Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ζούμε στιγμές ιστορικές. Αύριο ο πρωθυπουργός, στριμωγμένος στα σκοινιά, θα υποχρεωθεί να απολογηθεί για το διπλό σκάνδαλο των παρακολουθήσεων ΕΥΠ/Predator – δύο πόλοι που αργά ή γρήγορα είναι μοιραίο να αποδειχθεί πως δεν είναι παρά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Θα κληθεί επίσης να εγγυηθεί ότι πολιτικοί, δημοσιογράφοι και ο κάθε πολίτης δεν θα παρακολουθούνται με οποιοδήποτε νομιμοφανές πρόσχημα.
Πρόκειται για σημαντική δικαίωση της ανεξάρτητης ερευνητικής δημοσιογραφίας. Από τις αρχές Ιανουαρίου, δύο παράλληλες δημοσιογραφικές έρευνες, αλλά και ο προσωπικός αγώνας του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη να ξεδιαλύνει τις συνθήκες παρακολούθησής του, αποκάλυπταν σταδιακά το νοσηρό κυβερνητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κυοφορούνταν συστηματικές -και κατά το μάλλον ή ήττον παράνομες- ηλεκτρονικές παρακολουθήσεις. Τα στοιχεία ήταν άκρως αποκαλυπτικά και τεκμηριωμένα, ωστόσο το θέμα σερνόταν στο περιθώριο του δημόσιου διαλόγου, εξαιτίας της συντονισμένης αποσιώπησής του από την πλειοψηφία των μέσων μαζικής επικοινωνίας.
Αλλά στις αρχές Αυγούστου σκάει η βόμβα της απόπειρας παρακολούθησης του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη, που λειτούργησε ως καταλύτης. Αρχικά οδήγησε στις παραιτήσεις του γενικού γραμματέα (και ανιψιού) του πρωθυπουργού Γρηγόρη Δημητριάδη και του διοικητή της ΕΥΠ Παναγιώτη Κοντολέοντα, και αμέσως μετά στην αποκάλυψη ότι αμέσως μετά την απόπειρα παγίδευσης του κινητού του μέσω του κακόβουλου λογισμικού Predator, η ΕΥΠ προχώρησε σε ηλεκτρονική παρακολούθησή του με έγκριση (σύμφωνα τουλάχιστον με τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς) της αρμόδιας εισαγγελέως.
Η δικαίωση των ρεπορτάζ
Η εξέλιξη αυτή αποτέλεσε πανηγυρική δικαίωση των ρεπορτάζ που κατήγγελλαν επί 6 μήνες την παρακολούθηση του Θανάση Κουκάκη, αρχικά από την ΕΥΠ και αμέσως μετά μέσω του λογισμικού Predator, εφόσον επιβεβαιώθηκε η επανάληψη του ίδιου μοτίβου – της συμπληρωματικής λειτουργίας των δύο διαφορετικών μορφών υποκλοπής: η μία νομιμοφανής, με κρατική ευθύνη και υπό την ψευδεπίγραφη επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας, η άλλη καταφανώς παράνομη και απροκάλυπτα ανεξέλεγκτη, από ιδιωτικό φορέα.
Ο συστημικός Τύπος, ο οποίος επί 6 μήνες σφύριζε αδιάφορα αποσιωπώντας ή -ενίοτε- λοιδορώντας τις αποκαλύψεις, σύρθηκε εξ ανάγκης στην υπόθεση και επιχείρησε άλλοτε μεν να κερδίσει μικρό μερίδιο στις αποκαλύψεις, κυρίως όμως να λειτουργήσει ως πομπός αναμετάδοσης των κυβερνητικών ισχυρισμών.
Παράλληλα, σημαντικές φωνές που έως τώρα συμπαρατάσσονταν σε σημαντικά ζητήματα με την κυβέρνηση ή τηρούσαν ευμενή στάση απέναντί της έσπευσαν με άρθρα και άλλες παρεμβάσεις να διαφοροποιηθούν από τους κυβερνητικούς χειρισμούς, να εκφράσουν τον αποτροπιασμό τους για την παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων και να απαιτήσουν από τον πρωθυπουργό την άμεση λήψη μέτρων αποκατάστασης της δημοκρατικής τάξης, τα οποία σε μερικές περιπτώσεις έφθαναν μέχρι τον υπαινιγμό ότι πρέπει να παραιτηθεί.
Αγωγές και μηνύσεις
Στο περιθώριο αυτών των εξελίξεων, ο αποπεμφθείς γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού προχώρησε εν κρυπτώ στην υποβολή αγωγών για συκοφαντική δυσφήμησή του προς το Reporters United, την Εφημερίδα των Συντακτών και τον Θανάση Κουκάκη (τον οποίο επιχείρησε έτσι να εμφανίσει από θύμα σε θύτη) για τα δημοσιεύματα που αποκάλυπταν μια αλληλουχία επιχειρηματικών σχέσεών του που οδηγούσαν στην εταιρεία Intellexa η οποία εκπροσωπεί το Predator, με κεντρική έδρα την Αθήνα. Μια αλυσίδα συναλλαγών που ταυτοχρόνως αποδείκνυε ότι είχε παραβιάσει το ασυμβίβαστο της θέσης που κατείχε, ασκώντας παράλληλη επιχειρηματική δραστηριότητα. Με τις αγωγές του ζητούσε τον καταλογισμό εξοντωτικών αποζημιώσεων και προστίμων σε βάρος των δημοσιογράφων, ύψους πολλών εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, καθώς και τον εξαναγκασμό τους να ανακαλέσουν τις αποκαλύψεις.
Η ουσία των αιτιάσεων που περιγράφονται στην αγωγή δέχτηκε ισχυρότατο πλήγμα από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Ενώ ο αρχικός κυβερνητικός ισχυρισμός ήταν ότι ο Γ. Δημητριάδης παραιτήθηκε αυτοβούλως εξαιτίας του τοξικού κλίματος που είχε δημιουργηθεί εις βάρος του από τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα, τρεις μόλις μέρες αργότερα, στη δημόσια ανακοίνωσή το για το ζήτημα των υποκλοπών ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκαθάρισε ότι η παραίτηση Δημητριάδη οφείλεται σε ανάληψη της αντικειμενικής πολιτικής του ευθύνης για τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Το θέμα έχει πάρει διεθνείς διαστάσεις, με απανωτά δημοσιεύματα έγκυρων εφημερίδων, καθώς και με ανακοινώσεις διεθνών οργανισμών που δηλώνουν τη συμπαράστασή τους προς τους δημοσιογράφους και καταγγέλλουν τις αγωγές ως τακτική εκφοβισμού. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι τα ξένα δημοσιεύματα φωτίζουν την υπόθεση σε όλες της τις διαστάσεις, αποκλίνοντας σημαντικά από την εικόνα που επιχειρούν να δώσουν τα ελληνικά ΜΜΕ, τα οποία στην πλειονότητά τους επιχειρούν να περιορίσουν το ζήτημα στην «γκάφα», όπως την εμφανίζουν, της παρακολούθησης Ανδρουλάκη, υποβαθμίζοντας την έκρηξη νομιμοφανών υποκλοπών που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς και τη σκανδαλώδη επιστράτευση του Predator, καθώς και τις εκλεκτικές σχέσεις του Μαξίμου με την εταιρεία που το διακινεί.
Επιφυλακτικό ένα μέρος της κοινής γνώμης
Αυτές οι κοσμογονικές εξελίξεις, πάντως, δεν πρέπει να οδηγούν σε εφησυχασμό. Θα ήταν λάθος να διαφύγει της προσοχής μας ότι παρά το σημαντικό πλήγμα που δέχτηκε η κυβέρνηση και τους κλυδωνισμούς που εξακολουθεί να υφίσταται, αξιόλογο μέρος της κοινής γνώμης ενδέχεται να μην ιεραρχεί το ζήτημα του απόρρητου των επικοινωνιών αρκετά υψηλά στις προτεραιότητές του.
Μέρος της εξήγησης του φαινομένου βρίσκεται στις σφοδρές οικονομικές συνέπειες που έχει επιφέρει ο πόλεμος με την ενεργειακή και τη διατροφική κρίση, που σε συνδυασμό και με την υφέρπουσα έκρηξη της πανδημίας προκαλούν δικαιολογημένη αγωνία σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Πολύ πιο ανησυχητική, ωστόσο, είναι μια δεύτερη τάση που παρατηρείται. Ένα άλλο -καθόλου ευκαταφρόνητο- μέρος της κοινωνίας, φαίνεται να μη σταθμίζει ως ιδιαιτέρως κρίσιμη για τη δημοκρατία τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών. Ενδεχομένως γιατί προεξοφλεί την παραβίασή του -κοινό τόπο σε παγκόσμια κλίμακα ή ντόπια παθογένεια διαχρονική-, ή γιατί κρίνει την κατοχύρωσή του ως ζήτημα αδιάφορο. Ή ακόμα -η κατά πολύ χειρότερη εκδοχή- επειδή θεωρεί αδιάφορη την ίδια τη δημοκρατία…
Αυτή η στυγνή πραγματικότητα μοιάζει να αποτελεί έσχατη ελπίδα σωτηρίας για την κλυδωνιζόμενη κυβέρνηση. Χαρακτηριστική είναι η χθεσινή έμμεση ομολογία του νέου διοικητή της ΕΥΠ κ. Θεμιστοκλή Δεμίρη όπως διέρρευσε από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, ότι κανείς δεν εξαιρείται a priori από το ενδεχόμενο ηλεκτρονικής παρακολούθησης, δήλωση που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να έχει οδηγήσει σε πολιτικό σεισμό.
Το ερώτημα είναι αν η αντιπολίτευση έχει τη δύναμη και την ικανότητα να αντιστρέψει τα δεδομένα. Με άλλα λόγια, αν είναι σε θέση -παρά τις επιμέρους διαφορές των κομμάτων- να συνδέσει με πειστικό τρόπο τις αλλεπάλληλες κρίσεις που σοβούν χωρίς απαντήσεις, με το κραυγαλέο έλλειμμα δημοκρατίας που τις ανατροφοδοτεί.
Επιστολή Βαρουφάκη προς ΑΔΑΕ ενόψει της αυριανής συζήτησης στη Βουλή
Ευρωβουλευτής για τις παρακολουθήσεις: Το σκάνδαλο είναι ευρωπαϊκή υπόθεση