Η ελληνική οικονομία κατέγραψε ισχυρές επιδόσεις το πρώτο εξάμηνο του έτους, παρά την υψηλή αβεβαιότητα που κυριάρχησε στο διεθνές περιβάλλον. Σύμφωνα με τα τελευταία εποχικά διορθωμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 7,8% σε ετήσια βάση, το πρώτο εξάμηνο, σημειώνοντας εντυπωσιακή άνοδο τόσο στο πρώτο (8%), όσο και στο δεύτερο (7,7%) τρίμηνο του έτους.
Σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων της Alpha Βank, η ιδιωτική κατανάλωση αποτέλεσε τον βασικότερο πυλώνα της οικονομικής μεγέθυνσης, καθώς αυξήθηκε κατά 11,4% το πρώτο εξάμηνο του 2022, συνεισφέροντας 7,9 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) στην αύξηση του ΑΕΠ.
Οι επενδύσεις και η δημόσια κατανάλωση αυξήθηκαν κατά 10,9% και 0,3% αντίστοιχα, συμβάλλοντας κατά 1,4 και 0,1 π.μ. στην αύξηση του ΑΕΠ, ενώ αντίθετα, αρνητική συνεισφορά είχαν τόσο οι καθαρές εξαγωγές (-1,3 π.μ.), όσο και τα αποθέματα (-0,2 π.μ.).
Σημειώνεται, ωστόσο, ότι το δεύτερο τρίμηνο οι καθαρές εξαγωγές είχαν θετική συνεισφορά στην αύξηση του ΑΕΠ, καθώς οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (20,8%) αυξήθηκαν περισσότερο από τις αντίστοιχες εισαγωγές (15,5%), με τις εξαγωγές υπηρεσιών να καταγράφουν εντυπωσιακή αύξηση κατά 47,4% σε ετήσια βάση, αντανακλώντας τις ισχυρές επιδόσεις του τουρισμού.
Ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να διατηρηθεί ισχυρός και το τρίτο τρίμηνο του έτους, με αρωγό τις εξαιρετικές επιδόσεις του κλάδου του τουρισμού και τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης με σκοπό την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος και επομένως της ιδιωτικής κατανάλωσης που είναι συγκριτικά με το ΑΕΠ, από τα υψηλότερα στην Ευρώπη (βλ. Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων Alpha Bank της 30.8.2022 και της 06.9.2022).
Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης πρόσθετα μέτρα στήριξης της οικονομίας, συνολικού ύψους περίπου Ευρώ 5,5 δισ. (εξ. της μηνιαίας επιδότησης στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος), τα οποία περιλαμβάνουν: (i) δημοσιονομικές παρεμβάσεις που θα εφαρμοστούν έως το τέλος του 2022 (π.χ. έκτακτα βοηθήματα για τον ευάλωτο πληθυσμό, αύξηση του ποσού και διεύρυνση κριτηρίων για το επίδομα θέρμανσης, κίνητρα για χρήση πετρελαίου θέρμανσης έναντι άλλων καυσίμων, για επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά μεμονωμένων παραγωγών κ.λπ.), (ii) ένα ειδικό στεγαστικό πρόγραμμα για νέους ύψους Ευρώ 1,8 δισ. αλλά και (iii) μόνιμες ελαφρύνσεις και μέτρα ενίσχυσης του διαθεσίμου εισοδήματος που ενεργοποιούνται από τις αρχές του 2023 (μείωση ασφαλιστικών εισφορών, κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης, αυξήσεις συντάξεων κ.λπ.).
Η αναμενόμενη μεγάλη αύξηση του ΑΕΠ το 2022, ωστόσο, θα έχει ως αποτέλεσμα την ύπαρξη ισχυρών επιδράσεων βάσης (base effects) την επόμενη χρονιά. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση των εισοδημάτων σε ενδεχόμενη διατήρηση του ενεργειακού κόστους σε υπέρμετρα υψηλά επίπεδα, μετριάζει τις προσδοκίες για τη δυναμική της μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας το 2023.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αξία των εξαγωγών τόσο των αγαθών, όσο και των υπηρεσιών έχει αυξηθεί σημαντικά από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας μέχρι σήμερα, γεγονός που καταδεικνύει την ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, η οποία με τη σειρά της δύναται να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα της οικονομικής μεγέθυνσης εφεξής.
Επιπρόσθετα, η διάρθρωση των ελληνικών εξαγωγών έχει μεταβληθεί τα τελευταία χρόνια, με τις εξαγωγές αγαθών να κερδίζουν έδαφος έναντι των εξαγωγών υπηρεσιών. Παράλληλα, είναι αξιοσημείωτη η άνοδος των εξαγωγών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, γεγονός που συνδέεται και με την άνοδο των επενδύσεων και ειδικότερα στο πεδίο της έρευνας και τεχνολογίας, τα τελευταία χρόνια, στη χώρα μας. Τα ανωτέρω αντανακλώνται:
Στη σωρευτική αύξηση της ονομαστικής αξίας των ελληνικών εξαγωγών κατά 52% το 2021 σε σύγκριση με το 2010, με την άνοδο των εξαγωγών αγαθών να είναι ίση με 93,3%. Σημειώνεται ότι ο εναρμονισμένος πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο ίδιο χρονικό διάστημα σε μόλις 0,6%, κατά μέσο όρο.
Στον διπλασιασμό σχεδόν του ποσοστού των εξαγωγών ως ποσοστό του ΑΕΠ σε 40,6% το 2021 από 21,8% το 2010, γεγονός που αποδίδεται στην αξιοσημείωτη άνοδο των εξαγωγών, αλλά και στη συρρίκνωση του ΑΕΠ της Ελλάδας την περασμένη δεκαετία, εξαιτίας της παρατεταμένης ύφεσης.
Στη διαμόρφωση του μεριδίου των εξαγωγών αγαθών σε επίπεδο άνω του 50% επί του συνόλου των εξαγωγών τη διετία 2020-2021, λόγω της έντονης αύξησης των εξαγωγών αγαθών (+18% το 2021 σε σύγκριση με το 2019), αλλά και της πτώσης των εξαγωγών υπηρεσιών που επέφερε η πανδημία.
Στη σημαντική άνοδο των εξαγωγών αγαθών υψηλής τεχνολογίας ως ποσοστό των βιομηχανικών εξαγωγών σε 13,2% το 2020, από 9,1% το 2007.
Στο παρόν Δελτίο η Alpha Bank αναλύει: (α) την άνοδο των ελληνικών εξαγωγών από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας μέχρι σήμερα, κάνοντας παράλληλα σύγκριση με τα αντίστοιχα μεγέθη της Ευρωζώνης, με σκοπό να αναδειχθεί η ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας και (β) τα τελευταία στοιχεία που αφορούν στο ΑΕΠ της Ελλάδας για το δεύτερο τρίμηνο του 2022, στην ενότητα της Οικονομικής Συγκυρίας.
Ο εξωτερικός τομέας της ελληνικής οικονομίας λειτούργησε σε κάποιο βαθμό ως αντισταθμιστικός παράγοντας κατά τη διάρκεια της ύφεσης της προηγούμενης δεκαετίας, ενώ στήριξε την οικονομική μεγέθυνση από το 2017 και μετά -με εξαίρεση το 2020, δηλαδή το πρώτο έτος της πανδημίας. Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν σωρευτικά την περίοδο 2010-2021 κατά 22,9% (εθνικολογιστικά στοιχεία, τρέχουσες τιμές).
Χρησιμοποιώντας ως έτος βάσης το 2010 (=100), οι εξαγωγές υπηρεσιών υποχώρησαν κάτω από τις 100 μονάδες τα πρώτα έτη της οικονομικής κρίσης δημόσιου χρέους (2011-2013), αλλά και το 2020 εξαιτίας της πανδημικής κρίσης που είχε ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση των ταξιδιωτικών εισπράξεων. Επιπλέον, μέχρι το 2019, αποτελούσαν κατά μέσο όρο το 55% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών.
Παράλληλα, οι εξαγωγές αγαθών σχεδόν διπλασιάστηκαν μεταξύ 2010 και 2021, φθάνοντας τα Ευρώ 39,1 δισ., από Ευρώ 20,2 δισ. το 2010. Οι εξαγωγές αγαθών επιταχύνθηκαν τη διετία 2011-2012, ως αποτέλεσμα της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης με σκοπό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, αλλά και την τριετία 2017-2019, παράλληλα με την άνοδο του ΑΕΠ της χώρας.
Η πανδημία είχε ως αποτέλεσμα την πτώση των ελληνικών εξαγωγών αγαθών το 2020, αν και ηπιότερα σε σύγκριση με τις εξαγωγές υπηρεσιών, ενώ το 2021 η άνοδός τους ήταν αξιοσημείωτη (+30%, σε ετήσια βάση). Ως αποτέλεσμα, οι εξαγωγές αγαθών αύξησαν το μερίδιό τους επί του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών, το οποίο ξεπέρασε τη διετία 2020-2021 το 50%. Το τελευταίο οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην πανδημική κρίση και την κατακόρυφη πτώση των εξαγωγών υπηρεσιών το 2020, οι οποίες ανέκαμψαν μερικώς το 2021, αλλά και στην επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή που καταγράφεται από το φθινόπωρο του 2021 και μετά, διογκώνοντας την αξία των εμπορευμάτων.
Αντίστοιχα, στην Ευρωζώνη, οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 55,6% μεταξύ 2010-2021, ενώ στο ίδιο χρονικό διάστημα, οι εξαγωγές υπηρεσιών κατέγραψαν εντυπωσιακή άνοδο της τάξης του 83%. Ως εκ τούτου, στο εξεταζόμενο διάστημα, οι συνολικές εξαγωγές, αγαθών και υπηρεσιών της Ευρωζώνης αυξήθηκαν κατά 62%, έναντι αύξησης κατά 52% των ελληνικών. Αξίζει επίσης να σημειωθεί η διαφορετική διάρθρωση των εξαγωγών της Ευρωζώνης σε σύγκριση με τις ελληνικές, καθώς περίπου τα 3/4 αυτών αφορούν σε εξαγωγές αγαθών.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, η εξαγωγική δραστηριότητα της ελληνικής οικονομίας παρέμεινε ισχυρή τον Ιούλιο, με τις εξαγωγές αγαθών να έχουν αυξηθεί κατά σχεδόν 40% σε ετήσια βάση. Στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου 2022, το σύνολο των εξαγωγών προσέγγισε τα Ευρώ 31 δισ. και ήταν αυξημένο κατά 39,7% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2021, γεγονός που αποδίδεται και στην άνοδο των τιμών τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 34,6% της αξίας αυτών αφορούσε σε προϊόντα πετρελαίου, με τις εξαγωγές αγαθών εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών να έχουν αυξηθεί τους πρώτους επτά μήνες του έτους κατά 23,2%. Το 54,3% των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνθηκε σε χώρες της ΕΕ-27 και το υπόλοιπο 45,7% σε τρίτες χώρες, ενώ σε επίπεδο προϊόντων το 35,6% ήταν εξαγωγές ορυκτών καυσίμων, το 22,2% βιομηχανικών ειδών, το 13,1% τροφίμων και το 11,7% εξαγωγές χημικών προϊόντων.
Επιπλέον, ιδιαίτερα ενθαρρυντική εξέλιξη είναι η σημαντική αύξηση που έχουν καταγράψει οι εξαγωγές αγαθών υψηλής τεχνολογίας της χώρας μας. Το 2007, το ποσοστό των ελληνικών εξαγωγών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας αποτελούσε το 9,1% του συνόλου των βιομηχανικών εξαγωγών, ενώ με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία, το 2020 το ποσοστό ανήλθε στο 13,2%, έναντι 9% στην Ιταλία, 7,8% στην Ισπανία και 7,1% στη Πορτογαλία, ενώ πλησίασε το ποσοστό της Γερμανίας το οποίο διαμορφώθηκε στο 15,5%.
Σημαντική συμβολή στην αύξηση των ελληνικών εξαγωγών αγαθών υψηλής τεχνολογίας είχαν τα φορολογικά κίνητρα που δόθηκαν για έρευνα και ανάπτυξη (R&D), με πιο πρόσφατη τη φορολογική έκπτωση 100% (από 30%) από 1.9.2020 στις δαπάνες για R&D. Από το 2007, οι επενδύσεις για R&D καταγράφουν αύξηση ως ποσοστό του ΑΕΠ, συγκλίνοντας με τον μέσο όρο της ΕΕ-27. Συγκεκριμένα, το 2007 το ποσοστό διαμορφώθηκε στο 0,6% του ΑΕΠ (ΕΕ-27: 1,8%), ενώ το 2020 ανήλθε στο 1,5% (ΕΕ-27: 2,3%).