Αντίστροφη μέτρηση για την εκλογική αναμέτρηση στο ΠΑΣΟΚ/ ΚΙΝΑΛ για την ανάδειξη ηγεσίας .
Το στοίχημα δεν είναι μόνο του ποιος θα ηγηθεί του άλλοτε πανίσχυρου αυτού πολιτικού χώρου που δέσποζε στην μεταπολιτευτική Ελλάδα . Το πλέον βασικό είναι τι «ψάρια» θα «πιάσει» στις πραγματικές κάλπες , στις κάλπες των εθνικών εκλογών και ποιος θα είναι ο ρόλος και η θέση του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ στην κεντρική πολιτική σκηνή .
Η αντιπαράθεση μεταξύ των υποψηφίων, αν και δεν έχει την ένταση των εσωκομματικών συγκρούσεων του παρελθόντος , ωστόσο δεν είναι ούτε ιδιαίτερα χαμηλών τόνων , ούτε χωρίς πολιτικές αιχμές και κόντρες.
Αν και μεγάλα και ουσιαστικά ζητήματα , δεν έχουν ανοίξει τουλάχιστον για την ώρα (όπως π.χ οικονομικό / αναπτυξιακό μοντέλο, φυσιογνωμία και προτάγματα μιας σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, κοινωνικές συμμαχίες κ.α), ωστόσο έχουν μπει με ένταση δύο τουλάχιστον πολιτικά ζητήματα, τακτικής μεν, ουσίας δε για την πορεία του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ , μετά τις εσωκομματικές κάλπες .
–Με ποιους πάει και ποιους αφήνει. Αν δηλαδή θα αποτελέσει «σύμμαχο-πάτημα» της ΝΔ σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας , ή αν θα επιλέξει μέσα από την στρατηγική ανασυγκρότησης του λεγόμενου προοδευτικού χώρου μια προσέγγιση με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κατεύθυνση αυτού που αποκλήθηκε «προοδευτική διακυβέρνηση» . Βεβαίως υπάρχει και η πορεία που μέχρι τώρα ακολουθήθηκε και σταθεροποίησε το ΠΑΣΟΚ/ ΚΙΝΑΛ από το ισχνό 4% σε ένα εκλογικό ποσοστό λίγο πάνω από το 8%, η λεγόμενη πολιτική των ίσων αποστάσεων.
Μόνο βέβαια που μετά από την εκλογική αναμέτρηση με απλή αναλογική οι πολιτικοί συσχετισμοί θα είναι πιο ρευστοί και τα εκλογικά ποσοστά των δύο μεγάλων κομμάτων δεν θα δίνουν βιώσιμη αυτοδύναμη κυβέρνηση . Ακόμα και μέσα από νέα εκλογική προσφυγή με τον νέο εκλογικό νόμο που ψηφίστηκε από την Κυβερνητική πλειοψηφία (και με δεδομένο ότι μπόνους θα είναι χαμηλότερο και κλιμακωτό) είναι πολύ πιθανό το πρώτο κόμμα να χρειαστεί κυβερνητικό εταίρο, ένα μικρότερο κόμμα, για να σχηματίσει βιώσιμη κυβέρνηση.
Για την ώρα και παρά τις ρητορικές (από πλήρη άρνηση για προσέγγιση, συγκυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι την αοριστία μιας αυτοτελούς πορείας στο νέο πολιτικό σκηνικό και την αδιευκρίνιστη σε μεγάλο βαθμό προοδευτική διακυβέρνηση ) δεν φαίνεται να υπάρχει μια «συνεκτική και σαφής στρατηγική» που να έχει τεθεί ως βάση για μια ουσιαστική συζήτηση επί του κρίσιμου αυτού ζητήματος. Η γενικότητα του ότι όλα θα εξαρτηθούν από τους συσχετισμούς που θα προκύψουν το βράδυ των εκλογών ή η συνθηματική ρητορική «δεν πάμε με τίποτα με τον ΣΥΡΙΖΑ» ή ακόμα «το DNA του ΠΑΣΟΚ είναι αντιδεξιό», μπορεί να περιχαρακώνουν τις εσωκομματικές ομάδες εν όψει ανάδειξης της νέας ηγεσίας , όμως σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν απάντηση και θέση στο καίριο πολιτικό θέμα .
– Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επανήλθε και το θέτουν πλέον οι υποψήφιοι επί τάπητος (πρωτίστως ο Α. Λοβέρδος) ένα θέμα άτυπης δυαρχίας καθώς ο Ν. Ανδρουλάκης είναι Ευρωβουλευτής και δεν μπορεί να παρεμβαίνει στη Βουλή και «αντ΄αυτού» , αν εκλεγεί θα δίνει το πολιτικό στίγμα ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος (στην προκείμενη περίπτωση ο Κώστας Σκανδαλίδης). Τέτοιο σχήμα θεωρείται δυσλειτουργικό και ο εκλεγμένος αρχηγός από τις εσωκομματικές κάλπες και ο δικός του διακριτός λόγος και ύφος θα απουσιάζει . Συνεπώς το ΠΑΣΟΚ/ ΚΙΝΑΛ θα πορεύεται προς τις Εθνικές εκλογές με αυτή την ιδιομορφία.
Όπως και να είναι τα πράγματα κανείς δεν μπορεί να περιμένει θαύματα (εκλογικά) από την οποιαδήποτε ηγεσία και αν αναδειχθεί στο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, τουλάχιστον στο κοντινό μέλλον. Άνοδος λελογισμένη ,εκλογικών ποσοστών μπορεί να υπάρξει. Και στην πολιτική και μάλιστα σε αυτές τις συγκυρίες και με δεδομένο ότι έχουμε στην Ευρώπη παραδείγματα κομμάτων με «περιορισμένα ποσοστά» (μονοψήφια ή της τάξης του 10-14%) που έχουν σημαίνοντα ρόλο στο πολιτικό σκηνικό και αποτελούν πυλώνες συνεννόησης και δημιουργίας συμμαχιών κυβερνήσεων, πιθανότατα το ΠΑΣΟΚ/ ΚΙΝΑΛ να αποτελέσει ένα ισχυρό ρυθμιστικό παράγοντα και ενδεχόμενο κυβερνητικό εταίρο με αξιώσεις. Άλλωστε στη πολιτική και μάλιστα σε τόσο περίεργες και σύνθετες συγκυρίες αυτό που φαίνεται ότι μετράει είναι το «καθοριστικό και κρίσιμο» και όχι απαραίτητα αν το ποσοστό φτάσει στο 11, στο 12, στο 9 ή στο 14% ….
Σε αυτή όμως την περίπτωση μετράει το πόσο συνεκτικό είναι το «κόμμα ρυθμιστής» , τι προτάγματα έχει , ποιες είναι οι βασικές επιλογές του σε κρίσιμα ζητήματα που καθορίζουν μια συμμαχική κυβέρνηση (π.χ πολιτική διαχείρισης της πανδημίας, διαχείριση οικονομίας , θέσεις και στρατηγική στα μείζονα θέματα εξωτερικής πολιτικής κ.α.
Το ΠΑΣΟΚ/ ΚΙΝΑΛ σήμερα αν και έχει σταθεροποιηθεί εκλογικά και άφησε πίσω του την ραγδαία εκλογική του φθορά, χάριν της πολιτικής και των χειρισμών της Φώφης Γεννηματά (που το παρέλαβε περίπου στο 4%) αν και μπορεί να έχει καθοριστικό ρόλο στο πολιτικό σκηνικό, σίγουρα δεν είναι το μεγάλο και ρωμαλέο κόμμα με την μεγάλη επιρροή και τις ισχυρότατες προσβάσεις στις μεγάλες αστικές πόλεις, στα συνδικάτα, στους μαζικούς χώρους κ.α. Το αν θα ξαναγίνει μεγάλο και ρωμαλέο κόμμα είναι μια άλλη συζήτηση .
Το μείζον για το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ , υπό οποιαδήποτε ηγεσία αναδειχθεί από τις εσωκομματικές κάλπες , είναι να κάνει ένα έστω και λελογισμένο «εκλογικό βήμα προς τα πάνω», να σταθεροποιήσει και να διασφαλίσει την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση σε επίπεδα που του δίνουν τον ρόλο του ρυθμιστή και να επιβάλλει μια ρεαλιστική πολιτική ατζέντα. Το ΠΑΣΟΚ του 40% ή του 41% ή του 39% δεν υπάρχει αυτή την περίοδο όμως έχει απομείνει εμπειρία από την μακρόχρονη διακυβέρνηση του, μεγάλη επίσης εμπειρία από την διαχείριση αντιπολιτευτικής πολιτικής (όταν έμενε Αξιωματική Αντιπολίτευση) και μια αξιοπρόσεκτη δυνατότητα να προβάλλει σοβαρές εναλλακτικές προτάσεις πρωτίστως στο Κοινοβούλιο (νομοσχέδια , τροπολογίες , προτάσεις για μια σειρά θεμάτων κ.α).
Και επειδή όλα αυτά είναι αλληλένδετα με την φυσιογνωμία , το πρόγραμμα και την στρατηγική , μέχρι τις εθνικές εκλογές (όποτε και αν γίνουν) και τουλάχιστον τις επόμενες ώρες μετά την καταμέτρηση της ψήφου του Ελληνικού λαού , οφείλει το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και η ηγεσία του να έχουν δημιουργήσει ένα ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα και ένα πρόγραμμα που θα προσδίδουν και θα κατοχυρώνουν τον χώρο αυτό ως «σημαντικό και αξιόπιστο πόλο» και ως απαιτητικό κυβερνητικό εταίρο σε μια κυβέρνηση συνεργασίας στην οποία θα σηματοδοτεί τις προοδευτικές αλλαγές αλλά και την κυβερνησιμότητα σε δύσκολες συνθήκες.