Σε ακαδημαϊκή του παρέμβαση πριν από λίγο καιρό, ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Π. Παυλόπουλος, έγραφε με τη συνταγματολογική του ιδιότητα, τα εξής για τον πρόσφατο νόμο της κυβέρνησης για τις υποκλοπές: «Κατά την νομοθετική αυτή παρέμβαση επιχειρήθηκε -και εξακολουθεί να επιχειρείται- μια προσπάθεια της Εκτελεστικής Εξουσίας να ερμηνεύσει τις διατάξεις του άρθρου 19 του Συντάγματος -κατ’ εξοχήν δε τις διατάξεις περί αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ- κατά τρόπο σύμφωνο με τις διατάξεις οι οποίες θεσπίσθηκαν μέσω αυτής! Με αποτέλεσμα να τίθεται σε άμεση θεσμική διακινδύνευση η ίδια η κανονιστική υπόσταση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος σχετικά με το απόρρητο των επικοινωνιών.»
Πριν αλέκτορα φωνήσαι, το συνταγματικό αυτό ατόπημα επαναλήφθηκε καθ’ υποτροπή και με πιο βάναυσο τρόπο από εκπρόσωπο της δικαστικής εξουσίας, από εκεί δηλαδή που περιμένουν οι πολίτες προστασία απέναντι στην αυθαιρεσία των άλλων εξουσιών. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, αναρμοδίως και υπό το πρόσχημα σχετικού ερωτήματος, αντί να ερμηνεύσει το νομικό πλαίσιο σύμφωνα με το Σύνταγμα, (παρ)ερμηνεύει σύμφωνα με τον προβληματικό νόμο 5002/2022 το άρθρο 19 του Συντάγματος. Με μια γνωμοδότηση που εξ αντικειμένου ενισχύει, ως μη όφειλε, τη συσκότιση του σκανδάλου, επιχειρεί να ακρωτηριάσει τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ, απειλώντας μάλιστα με ποινές κάθειρξης τα μέλη της, εάν ασκήσουν τα καθήκοντα τους.
Από την αμφισβητούμενης συνταγματικότητας ρύθμιση του άρθρου 4 παρ. 7 του νόμου, που προβλέπει ότι η παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας γνωστοποιείται στους υπό παρακολούθηση μετά από τριετία και με απόφαση τριμελούς οργάνου, ο κ. Εισαγγελέας συνάγει ότι εξέλιπε πλέον κάθε αρμοδιότητα της αρχής για άσκηση οποιουδήποτε σχετικού ελέγχου επί των παρόχων κινητικής τηλεφωνίας. Κατ’ αυτόν, «Η ΑΔΑΕ δεν έχει πλέον αρμοδιότητα για έλεγχο στους παρόχους, ώστε να απαντήσει σε θιγόμενο ιδιώτη». Το λογικό και νομικό σφάλμα είναι προφανές: επιχειρείται σκόπιμη σύγχυση ανάμεσα στο δικαίωμα ενημέρωσης του παρακολουθούμενου και τη συνταγματική αρμοδιότητα ελέγχων από την Αρχή. Όμως, ακόμη και κατά το νομοθέτη του νόμου 5002/2022, που δεν έχει κανένα σεβασμό για το Σύνταγμα, η τριετία αφορά αποκλειστικά την ενημέρωση αυτού που έχει τεθεί υπό παρακολούθηση και όχι τον διαρκή έλεγχο που ασκεί η Αρχή για όλα τα θέματα που αφορούν το απόρρητο των επικοινωνιών, συμπεριλαμβανόμενης της άρσης του για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Η ρύθμιση της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3115/2003, κατά την οποία η ΑΔΑΕ «διενεργεί αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας, τακτικούς και έκτακτους ελέγχους, σε εγκαταστάσεις, τεχνικό εξοπλισμό, αρχεία, τράπεζες δεδομένων και έγγραφα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Y.Π.), άλλων δημοσίων υπηρεσιών, οργανισμών, επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, καθώς και ιδιωτικών επιχειρήσεων που ασχολούνται με ταχυδρομικές, τηλεπικοινωνιακές ή άλλες υπηρεσίες σχετικές με την ανταπόκριση και την επικοινωνία» δεν καταργήθηκε από τον πρόσφατο νόμο. Ούτε θα μπορούσε να καταργηθεί, γιατί κάτι τέτοιο θα έπληττε ουσιωδώς τη συνταγματική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ.
Πέραν της ερμηνευτικής και αντίθετης τόσο στο Σύνταγμα όσο και στο νόμο ακροβασίας της γνωμοδότησης, η αντισυνταγματικότητα οποιασδήποτε προληπτικής παρέμβασης εισαγγελικής ή άλλης αρχής στη λειτουργία ανεξάρτητης αρχής προκύπτει και από τα εξής: Πρώτον, η ΑΔΑΕ, έχει αποκλειστική αρμοδιότητα από το άρθρο 19 παρ. 2 του Συντάγματος για το ελεγκτικό της έργο. Δεύτερον, στο πλαίσιο της άσκησης των αποκλειστικών αυτών αρμοδιοτήτων, υπόκειται μόνον σε δύο ειδών ex post ελέγχους: τον κοινοβουλευτικό και τον δικαστικό. Ακριβώς όμως επειδή πρόκειται για άσκηση διοικητικής αρμοδιότητας και το Σύνταγμα μας καθιερώνει με τα άρθρα 94 παρ. 1 και 95 παρ. 1 αποκλειστική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας και των διοικητικών δικαστηρίων για τις διοικητικές υποθέσεις, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και γενικά τα πολιτικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία επ’ αυτών. Συνεπώς, έκδοση εισαγγελικής γνωμοδότησης, ανεξαρτήτως του περιεχομένου της, επί της αποκλειστικής ύλης ανεξάρτητων, κατά το Σύνταγμα, Αρχών, όπως είναι η πραγματοποίηση ελέγχων από αυτές, είναι αυτόχρημα παράνομη και στα όρια της κατάχρησης εξουσίας.
Σε κάθε περίπτωση, η υπό κρίση γνωμοδότηση ούτε την Αρχή κωλύει στην πραγματοποίηση ελέγχων, ούτε τους παρόχους κινητής τηλεφωνίας απαλλάσσει από τις υποχρεώσεις συμμόρφωσης τους προς τις εντολές της. Εάν, με το πρόσχημα της γνωμοδότησης, αρνηθούν να συνεργασθούν με την ΑΔΑΕ, αυτή μπορεί να τους επιβάλει τα προβλεπόμενα πρόστιμα, τη νομιμότητα των οποίων μπορούν να αμφισβητήσουν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Επίσης, αυτονόητο είναι ότι η ρύθμιση της παρ. 7 του άρθρου 4 του ν. 5002/2022 δεν εμποδίζει τον Πρόεδρο της, όταν κληθεί ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, να την ενημερώσει για τα ευρήματα των ελέγχων που έχει πραγματοποιήσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας.
Παρά τη συνεχόμενη και διαρκή υπονόμευση της από την κυβέρνηση, η δημοκρατία έχει πια βαθιές ρίζες στην πατρίδα μας. Τα συνταγματικά πραξικοπήματα, από όπου και να προέρχονται, δεν μπορούν να καταργήσουν ούτε τις θεσμικές εγγυήσεις, ούτε τα θεμελιώδη δικαιώματα.
* Το άρθρο του Tομεάρχη Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Γιώργου Κατρούγκαλου, δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών