Καμία κυβέρνηση δεν αγάπησε τόσο πολύ τον εαυτό της όσο η σημερινή, παρατήρησε προσφάτως ένας από τους πιο διεισδυτικούς παρατηρητές των ελληνικών πολιτικών πραγμάτων. Δεν θα μπορούσε να είναι κανείς πιο εύστοχος.
Πράγματι, στα χρόνια που παρακολουθώ την ελληνική πολιτική ζωή –και δεν είναι λίγα δυστυχώς– δεν θυμάμαι άλλη κυβέρνηση να έχει επιδείξει τόσο ισχυρή ροπή στην αυταρέσκεια και την αυτοπροβολή.
Δεν θυμάμαι άλλη κυβέρνηση να έχει σπαταλήσει τόσους πόρους προκειμένου να προπαγανδίσει τις πολιτικές και τα πρόσωπά της. Δεν θυμάμαι άλλη κυβέρνηση να έχει τόσο πολύ επιμεληθεί την εικόνα της, σε τέτοιο βαθμό ώστε η ίδια να περηφανεύεται ακόμη και για τους επικοινωνιολόγους και τους λογογράφους της, τους οποίους φέρνει από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και υποθέτω πληρώνει με τα λεφτά των φορολογουμένων – αλίμονο, ποιων άλλων;
Δεν θυμάμαι τόσο πολλούς δημοσιογράφους –μήπως καλύτερα θα έπρεπε να τους αποκαλούμε διαφημιστές;– τόσο πρόθυμους, τόσο «επαγγελματίες» στην προώθηση της εικόνας της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού. Τι ωραίες διαφημιστικές παραγωγές! Εύγε!
Για να είμαστε δίκαιοι βεβαίως, παντού στον κόσμο οι κυβερνήσεις έχουν ροπή στον ναρκισσισμό. Δεν είναι πως οι πολιτικοί είναι αλλιώτικοι στις μέρες μας, είναι πως η τεχνική της προπαγάνδας σήμερα, εξαιτίας των τεχνολογικών δυνατοτήτων και του άμεσου και προσωποποιημένου χαρακτήρα της πολιτικής επικοινωνίας, υποθάλπει τον ναρκισσισμό της εξουσίας.
Εντούτοις, η ανάλυση της κατάστασης με ψυχολογικούς όρους είναι ρηχή. Οχι πως ο προσωπικός χαρακτήρας και οι ανασφάλειες των ανθρώπων της εξουσίας δεν παίζουν τον ρόλο τους. Αναμφίβολα οι παράγοντες αυτοί έχουν το δικό τους μερίδιο στις εξελίξεις. Προφανώς αν δεν ήταν τόσο πρόδηλα ανασφαλείς και νάρκισσοι οι κυβερνώντες, αν με κάποιον τρόπο ήταν περισσότερο ταπεινοί και είχαν καταφέρει να χαλιναγωγήσουν τους ναρκισσιστικούς τους πειρασμούς, σίγουρα τα πράγματα θα ήταν καλύτερα.
Ομως ας μη γελιόμαστε. Ο ναρκισσισμός που παρατηρούμε αντανακλά ένα βαθύτερο πρόβλημα: η δημοκρατία μας είναι ελλειμματική, πάσχει σοβαρά. Κι αν θέλουμε να κατανοήσουμε γιατί η διακυβέρνηση δείχνει αφόρητα αυτάρεσκη, οι αιτίες βρίσκονται αλλού: η κυβέρνηση υποτάσσει και εξευτελίζει τους θεσμούς εκείνους που θα έπρεπε να την ελέγχουν.
Αυτό που συμβαίνει αυτά τα χρόνια δεν έχει προηγούμενο μεταπολιτευτικά. Θεσμοί που θα έπρεπε να διασφαλίζουν τον έλεγχο και τον περιορισμό της κυβέρνησης έχουν μετατραπεί σε υποστυλώματα και συμπληρώματά της, σε υπηρέτες της.
Κι όταν αυτοί αντιστέκονται, δέχονται τα συντονισμένα πυρά ενός κυβερνητικού επικοινωνιακού πυροβολικού και πιέσεων κάθε είδους. Στον αγώνα κι οι «πρόθυμοι συνοδοιπόροι» είτε από πίστη είτε από ιδιοτέλεια, συνήθως συνδυαστικά.
Η επιχείρηση απομόνωσης και σίγασης των «ενοχλητικών φωνών» συνιστά ένα κεντρικά συντονισμένο εγχείρημα, με συνταγές ηθικής απαξίωσης και ψυχολογικής εξουθένωσης των ανθρώπων που μπορούν να θέσουν φραγμούς στην ανεξέλεγκτη εξουσία βγαλμένες από τους καλύτερους σεφ αυταρχικής διακυβέρνησης ιστορικά.
Θυμηθείτε, για παράδειγμα, πώς αντιμετωπίστηκε από την κυβέρνηση και τους φίλους της ο πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών όταν προσπάθησε απλώς να κάνει τη δουλειά του στο τεράστιο σκάνδαλο των υποκλοπών ή η επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου που ήρθε στην Ελλάδα για να ελέγξει τι συμβαίνει στη χώρα με το κράτος δικαίου, τις ατομικές ελευθερίες και τη διαφθορά. Θυμηθείτε επίσης πώς αντιμετωπίστηκαν δημοσιογράφοι, Ελληνες και ξένοι, ή οι συνταγματολόγοι όταν έθεσαν σοβαρές ενστάσεις για τον τρόπο που η κυβέρνηση και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου χειρίζονταν το ζήτημα των υποκλοπών, ή τέλος πώς αντιμετωπίστηκαν ανεξάρτητοι φορείς όταν προσπαθούσαν να ενημερώσουν για τους κινδύνους στον ελληνικό σιδηρόδρομο. Σε αυτού του είδους τα κόλπα, αναμφίβολα οι κυβερνώντες είναι αρτίστες. Εκεί που δυσκολεύονται κάπως είναι όταν ένα τρένο ανεβαίνει κι ένα άλλο κατεβαίνει.
Καθώς η κυβέρνηση καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο, τόσο περισσότερο ανάγκη έχει την προπαγάνδα. Οι μηχανισμοί προβολής του κυβερνητικού έργου, καθώς επεκτείνονται ασυγκράτητα –και κάποιες φορές πανικόβλητα–, μπορεί να αγγίζουν τα όρια της φθηνής και γελοίας προπαγάνδας, εκκολάπτουν όμως αυτόν τον ενοχλητικό ναρκισσισμό της εξουσίας.
Στη μετα-σταλινική Ρωσία, η «λατρεία της προσωπικότητας» καταγγέλθηκε κατά κόρον από τους επικριτές του Στάλιν. Οποιος, όμως, πίστεψε στ’ αλήθεια πως η αιτία για τον σταλινικό ολοκληρωτισμό οφειλόταν στην αγάπη του Στάλιν να βλέπει το πορτρέτο του όπου κι αν έστρεφε το βλέμμα του, τότε αυτός απλώς δεν κατάλαβε πολλά από τη φυσιογνωμία εκείνου του καθεστώτος.
Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Πηγή: kathimerini.gr
Πότε θα δοκιμαστεί το βέτο Ανδρουλάκη για το πρόσωπο του πρωθυπουργού
Αλήθειες και ψέμματα για την οικονομία επί κυβέρνησης Μητσοτάκη – Η γλώσσα των αριθμών