Μετά από αίτημα παρόχου κινητής τηλεφωνίας, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου υποστηρίζει, σε γνωμοδότησή του, ότι αρμόδιο για την ενημέρωση των πολιτών που παρακολουθούνται είναι ένα Τριμελές Όργανο, που συγκροτείται από δύο εισαγγελικούς λειτουργούς και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Ο κ. Ντογιάκος απειλεί μάλιστα τα μέλη της ΑΔΑΕ με ποινικές κυρώσεις, που φτάνουν έως και τα δέκα χρόνια κάθειρξης, αν παραβιαστεί η διαδικασία.
Στην γνωμοδότησή του, ο Ισίδωρος Ντογιάκος υπογραμμίζει ότι η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) δεν έχει αρμοδιότητα διαχείρισης αιτημάτων πολιτών που ζητούν να πληροφορηθούν, μέσω της Ανεξάρτητης Αρχής, αν έχουν τεθεί υπό παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφαλείας. Σημειώνει επίσης ότι η ΑΔΑΕ δεν μπορεί να απευθύνεται σε παρόχους κινητής τηλεφωνίας, ζητώντας τους τέτοιου είδους στοιχεία.
Αναλυτικότερα, αναφέρει ότι μόνον ο θιγόμενος πολίτης μπορεί να ζητήσει να ενημερωθεί για το αν έχει τεθεί υπό παρακολούθηση, μετά την παρέλευση τριετίας και υπό την προϋπόθεση, ότι από την ενημέρωση δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο αυτή έγινε. Αυτό σημαίνει, ότι δεν επιτρέπεται, πλην του θιγόμενου, να ζητήσουν στοιχεία άλλοι. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ήδη εκκρεμεί αίτημα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς την ΑΔΑΕ για ενημέρωση σχετικά με τις πρόσφατες αποκαλύψεις για παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων.
Στην γνωμοδότησή του, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου επικαλείται τον πρόσφατο νόμο που ψηφίστηκε στη Βουλή για τη «διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών». Αυτή εκδόθηκε δε, μετά από σχετικό αίτημα παρόχου κινητής τηλεφωνίας με αφορμή την επίσκεψη κλιμάκιου της ΑΔΑΕ στις εγκαταστάσεις της, προκειμένου να διαπιστωθεί η παρακολούθηση του ανεξάρτητου ευρωβουλευτή Γιώργου Κύρτσου και του δημοσιογράφου Τάσου Τέλλογλου.
Τι λέει η γνωμοδότηση Ντογιάκου
«Ολόκληρο το κείμενο των Διατάξεων και των Βουλευμάτων που επιβάλλουν την άρση του απορρήτου η απορρίπτουν σχετικό αίτημα, παραδιδόταν αμελλητί στην ΑΔΑΕ και υπό το πρίσμα των διατάξεων του προϊσχύσαντος νόμου 2225 του 1994. Το κείμενο των εν λόγω Διατάξεων και Βουλευμάτων προβλέπεται και με τη θέση σε ισχύ του νόμου 5002 του 2022 να παραδίδεται και πάλι αμελλητί στην ΑΔΑΕ, σε μη επεξεργάσιμη μορφή με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα το οποίο καλύπτει τις προϋποθέσεις ασφάλειας του απορρήτου του περιεχομένου του. Οι Διατάξεις και τα Βουλεύματα που αποστέλλονται στην ΑΔΑΕ αποθηκεύονται και τηρούνται σε ειδικά ηλεκτρονικά αρχεία που βρίσκονται σε σύστημα βάσης δεδομένων, όπως προβλέπει ο νόμος».
Με βάση την προσέγγιση αυτή, κατά τα αναφερόμενα στη γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, μόνον ο θιγόμενος πολίτης μπορεί να ζητήσει να ενημερωθεί αν το τηλέφωνό του έχει παρακολουθηθεί και να ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία που προβλέπεται με σχετική απόφαση του Τριμελούς Οργάνου (δύο εισαγγελείς και ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ) μετά την παρέλευση τριετίας, αν η παρακολούθηση έγινε για λόγους εθνικής ασφάλειας και υπό την προϋπόθεση, πως από την ενημέρωση δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίον έγινε.
Με το σκέλος αυτό της γνωμοδότησης δεν επιτρέπεται κατά τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου άλλοι πλην του θιγόμενου να ζητήσουν στοιχεία, όπως για παράδειγμα, αρχηγός πολιτικού κόμματος η άλλος πολιτικός παράγοντας. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα για διαχείριση αιτημάτων για παρακολουθήσεις πολιτών ούτε κι αν αυτές έγιναν στο παρελθόν, και πάντως πριν τον πρόσφατο νόμο της κυβέρνησης που ανέθεσε σε Τριμελές Όργανο την αρμοδιότητα της διαχείρισης των αιτημάτων των πολιτών, καθώς ο πρόσφατος νόμος έχει αναδρομική ισχύ.
Ακόμη, ο κ. Ντογιάκος τονίζει ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα για διαχείριση αιτημάτων σχετικά με παρακολουθήσεις πολιτών ούτε κι αν αυτές έγιναν στο παρελθόν, και πάντως πριν τον πρόσφατο νόμο της κυβέρνησης που ανέθεσε σε τριμελές όργανο την αρμοδιότητα της διαχείρισης των αιτημάτων των πολιτών, καθώς ο πρόσφατος νόμος έχει αναδρομική ισχύ.
Επίσης, η γνωμοδότηση αναφέρεται σε σειρά ποινικών διατάξεων ειδικών νόμων αλλά και του Ποινικού Κώδικα, που επισύρουν ποινές ακόμα και δέκα χρόνια κάθειρξη για όσους παραβιάζουν τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, μηδέ και της ΑΔΑΕ εξαιρουμένης. Ειδικότερα, ως προς τις ποινές, στη γνωμοδότηση επισημαίνεται:
«Λόγω του ιδιαίτερα ευαίσθητου χαρακτήρα του θέματος της άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών, οι προβλεπόμενες από το ήδη ισχύον νομοθετικό καθεστώς ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των σχετικών διατάξεων τόσο εκ μέρους κάποιου μέλους της ΑΔΑΕ όσο και εκ μέρους άλλων προσώπων, τα οποία αναφέρονται σαφώς στον νόμο, είναι ιδιαίτερα σοβαρές, με προβλεπόμενη ποινή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ακόμα και πρόσκαιρης κάθειρξης».
Επιπλέον, στη γνωμοδότηση αναφέρονται οι αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ όπως προκύπτουν από τον νόμο του 2003 και τονίζεται ότι η Αρχή ιδρύθηκε με συνταγματική διάταξη αλλά το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει πως οι αρμοδιότητες και η λειτουργία της καθορίζονται όχι από τον ίδιο, αλλά από κοινό νόμο.
Ειδικότερα, στην εισαγγελική γνωμοδότηση σημειώνεται: «Είναι πρόδηλο ότι ο νομοθέτης δεν αναγνωρίζει στην ΑΔΑΕ “λευκή επιταγή”, δεν απονέμεται απευθείας εκ του Συντάγματος στην ΑΔΑΕ η ελεγκτική της αρμοδιότητα. Το Σύνταγμα προβλέπει τον σκοπό και την αποστολή της που συνίσταται στη διασφάλιση του απόρρητου των επικοινωνιών. Ο τρόπος εκπλήρωσης και υλοποίησης της αποστολής της, όμως προβλέπονται από τον νόμο, όπως επίσης οι όροι και η διαδικασία άρσης του απορρήτου. Το Σύνταγμα αν και καθιδρύει τη συγκεκριμένη Αρχή (ΑΔΑΕ) καταλείπει στον κοινό νομοθέτη το εύρος και τον τρόπο της άσκησης των αρμοδιοτήτων της, μολονότι, δε, ανεξάρτητη δεν είναι κανονιστικά αυτόνομη, ούτε legibus solutus, αλλά ενεργεί σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους».
Τέλος στη γνωμοδότηση αιτιολογείται, γιατί ο ίδιος ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προβαίνει στην έκδοση της, κάνοντας λόγο για θέματα «γενικότερου ενδιαφέροντος».
Κυβερνητικό εμπαιγμό καταγγέλλουν οι καλλιτέχνες και προχωρούν σε νέες κινητοποιήσεις