Νέο πεδίο αντιπαράθεσης κυβέρνησης και αντιπολίτευσης προκαλεί η νομοθετική ρύθμιση που προωθεί η κυβέρνηση για τον αποκλεισμό του κόμματος του Ηλία Κασιδιάρη από τις εκλογές. Μια πρωτοβουλία που προανήγγειλε ο πρωθυπουργός, ωστόσο οι διαρροές που ακολούθησαν έφεραν τον ίδιο και την κυβέρνηση αντιμέτωπο όχι μόνον με την αντιπολίτευση αλλά και με τον νομικό κόσμο. Συνταγματολόγοι έκρουσαν μάλιστα τον κώδωνα του κινδύνου για την αντισυνταγματικότητα της κυβερνητικής ρύθμισης, επισημαίνοντας ιδιαίτερα το ενδεχόμενο η κυβερνητική πρόταση, δυνητικά, να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά τα οποία υποτίθεται ότι επιδιώκει.
Και αυτό γιατί, όπως επισημαίνει και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος καταθέτει δική του πρόταση τις επόμενες ημέρες, η συνταγματική διάταξη δεν προβλέπει τη δυνατότητα απαγόρευσης λειτουργίας πολιτικού κόμματος. Ωστόσο, προς τον σκοπό προστασίας της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, ο εκλογικός νόμος μπορεί να θέσει υπό όρους τη συμμετοχή ενός κόμματος σε εκλογές με την κατάρτιση συνδυασμού υποψηφίων.
Στην πρότασή του, με τίτλο «Για την προστασία της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος στις εκλογές» ο ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνεται ότι στο άρθρο 29 παρ. 1 του συντάγματος ορίζεται ότι η ίδρυση πολιτικών κομμάτων είναι ελεύθερη, όμως η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης προβλέπει την εξής διατύπωση: «Δεν έχουν δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών πολιτικά κόμματα, η οργάνωση και δράση των οποίων δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος κατά την έννοια του άρθρου 29 παρ. 1 του συντάγματος».
Όπως διευκρινίζεται, τέτοια είναι πολιτικά κόμματα των οποίων «οι καταστατικές διατάξεις ή ιδεολογικές διακηρύξεις ή η πολιτική δράση υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου, χαρακτηριστικά φύλου ή την αναπηρία, καθώς επίσης κόμματα των οποίων ο επικεφαλής ή μέλος οργάνου διοίκησης έχει καταδικαστεί, ακόμα και πρωτοδίκως, για τα εγκλήματα των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα».
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει ότι η δικλίδα ασφαλείας προκειμένου να μην επιχειρηθούν γενικεύσεις είναι η σαφής αναφορά στον ναζιστικό και ρατσιστικό χαρακτήρα του κόμματος: «Η περίπτωση αυτή συντρέχει ακόμα και για απλό μέλος, εάν έχει τελέσει εγκλήματα του προηγούμενου εδαφίου με ναζιστικό ή ρατσιστικό κίνητρο, στο πλαίσιο δράσης κόμματος ή στο όνομά του». Ο έλεγχος προβλέπεται να γίνεται αυτεπαγγέλτως από το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου, ενώ αναφέρεται η δυνατότητα να παρέχονται επιπλέον στοιχεία τεκμηρίωσης προς υποβοήθηση της κρίσης του από πολιτικά κόμματα, ενώσεις προσώπων ή άλλες οργανώσεις της κοινωνίας της πολιτών, αλλά και κάθε εκλογέα.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, η προτεινόμενη ρύθμιση τίθεται με πλήρη σεβασμό στις συνταγματικές επιταγές. Αφενός, δεδομένου ότι δεν θεσπίζεται απαγόρευση πολιτικού κόμματος αλλά μόνο αναστολή του δικαιώματος κατάρτισης συνδυασμών για όσο χρόνο συντρέχουν οι περιπτώσεις αποκλεισμού του δικαιώματος αυτού, ένα κόμμα θα μπορέσει να συμμετάσχει στις εκλογές εάν είτε εμπράκτως και αποδεδειγμένα απαλείψει κάθε καταστατική διάταξη ή ιδεολογική διακήρυξη και εγκαταλείψει και αποκηρύξει κάθε πολιτική δράση που εμπίπτει στον αντιρατσιστικό νόμο είτε αποπέμψει καταδικασθέν για τα προβλεπόμενα αδικήματα μέλος του ή, αυτονοήτως, εάν ανατραπεί η καταδίκη του. Αφετέρου, και δεδομένου ότι κατά το άρθρο 51 παρ. 3 του συντάγματος στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων μόνο ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης είναι επιτρεπτή, η στέρηση του δικαιώματος ορισμένου κόμματος να καταρτίσει συνδυασμούς λόγω συμμετοχής σε αυτό προσώπου που έχει καταδικαστεί για τα προβλεπόμενα αδικήματα δεν αποκλείει το δικαίωμα του συγκεκριμένου προσώπου, όσο η καταδίκη του δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, να συμμετέχει στις εκλογές ως μεμονωμένος υποψήφιος.