Του Ειδικού Συνεργάτη
Τα ευρήματα των δυο τελευταίων δημοσκοπήσεων που δημοσιεύθηκαν αυτή την εβδομάδα συντηρούν τη μεγάλη διαφορά Νέας Δημοκρατίας ΣΥΡΙΖΑ -στο όριο των 10 ποσοστιαίων μονάδων- και δείχνουν καθαρά ότι η αξιωματική αντιπολίτευση αδυνατεί πλήρως να αξιοποιήσει την όποια κυβερνητική φθορά. Μια φθορά που καταγράφεται όλο και πιο καθαρά, καθώς οι πολίτες στις μετρήσεις της κοινής γνώμης κρίνουν αρνητικά την κυβέρνηση σε όλους τους τομείς της δράσης της -εκτός ίσως από την εξωτερική πολιτική- και της καταλογίζουν ατολμία στις αλλαγές που η ίδια επαγγέλθηκε.
Αυτά τα ευρήματα είναι που κάνουν τους επιτελείς του Μεγάρου Μαξίμου και τον ίδιο τον πρωθυπουργό να ανησυχούν. Το άλλοθι της υπεροχής έναντι της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά περίπου δέκα ποσοστιαίες μονάδες είναι εύκολο να «αποκοιμίσει» τους κυβερνητικούς και να τους οδηγήσει σε επανάπαυση πάνω στην καταφανή δημοσκοπική τους κυριαρχία.
Ωστόσο υπάρχουν κρίσιμοι παράγοντες μέσα στο επόμενο δωδεκάμηνο, έως ότου μπούμε στο εκλογικό έτος 2023, που μπορούν να ανατρέψουν αυτή την σημαντική μεν, ασταθή δε πολιτική υπεροχή.
Το πρώτο είναι η εκλογή νέου ηγέτη στο ΠΑΣΟΚ και οι αλλαγές στις πολιτικές ισορροπίες που αυτή θα επιφέρει. Το επιτελείο Μητσοτάκη εργάζεται πάνω στα εναλλακτικά σενάρια και στις «απαντήσεις» που η Νέα Δημοκρατία πρέπει να δώσει ανάλογα με το ποιο από αυτά τα σενάρια τελικά θα επικρατήσει.
Το δεύτερο είναι το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, μάλλον τον Φεβρουάριο, το οποίο μπορεί να εξελιχθεί σε πανστρατιά της κεντροαριστεράς και να δώσει διέξοδο σε κομμάτι του εκλογικού σώματος που διαφωνεί με την διακυβέρνηση Μητσοτάκη αλλά έως τώρα δεν εμπιστεύεται ούτε την αξιωματική αντιπολίτευση ούτε το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Το τρίτο -και ίσως το πιο κρίσιμο πολιτικά- είναι η διαμόρφωση ενός κλίματος συνεργασίας στην ευρύτερη κεντροαριστερά μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ, που από τη μια μεριά θα εμφανίσει μια σχετικά αξιόπιστη λύση απέναντι στην στρατηγική της νέας αυτοδυναμίας που επιδιώκει ο κ. Μητσοτάκης κι από την άλλη θα δημιουργήσει μια κουλτούρα συνύπαρξης και -ίσως- συνεργασιών, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πρωτοβουλίες ενοποίησης των πολλών διάσπαρτων κομμάτων στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, με άδηλες συνέπειες.
Ουσιαστικά θα λέγαμε ότι ο κύριος προβληματισμός του Μεγάρου Μαξίμου είναι ότι είναι πιθανόν να αλλάξει το σημερινό πολιτικό σκηνικό θέτοντας υπό αμφισβήτηση την απευθείας επανεκλογή Μητσοτάκη μέσω διπλών εκλογών, κάτι που όπως διαβεβαιώνουν οι επιτελείς του είναι βέβαιο με τα σημερινά δεδομένα.