Σε αύξηση των τιμών του για να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του δηλώνει ότι έχει προχωρήσει το 60% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα, ενώ τρεις στις δέκα δηλώνουν πως έχουν μηδενικά ρευστά διαθέσιμα.
Τα παραπάνω προκύπτουν από την εξαμηνιαία έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ για το α’ εξάμηνο του
2022, όπου καταγράφηκε ενίσχυση του οικονομικού κλίματος, από τη μείωση των καθυστερημένων υποχρεώσεων των επιχειρήσεων σε προ πανδημίας επίπεδα και την αύξηση της απασχόλησης.
Ωστόσο, περισσότερες από 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (37,1%) δήλωσαν ότι έχουν μηδενικά ρευστά διαθέσιμα. Επιπλέον, σχεδόν 4 στις 10 επιχειρήσεις (38,6%) εκφράζουν φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητάς τους στο μέλλον.
Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι αύξησαν τις τιμές αυξάνονται περαιτέρω φτάνοντας στο 59,2% του συνόλου των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων το α’ εξάμηνο του 2022, ενώ μειώνονται σημαντικά οι επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι μείωσαν τις τιμές τους, καθώς και αυτές που τις διατήρησαν σταθερές. Μεγαλύτερα ποσοστά επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές τους καταγράφονται στο εμπόριο και στη μεταποίηση (66,2% και 66,3% αντίστοιχα) έναντι των επιχειρήσεων στον ευρύτερο τομέα των υπηρεσιών (47,9%).
Εξαίρεση του ευρύτερου τομέα των υπηρεσιών αποτελεί ο κλάδος της εστίασης, όπου η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων (61,6%) δήλωσε ότι αύξησε τις τιμές. Το 64,4% των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη δήλωσε ότι προχώρησε σε αύξηση τιμών, έναντι του 61,9% στην Κεντρική Ελλάδα, του 59,5% στη Βόρεια Ελλάδα και του 55,3% στην Αττική.
Από την ανάλυση των επιμέρους στοιχείων της έρευνας εκτιμήθηκε ότι το πρώτο εξάμηνο του 2022 αυξήθηκαν μεσοσταθμικά:
– το κόστος ενέργειας κατά 76%,
– το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 43,5%,
– το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 57,8%,
– το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 26,2%.
Εν τω μεταξύ, αξιολογώντας τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση το πρώτο εξάμηνο του 2022 για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, η συντριπτική πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (59,3%) θεωρεί ότι δεν προσέφεραν σχεδόν καμία βοήθεια, το 31,3% τα αξιολόγησε ως αναγκαία αλλά απαιτούνται περισσότερα, ενώ μόλις το 7,4% αξιολόγησε τα μέτρα ως μια σημαντική βοήθεια.
Όσον αφορά τα μέτρα που θεωρούν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις ως τα πλέον κατάλληλα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της αύξησης των τιμών, από τα ευρήματα της έρευνας προέκυψε ότι τα δύο πιο σημαντικά μέτρα για το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων θεωρούνται η μείωση του ΦΠΑ και η μείωση των ειδικών φόρων στα καύσιμα και στην ενέργεια.
Ταμειακά διαθέσιμα
Περισσότερες από 1 στις 2 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (52,7%) δήλωσαν μείωση των ρευστών διαθεσίμων τους, σε αντίθεση με το 22% που αυξήθηκαν. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις φαίνεται να αντιμετωπίζουν μικρότερα αλλά όχι αμελητέα προβλήματα ρευστότητας σε σχέση με τις μικρότερες επιχειρήσεις, ενώ καλύτερη εικόνα παρουσιάζουν και οι επιχειρήσεις σε νησιωτικές περιοχές.
Περισσότερες από 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (37,1%) δήλωσαν ότι είχαν μηδενικά ρευστά διαθέσιμα (27,8%) ή διαθέσιμα που επαρκούν λιγότερο από μήνα (9,2%). Τα μεγαλύτερα προβλήματα ρευστότητας αντιμετωπίζουν οι μικρότερες με βάση τον αριθμό εργαζομένων και τον κύκλο εργασιών επιχειρήσεις (49,6% και 46% αντίστοιχα που είτε δεν έχουν ταμειακά διαθέσιμα είτε αυτά επαρκούν για λιγότερο από μήνα), ενώ πολύ σοβαρό πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις εστίασης, όπου το ποσοστό εκείνων που δεν έχουν ταμειακά διαθέσιμα ή τα ταμειακά διαθέσιμα επαρκούν για λιγότερο από μήνα ανέρχεται στο 58,9%.
Αρνητικές παραμένουν οι προσδοκίες για το μέλλον. Μάλιστα, σημαντική άνοδο παρουσιάζει ο δείκτης αβεβαιότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, καταγράφοντας το υψηλότερο επίπεδο που έχει αποτυπωθεί από την εκδήλωση της υγειονομικής κρίσης.
Συγκεκριμένα, σχεδόν 4 στις 10 επιχειρήσεις (38,6%) εκφράζουν φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητάς τους στο μέλλον. Αντίστοιχα, ο δείκτης βιωσιμότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων καταγράφει το χειρότερο ποσοστό από την έναρξη της υγειονομικής κρίσης, με το 6,5% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων να αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο διακοπής της δραστηριότητάς του.
Ο τζίρος
Για το α’0 εξάμηνο του 2022 το 24,2% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε ότι κατέγραψε αύξηση του κύκλου εργασιών, το 26,8% δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερός, ενώ το 46,3% δήλωσε μείωση του κύκλου εργασιών. Για τις επιχειρήσεις που δήλωσαν αύξηση κύκλου εργασιών (24,2%) ο μέσος όρος αύξησης ήταν 22,4%, ενώ για τις επιχειρήσεις που δήλωσαν μείωση κύκλου εργασιών (46,3%) ο μέσος όρος μείωσης ήταν 33,9%.
Η εικόνα είναι καλύτερη για τη μεταποίηση και τις υπηρεσίες και σαφώς χειρότερη είναι στο εμπόριο, ενώ ο κλάδος της εστίασης παρουσιάζει πολύ χειρότερα στοιχεία σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες επιχειρήσεις.
Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις που δήλωσαν αύξηση κύκλου εργασιών είναι αναλογικά περισσότερες σε σχέση με τις μικρότερες επιχειρήσεις, ενώ το αντίστροφο ισχύει για όσες δήλωσαν μείωση.