Η αμερικανική εταιρεία λιανικής πώλησης ειδών σπιτιού, ήταν κάποτε κορυφαία εταιρεία προσελκύοντας αγοραστές από όλη τη χώρα, ενώ με την πάροδο των χρόνων, έγινε σημείο αναφοράς για σχεδόν ό,τι αφορά είδη σπιτιού και όχι μόνο.
Η «Bed Bath & Beyond» ιδρύθηκε το 1971 στο Νιου Τζέρσεϊ από τους Γουόρεν Άισενμπεργκ και Λέοναρντ Φάινσταϊν. Το δίδυμο είχε προηγουμένως εργαστεί στη διοίκηση της «Arlans», μιας τοπικής αλυσίδας με εκπτωτικά προϊόντα, και είδε προοπτικές ανάπτυξης στα οικιακά είδη υπνοδωματίου και μπάνιου.
«Είχαμε παρακολουθήσει την πτώση των μεγάλων πολυκαταστημάτων και ξέραμε ότι τα εξειδικευμένα καταστήματα θα ήταν η επόμενη μεγάλη τάση στο λιανεμπόριο», δήλωσε ο Φάινσταϊν στο εμπορικό έντυπο «Chain Store Executive» το 1993, σύμφωνα με το Insider.
Η δεκαετία του 1980 υπήρξε εποχή αυξημένου ανταγωνισμού για την «Bed Bath & Beyond», χάρη στην άνοδο καταστημάτων όπως το «Linens n’ Things». Ως απάντηση, η εταιρεία λάνσαρε το 1985 την πρώτη της ιδέα για σούπερ μάρκετ, ένα κατάστημα 20.000 τετραγωνικών μέτρων που θα γινόταν το πρότυπο για τα σύγχρονα καταστήματα «Bed Bath & Beyond».
Η εταιρεία έχει αναγνωριστεί ευρέως ως πρωτοπόρος του κινήματος των υπερκαταστημάτων στην Αμερική. Αυτό το νέο τεράστιο κατάστημα διέθετε μια ευρεία γκάμα εμπορικών σημάτων και προϊόντων σε σχεδόν κάθε χρώμα και στυλ, διαχωρίζοντάς το από τα πολυκαταστήματα της εποχής που διέθεταν μια περιορισμένη ποικιλία από ειδικές συλλογές.
Τα επόμενα χρόνια, η «Bed Bath & Beyond» άνοιξε περισσότερα υπερκαταστήματα στο Νιου Τζέρσεϊ, την Καλιφόρνια, τη Βιρτζίνια, το Ιλινόις, το Μέριλαντ και τη Φλόριντα. Το νέο μοντέλο καταστήματός της, το οποίο ομαδοποιούσε έξυπνα τις κατηγορίες προϊόντων και τοποθετούσε στρατηγικά τις παρορμητικές αγορές κοντά στα ταμεία, βοήθησε τις πωλήσεις να φτάσουν τα 134 εκατομμύρια δολάρια μέχρι το 1991.
Το 2002, η «Bed Bath & Beyond» εξαγόρασε τη εταιρεία λιανικής πώλησης προϊόντων υγείας και ομορφιάς «Harmons», ενώ το 2003 ακολούθησε η αλυσίδα εορταστικών προϊόντων «Christmas Tree Shops». Τα επόμενα 10 χρόνια, η εταιρεία συνέχισε να εστιάζει σε εξαγορές, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς της «Buy Buy Baby» το 2007. Η «Bed Bath & Beyond» αγόρασε επιπλέον τόσο την «Linen Holdings» όσο και την «Cost Plus World Market» το 2012. Μέχρι τότε, η «Bed Bath & Beyond» κατείχε εξέχουσα θέση και στη λαϊκή κουλτούρα, εμφανιζόμενη σε τηλεοπτικές σειρές όπως το Broad City.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, διάφορα μεγάλα καταστήματα, μεταξύ των οποίων και η «Bed Bath & Beyond», άρχισαν να παρουσιάζουν σημάδια κάμψης, καθώς οι καταναλωτές στράφηκαν στο ηλεκτρονικό εμπόριο αλλά και σε άλλους ανταγωνιστές όπως η «Walmart» και η «Target». Ξαφνικά, καταστήματα όπως το «Linens n’ Things» έβαλαν λουκέτο.
Τον Μάιο του 2019, ο διευθύνων σύμβουλος Στίβεν Τέμαρες απομακρύνθηκε από μια ομάδα ακτιβιστών επενδυτών, οι οποίοι ζήτησαν την παραίτησή του με μια σκληρή παρουσίαση 168 διαφανειών που περιέγραφε το αίτημά τους. Αρκετά μέλη του διοικητικού συμβουλίου παραιτήθηκαν επίσης μετά από εντολή των επενδυτών.
Τον Νοέμβριο του 2019, ο πρώην CMO της «Target», Μαρκ Τρίτον, ανέλαβε τη θέση της προσωρινής διευθύνουσας συμβούλου Μαίρη Γουίνστον, ως νέος ηγέτης της εταιρείας. Ορισμένοι εμπειρογνώμονες ανέμεναν ότι ο διορισμός του Τρίτον, ο οποίος είχε διατελέσει προηγουμένως επικεφαλής προώθησης προϊόντων στη «Target», θα έφερνε αποτελέσματα. Παρόλα αυτά, η ανάκαμψη δεν αναμενόταν να είναι πολύ εύκολη υπόθεση.
Υπό την ηγεσία του Τρίτον, η εταιρεία προσπάθησε να υιοθετήσει μια πιο στοχευμένη και οργανωμένη εμπειρία αγορών και εφάρμοσε την μεγαλύτερη, της τελευταίας γενιάς, αλλαγή στη γκάμα των προϊόντων της. Η ανανέωση περιελάμβανε τη μείωση της επιλογής προϊόντων και την κυκλοφορία της δικής της μάρκας ιδιωτικής ετικέτας.
Παρά την έκρηξη των πωλήσεων στην αρχή της πανδημίας, λόγω αυξημένου ενδιαφέροντος του κοινού για είδη σπιτιού, η νέα περιορισμένη επιλογή προϊόντων της «Bed Bath & Beyond» επιδείνωσε τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, οδηγώντας σε άδεια ράφια και απογοητευμένους αγοραστές.
Οι πωλήσεις συνέχισαν να μειώνονται, επιδεινούμενες από την άνοδο του πληθωρισμού σε επίπεδα ρεκόρ και από τη μειωμένη ζήτηση των πελατών τους τελευταίους μήνες, σύμφωνα με τον Τρίτον. «Η επιχείρησή μας έχει επηρεαστεί από έκτακτους μακροοικονομικούς παράγοντες, όπως ο εκτροχιασμός της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού, η αβεβαιότητα από την παραλλαγή Όμικρον του κορονοϊού, ο πρωτοφανής πληθωρισμός, η αύξηση των επιτοκίων και ένα ταραχώδες γεωπολιτικό τοπίο, τα οποία έχουν επιβαρύνει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών», δήλωσε ο Τρίτον στους επενδυτές τον Απρίλιο.
Τον Ιούνιο του 2022, η εταιρεία ανακοίνωσε ότι θα αντικαταστήσει τον Τρίτον ως διευθύνοντα σύμβουλο, καθώς και ότι θα αλλάξει αρκετά κορυφαία στελέχη, σηματοδοτώντας ακόμη μία ανανέωση στην ηγεσία της «Bed Bath & Beyond».
Η εταιρεία έγινε αντικείμενο ενός ράλι μετοχών τον Αύγουστο του 2022, κυρίως χάρη στον ακτιβιστή επενδυτή Ράιαν Κοέν. Οι μετοχές της «Bed Bath & Beyond» εκτινάχθηκαν κατά 29% μέσα στο μήνα λόγω των επενδυτών του «meme-stock» που έσπευσαν να αγοράσουν, όταν αντιλήφθηκαν ότι η μετοχές γίνονται viral.
Στις 31 Αυγούστου 2022, η «Bed Bath & Beyond» ανακοίνωσε ότι θα κλείσει περίπου 150 καταστήματα και θα μειώσει κατά 20% το προσωπικό της εταιρείας. Η ανακοίνωση έγινε προτού η εταιρεία ενημερώσει τους επενδυτές για τα κέρδη της, τα οποία είχαν μειωθεί κατά 25% το τελευταίο τρίμηνο. Η εταιρεία δήλωσε στους επενδυτές ότι το κλείσιμο και οι απολύσεις θα την βοηθήσουν να μειώσει το κόστος κατά 250 εκατομμύρια δολάρια μέχρι το τέλος του 2022.
Η «Bed Bath & Beyond», κατέθεσε αίτηση πτώχευσης στο Νιου Τζέρσεϊ στις 23 Απριλίου. Η εταιρεία δήλωσε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τον Ιανουάριο ότι είχε σημαντικές αμφιβολίες ότι μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί. Η πτώχευση ήρθε μετά από μήνες αναταραχής. Τον Σεπτέμβριο του 2022, η «Bed Bath & Beyond» ανακοίνωσε ότι θα κλείσει 150 καταστήματα και θα περικόψει το 20% των εταιρικών της θέσεων σε μια προσπάθεια να μειώσει το κόστος. Τον Ιούνιο του 2022, ανακοίνωσε καθαρή ζημία 358 εκατομμυρίων δολαρίων στο πρώτο τρίμηνο και στη συνέχεια ανακοίνωσε ότι αντικαθιστά τον διευθύνοντα σύμβουλο Μαρκ Τρίτον και ορισμένα άλλα στελέχη σε μια ακόμη προσπάθεια αναδιοργάνωσης της ηγεσίας της.