Μέρα τη μέρα αποδεικνύεται ότι το «σοκ» από τη νίκη της ακροδεξιάς στην Ιταλία δεν ήταν και τόσο μεγάλο και το συντηρητικό διευθυντήριο των Βρυξελλών αρχίζει να το χωνεύει σταδιακά.
Από τη μια οι πληροφορίες ότι η Τζόρτζια Μελόνι είναι σε «ανοιχτή γραμμή» με το Μάριο Ντράγκι, κυρίως για τα θέματα της οικονομίας, έτσι ώστε οι επιλογές της για την οικονομία γενικώς και για τον επόμενο προϋπολογισμό ειδικότερα να μην προκαλέσουν σύγκρουση με τους θεματοφύλακες της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας.
Και από την άλλη οι παρεμβάσεις Χριστιανοδημοκρατών, που βρίσκουν «δεκανίκι» στη συμμετοχή του ομοϊδεάτη τους Μπερλουσκόνι για να υποστηρίξουν ότι η επόμενη κυβέρνηση της Ρώμης θα παραμείνει προσηλωμένη στα ευρωπαϊκά ιδεώδη. Πρωτοστάτης αυτής της προσπάθειας ο γνωστός μας από τη στενή φιλία με τον Ελληνα πρωθυπουργό Βαυαρός πολιτικός Μάνφρεντ Βέμπερ, ο οποίος ήδη από την προεκλογική περίοδο είχε σταθεί «θαρραλέα» κοντά στον «καβαλιέρε».
Ο Βέμπερ δεν είναι βεβαίως ένα τυχαίος ευρωβουλευτής. Είναι πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκου Κόμματος (ΕΛΚ) της «Διεθνούς» της Κεντροδεξιάς, άρα οι κινήσεις του έχουν κάτι περισσότερο από προσωπκή χροιά ή συμβολική σημασία. Μια μεγάλη μερίδα του ευρωπαϊκού Τύπου στέκεται στο γεγονός ότι η αλλαγή συσχετισμών στην Ευρώπη με την πυξίδα να δείχνει όλο και δεξιότερα, αναπόδραστα έχει αλλάξει και τη στάση της Χριστιανοδημοκρατίας συνολικότερα.
Η επίσημη ανακοίνωση του ΕΛΚ, που προφανώς έφερε και τη σφραγίδα του προέδρου εξέφραζε τη βεβαιότητα «ότι η Forza Italia θα οδηγήσει την επόμενη κυβέρνηση σε έναν δρόμο που εξυπηρετεί τα καλύτερα συμφέροντα του ιταλικού λαού, ως μέρος μιας ισχυρής και σταθερής Ευρώπης»
Ταυτόχρονα η επιλογή πολλών συντηρητικών πολιτικών να χαρακτηρίζουν το 26% ενός δεδηλωμένα νεοφασιστικού μορφώματος ως «νίκη της Κεντροδεξιάς» κάτι θα έπρεπε να μας λέει.
Παραδοσιακά το ΕΛΚ αναζητούσε συνεργασίες τόσο με τους Ευρωπαίους Σοσιαλδημοκράτες, αλλά και με τους Φιλελεύθερους. Εκλογικά αποτελέσματα και οι εξελίξεις, που ακολούθησαν σε μια σειρά από χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία, Σουηδία, τώρα Ιταλία) δείχνει ότι σπάει πια το ταμπού που είχαν θέσει παλιότερα ιστορικά στελέχη της ευρωπαϊκής Δεξιάς για σαφή οριοθέτηση των κομμάτων της απέναντι στην ακροδεξιά.
Το επιχείρημα που ακούστηκε και εδώ στην Ελλάδα θυμίζει τη φράση «και τι να κάνεις να κάτσεις να μαλώσεις;». «Αφού οι πολίτες ψηφίζουν ακροδεξιά, πρέπει να προσαρμοστούμε στα δεδομένα» λένε πλέον ανοικτά αρκετοί Χριστιανοδημοκράτες. Αυτό ήταν άλλωστε και παλιότερα το επιχείρημα για την μετριοπαθή αντιμετώπιση του Βίκτορ Ορμπαν, που υποστήριζε ότι ο αποκλεισμός του θα τον οδηγούσε σε ακόμα πιο ακραίες θέσεις.
Το συμπέρασμα είναι ότι μια πρωθυπουργός Μελόνι δεν θα είναι και τόσο απομονωμένη μέσα στην ΕΕ, ούτε έχει κανένα λόγο να «ανησυχεί» για το πώς θα την υποδεχτούν οι ομόλογοί της. Αυτοί που θα πρέπει να ανησυχούν είναι οι δημοκράτες άνθρωποι σε όλη την Ευρώπη. Ο καιροσκοπισμός με τον οποίο η «παραδοσιακή» Δεξιά αντιμετωπίζει τους ακραίους γείτονες της ή αν προτιμάτε συγκατοίκους της στην «πολυκατοικία», φέρνει στο μυαλό άλλες εποχές και δεν δικαιολογεί κανενός είδους αδιαφορία.