Σε νέα αναβάθμιση της εκτίμησής της για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας προχωρά η HSBC. Η βρετανική τράπεζα, σημειώνοντας ότι η ελληνική οικονομία έχει ισχυρό βηματισμό, προβλέπει ότι το 2021 θα ολοκληρωθεί με ανάπτυξη 8,8%, από 7,5% που προέβλεπε τον περασμένο Οκτώβριο, το 2022 με 4,5% (από 5% πριν) και το 2024 με ανάπτυξη 4%, αμετάβλητο σε σχέση με την προηγούμενη εκτίμησή της.
Στο τρέχον (δ’) τρίμηνο, οι οικονομολόγοι της HSBC εκτιμούν ότι η ανάπτυξη θα κινηθεί στο 8,4%, ενώ το α’ τρίμηνο του 2022 θα κιηθεί στο 4,2%, στο β’ τρίμηνο στο 4,5%, στο γ’ τρίμηνο στο 4,1% και το τελευταίο τρίμηνο του επόμενου έτους στο 5,2%. Σε ό,τι αφορά τα ελλείμματα, βλέπουν ότι μετά την εκτίναξή τους το 2020 και το 2021, θα μειωθούν σημαντικά τα επόμενα δύο έτη, με το έλλειμμα του προϋπολογισμού να κινείται σε -9,8% το 2021, -4,7% το 2022 και -2,5% το 2023.
Το χρέος της Ελλάδας θα παραμείνει αρκετά κοντά στο 200% του ΑΕΠ. Το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα πάει από το 206,3% το 2020 στο 200% φέτος, έπειτα στο 195,4% το 2022 και τέλος, στο 190% το 2023.
Τα ποσοστά ανεργίας σε ολόκληρη την Ευρωζώνη συνεχίζουν να αποκλίνουν, με την Ελλάδα να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις, δυστυχώς. Η ανεργία θα συνεχίσει να αποκλιμακώνεται σταδιακά από το 16,4% το 2022 σε 14,9% το 2021, σε 13,2% το 2022 και τέλος, 12,4% το 2023.
Πληθωρισμός και ενέργεια
Για τον πληθωρισμό προβλέπει ότι θα διαμορφωθεί σε 0,5% (από 0% πριν) και την περίοδο 2022-2023 θα διαμορφωθεί σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα, 2,4% το 2022 από 1% που προέβλεπε προγενέστερα και 1,3% το 2023 από 1,2% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψή της.
Ο οικονομολόγος της HSBC, Φάμπιο Μπαλμπόνι, αναφέρει πως η Ελλάδα συνέχισε τη σταθερή της πορεία ανάκαμψης το τρίτο τρίμηνο, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2,7% σε τριμηνιαία βάση, τον πέμπτο συνεχόμενο τριμηνιαίο ρυθμό ανάπτυξης που ξεπερνά το 2%. Μέχρι το τρίτο τρίμηνο, το ΑΕΠ ήταν 1,2% υψηλότερο από τα επίπεδα πριν από την κρίση –ένα εντυπωσιακό επίτευγμα λαμβάνοντας υπόψη την εξάρτηση της ανάπτυξης από τον τουρισμό (το 2019 ο κλάδος αντιπροσώπευε το 10% του ΑΕΠ στις ξένες εισπράξεις και το 20% λαμβάνοντας υπόψη τις δευτερογενείς επιπτώσεις στην εγχώρια κατανάλωση και τις επενδύσεις, που μειώθηκαν σε μόλις 8,7% το 2020). Ο ξένος τουρισμός, ωστόσο, άρχισε να ανακάμπτει στο τέλος του καλοκαιριού, γεγονός που πιθανότατα συνέβαλε στην ισχυρή εξαγωγική απόδοση (+12,6% σε τριμηνιαία βάση). Η κατανάλωση των νοικοκυριών (+1,1% στο τρίμηνο) και οι επενδύσεις (+3,9%) είχαν επίσης καλές επιδόσεις. Οι επενδύσεις είναι ήδη κατά 20% υψηλότερες από τα επίπεδα πριν από την κρίση, παρόλο που παραμένουν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα συνολικά (-40% σε σχέση με το 2010).
Για τον καταναλωτικό τομέα, η HSBC βλέπει σημάδια επιβράδυνσης, αφού η καταναλωτική εμπιστοσύνη υποχώρησε μετά το καλοκαίρι, με τις λιανικές πωλήσεις να μειώνονται όσο αυξάνονται τα κρούσματα του Covid-19. Η πρόσφατη απότομη άνοδος του πληθωρισμού (4,0% σε ετήσια βάση τον Νοέμβριο, το υψηλότερο επίπεδο σε πάνω από 10 χρόνια) οδήγησε σε αύξηση των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας κατά σχεδόν 40% και θα μπορούσε να επηρεάσει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, επισημαίνει.
Αναφορικά με τις δαπάνες των καταναλωτών, εκτιμά σημαντική θετική μεταβολή φέτος σε +5,3%, +4,2% το επόμενο έτος και +3,8% για το 2023. Η καταναλωτική δαπάνη ανακάμπτει δυναμικά το 2021 με την επαναλειτουργία και αναμένεται να παραμείνει σταθερά ανοδική στο μέλλον, εκτιμά η HSBC.
Η βρετανική τράπεζα προσδοκά πλέον ένα μικρότερο αλλά ισχυρότερο QE. Με τα δημοσιονομικά ελλείμματα να παραμένουν αυξημένα το επόμενο έτος, η απότομη μείωση των αγορών QE θα απαιτήσει από την αγορά να απορροφήσει περισσότερες καθαρές εκδόσεις κρατικών ομολόγων το 2022, μετά από δύο χρόνια όπου απορροφήθηκε σχεδόν πλήρως από την ΕΚΤ. Όμως, ενώ ο περιορισμός ήταν αρκετά απότομος, η ΕΚΤ προσέφερε και άλλες μορφές στήριξης. Παρέτεινε τον ορίζοντα επανεπένδυσης για το PEPP έως το 2024, εισήγαγε κάποια ευελιξία όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούνται οι επανεπενδύσεις.
Μεταξύ άλλων, επιτρέπει στην Ελλάδα να συμμετέχει στις επανεπενδύσεις του ΡΕΡΡ παρά το γεγονός ότι δεν έχει αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας -και μάλιστα έδωσε τη δυνατότητα μεγαλύτερης ευελιξίας για τα άλλα εργαλεία όπως το κανονικό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων APP.
Κυβερνητική πολιτική
Το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος της Ελλάδας εκτινάχθηκαν το 2020 (αντίστοιχα, στο 10,1% και 206,3% του ΑΕΠ). Μέχρι στιγμής το 2021, παρά την ισχυρή ανάκαμψη, το έλλειμμα παρέμεινε σε γενικές γραμμές σταθερό. Ο προϋπολογισμός του 2022 περιλαμβάνει πρόσθετα μέτρα τόνωσης ύψους 2,2 δισ. ευρώ (ή 1,2% του ΑΕΠ).
Το μεγαλύτερο μέρος είναι η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης (προσαύξηση φόρου εισοδήματος) και η μείωση κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες των εισφορών επί των συντάξεων. Άλλα μέτρα περιλαμβάνουν επιδοτήσεις για τους νέους που εισέρχονται στην αγορά εργασίας και χαμηλότερο ΦΠΑ για τον τομέα του τουρισμού, ο οποίος έχει πληγεί σκληρά από την κρίση. Το έλλειμμα συρρικνώνεται από 9,8% του ΑΕΠ σε 4,7%, εκτιμά η HSBC. Αυτό θα αφήσει ακόμη αρκετή δουλειά να γίνει όσον αφορά τη μελλοντική εξυγίανση, ενώ υπάρχουν και ανοδικοί κίνδυνοι που απορρέουν από την πιθανή ενεργοποίηση των κρατικών εγγυήσεων που σχετίζονται με την Covid και την εκκρεμούσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας όσον αφορά την αναδρομική αποζημίωση για τις περικοπές στις επικουρικές συντάξεις.
Η κυβέρνηση σκοπεύει επίσης να χρησιμοποιήσει το 1,7% του ΑΕΠ των επιχορηγήσεων του πακέτου NGEU και το 0,9% του ΑΕΠ από δάνεια το 2022. Η Ελλάδα θα πρέπει να λάβει 31 δισ. ευρώ μέχρι το 2026, τα οποία η κυβέρνηση πιστεύει ότι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι τότε. Εν τω μεταξύ, το σχέδιο ιδιωτικοποιήσεων παίρνει μπροστά μετά την επιβράδυνση λόγω της πανδημίας. Πρόσφατα συνήφθη συμφωνία ύψους 733 εκατ. ευρώ για την πώληση του 100% της Depa Infrastructure. Το 2022 προβλέπονται έσοδα 2,2 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις (εκ των οποίων 1,5 δισ. ευρώ από την Εγνατία Οδό).
Πιθανοί κίνδυνοι
Η Ελλάδα συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα έκτακτων αγορών της ΕΚΤ για πανδημία (PEPP) παρά το γεγονός ότι η πιστοληπτική της ικανότητα είναι χαμηλότερη από την επενδυτική βαθμίδα. Η ΕΚΤ χορήγησε επίσης στην Ελλάδα προσωρινή απαλλαγή (έως τον Ιούνιο του 2022), ώστε τα ελληνικά κρατικά ομόλογα (GGBs) να είναι αποδεκτά ως ενέχυρο στη νομισματική της χρηματοδότηση. Με το PEPP να λήγει τον Μάρτιο του 2022, η ΕΚΤ έχει χαράξει μια εξαίρεση για την Ελλάδα, επιτρέποντάς της να χρησιμοποιήσει την ευελιξία επανεπένδυσης του PEPP (που διαρκεί έως το τέλος του 2024) για να μπορέσει ενδεχομένως να αυξήσει τα GGBs στο χαρτοφυλάκιό της, σε περίπτωση νευρικότητας στην αγορά.
Παρόλο που ορισμένες αβεβαιότητες παραμένουν σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμοστεί στην πράξη η εν λόγω ευελιξία, αυτό δείχνει μια ισχυρή δέσμευση από τις ευρωπαϊκές αρχές να μην αφήσουν την Ελλάδα πίσω, κατά τη φάση ανάκαμψης από την κρίση, η οποία μπορεί κάλλιστα να είναι αρκετή για να την ξεπεράσει, μέχρι να αποκτήσει ξανά επενδυτική βαθμίδα.