, με τίποτα δεν πρέπει να μπερδεύονται διαφορετικά πράγματα προκειμένου να δικαιολογηθούν αχρείαστες υποχωρήσεις. Λέγεται από το κόμμα της ΝΔ, με την συναίνεση τμήματος του ΣΥΡΙΖΑ, ότι ο κ. Πρωθυπουργός ετοιμάζει «τις Πρέσπες του Αιγαίου». Αναρωτιέμαι, αν οι Πρέσπες ήταν «προδοσία», πώς μπορεί να έχει ο κ. Πρωθυπουργός ως στόχο κάτι ανάλογο στα Ελληνοτουρκικά. Αλλά ας υποθέσουμε ότι ο κ.Πρωθυπουργός αποδέχεται, πλέον, ότι οι Πρέσπες είναι μια εξαιρετική συμφωνία, ως δηλώνει στις διεθνείς συναντήσεις του, μήπως τότε ήρθε η ώρα να την εφαρμόσει καθώς και τα συνοδευτικά της; Το κύριο, πρόκειται για ύβρη σε βάρος της Συμφωνίας των Πρεσπών να γίνεται επίκλησή της προκειμένου να δικαιολογηθεί η κακή προετοιμασία ενός λανθασμένου συμβιβασμού από την κυβέρνηση. Ας εξηγηθώ:
Πρώτον, η συμφωνία των Πρεσπών έβαλε όλες τις προϋποθέσεις να μπει ταφόπλακα στον αλυτρωτισμό. Κάτι τέτοιο με τον «αλλά Μητσοτάκη γεωπολιτικό μετασχηματισμό» των ελληνοτουρκικών όχι μόνο δεν υφίσταται, αλλά αναπαράγεται διευρυμένα.
Δεύτερο, με τη συμφωνία των Πρεσπών η Ελλάδα ανέλαβε να στηρίξει, και σε ένα βαθμό να ελέγξει και να εκπαιδεύσει αμυντικούς μηχανισμούς της γείτονος. Αντίθετα, σε αυτό που ετοιμάζει ο κ. Πρωθυπουργός προβλέπεται ο αφοπλισμός τμήματος της Ελλάδας κατά απαίτηση της Τουρκίας.
Τρίτον, η Βόρεια Μακεδονία ως όνομα και συνταγματική υπόσταση προέκυψε από αλλαγές που δεσμευτικά προέβλεψε η Συμφωνία των Πρεσπών και έγινε με αντάλλαγμα την διευκόλυνση ένταξής της σε ΕΕ. Το ερώτημα είναι τι ακριβώς θα πάρει η Ελλάδα από την Τουρκία; Ο κ. Πρωθυπουργός και το επιτελείο του υποστηρίζει ότι το να πάει η Τουρκία στο Διεθνές Δικαστήριο αποτελεί υποχώρησή της. Αυτό δεν ισχύει, ιδιαίτερα χωρίς τους όρους που έθεσα. Επιπλέον, αντίθετα με ότι συνέβη με την Βόρεια Μακεδονία, η κυβέρνηση της ΝΔ αποδέχτηκε την μετονομασία μεγάλου μέρους του Αιγαίου σε Τurkagean…
Τέταρτον, ενώ η Ελλάδα και η Βόρεια Μακεδονία κάναν εκατέρωθεν ορθούς συμβιβασμούς που ωφέλησαν και έφεραν κέρδη και στις δύο πλευρές, σε αυτό που προανήγγειλε ο κ. Πρωθυπουργός τα κέρδη συσσωρεύονται σε μεγάλο βαθμό μονομερώς στην Τουρκία.
Το ερώτημα είναι γιατί γίνεται αυτό; Ίσως, διότι κάποιοι στην κυβέρνηση δεν καταλαβαίνουν τις μακρόχρονες συνέπειες για τη χώρα και θέλουν να είναι αρεστοί σε τρίτους; Ίσως πάλι, διότι κάποιοι εγκαταλείπουν την επιλογή της ισότιμης συμμετοχής στην ΕΕ και προσανατολίζονται να γίνουν ο μικρός εταίρος της Τουρκίας; Ή μήπως, τέλος, διότι εξυπηρετούνται κάποια επιχειρηματικά συμφέροντα;
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της Κυριακής στις 30.7.23