Στο βιβλίο της «Ριζοσπαστικοποιημένος Συντηρητισμός» (Radikalisierter Konservatismus, Εκδόσεις Suhrkamp Berlin, 2021) η Αυστριακή πολιτική επιστήμονας, Νατάσα Στρομπλ περιγράφει με το παράδειγμα του Σεμπάστιαν Κουρτς (κυρίως) αλλά και των Ντόναλντ Τραμπ και Μπόρις Τζόνσον, το φαινόμενο «λεηλασίας» ιστορικών παραδοσιακών συντηρητικών κομμάτων από «ηγέτες», που «επινοήθηκαν» από συγκεκριμένα συμφέροντα και στηριζόμενοι από μια δική τους, συχνά εξωκομματική ομάδα ουσιαστικά μετατρέπουν τα κόμματά τους σε ακραίους επιθετικούς πολιτικούς σχηματισμούς, που συνδυάζουν μια μοδάτη, λεπτομερώς φιλοτεχνημένη επικοινωνιακή εικόνα με τον υπέρμετρο αυταρχισμό και την εξυπηρέτηση κλασσικών ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Χρειάζεται ένας τέτοιος επινοημένος «αρχηγός» με φουσκωμένο «εγώ», πλήρη αδιαφορία για θεσμούς και δημοκρατικές διαδικασίες και μια προστατευτική στρατιά συμβούλων και επικοινωνιολόγων στο πλευρό του για να μπει μπροστά η «συνταγή».
Το τέλος των παραδοσιακών συντηρητικών κομμάτων
Αυτό συμβαίνει με την κατάργηση παραδοσιακών δομών, οργάνων και ιεραρχιών ακόμα και με την αποδυνάμωση ή περιθωριοποίηση παλιών «φατριών», που συνήθως έλεγχαν τη λειτουργία και τον προσανατολισμό αυτών των κομμάτων. Η μετάλλαξη αυτή αφορά τόσο την ουσία όσο και το περιτύλιγμα. Στην περίπτωση Κουρτς για παράδειγμα άλλαξε το όνομα, τα σύμβολα μέχρι και τα χρώματα του κόμματος, σε μια προσπάθεια να αποδείξει ότι φέρνει κάτι το νέο και ριζοσπαστικό. Δε μιλάμε δηλαδή για μια απλή συντηρητική παλινόρθωση, αλλά για το πέρασμα σε ένα νεο πιο εκλεπτυσμένο στάδιο μιας πολιτικής, που πιστεύει στην ανισότητα και στις ταξικές διακρίσεις.
Ειδικά η περίπτωση του πρώην Αυστριακού καγκελάριου, που αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά από σωρεία σκανδάλων παρουσιάζει τεράστιες ομοιότητες με την Μητσοτάκης Α.Ε., όπως έχει καθιερωθεί να αποκαλείται από ορισμένους η σημερινή μεταλλαγμένη Νέα Δημοκρατία, που αποτελεί ένα πολύ χαρακτηριστικό πρότυπο αυτού του ριζοσπαστικοποιημένου ακραίου και βίαιου συντηρητισμού.
Μια συντηρητική «επανάσταση»
Η νέα αυτή Δεξιά επιδιώκει ένα είδος βίαιης επανάστασης στο χώρο της, αφού δεν διστάζει να επικαλείται «προοδευτικότητα» και να μιλά για τομές και ρήξεις, χωρίς ωστόσο να αποστασιοποιείται από παραδοσιακές «αξίες» της παράταξης, που της είναι απαραίτητες για να κρατήσει το παραδοσιακό της ακροατήριο, όπως το κλασσικό «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».
Εδώ όμως μιλάμε για ένα νέα επιθετικό μοντέλο, που θέλει να δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση μάχης με εχθρικές δυνάμεις, που την επιβουλεύονται και έχει ανάγκη να κατασκευάζει απειλές και εχθρούς, που αρνούνται να αποδεχτούν τις δικές της ριζοσπαστικές ιδέες και «μεταρρυθμίσεις». Ο ΡΣ φτάνει να τα βάζει με το «κατεστημένο», μόνο, που με αυτό δεν εννοούνται συνήθως η κυρίαρχη οικονομικά τάξη, οι πλούσιοι και οι κατέχοντες, αλλά συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες: «Οι άνεργοι που είναι τεμπέληδες», «οι ξένοι που δεν θέλουν να ενσωματωθούν», «οι καθηγητές που κάθονται τρεις μήνες το καλοκαίρι», «οι συνδικαλιστές που ζουν παρασιτικά σε βάρος του φορολογούμενου», «οι δημόσιοι υπάλληλοι που λουφάρουν», «οι γιατροί που τα παίρνουν», «οι φοιτητές που δεν σέβονται το πανεπιστήμιο που τους φιλοξενεί», «οι Αριστεροί που ξέρουν μόνο να καταστρέφουν». Ο κατάλογος είναι πολύ μακρύς και εξαιρετικά εύπλαστος. Η αλαζονεία απέναντι στην κοινωνία αποδεικνύεται εξαιρετικά γόνιμη εδώ.
Μεγαλοστομίες, ασάφειες και ασθενής μνήμη
Ο ΡΣ βασίζεται σε απλοϊκές απαντήσεις, σε ασαφή συνθήματα και μεγαλόστομες υποσχέσεις, που ταιριάζουν απολύτως στο πνεύμα της εποχής του twitter. Δεν έχει ανάγκη από αναλύσεις και προγράμματα. Δεν διστάζει να αναιρεί σήμερα αυτό που έλεγε χθες. Μια σημαντική του διαφορά από τον παραδοσιακό συντηρητισμό είναι ότι έχει κατανοήσει τη σημασία του να κατέχει όχι μόνο την εξουσία, αλλά και την κυριαρχία στο δημόσιο διάλογο. Να μπορεί δηλαδή να περνά ως αυτονόητες τις δικές του απόψεις για να δικαιολογεί τις κινήσεις του. Να ανοίγει αυτός θέματα συζήτησης και όχι να πρέπει να αντιδρά, πολύ περισσότερο να απολογείται. Ακόμα και στα πιο κραυγαλέα του σκάνδαλα ο ΡΣ πολιτικός θα επιχειρήσει να ντυθεί άλλοτε «οσιομάρτυρας» και άλλοτε «κατήγορος», ποδοπατώντας χωρίς αναστολές την πραγματικότητα.
Καλοί θεσμοί είναι οι ελεγχόμενοι
Αυτό προϋποθέτει φυσικά να ελέγχει και να καθοδηγεί τους φορείς διαμόρφωσης της ατζέντας του δημόσιου διαλόγου δηλαδή τα ΜΜΕ. Ο έλεγχος των Μέσων, η ανάμιξη «ειδήσεων» με ψέματα ή αστήριχτες «υπόνοιες» στην εποχή της «Μετά-Αλήθειας» και η διαρκής διαμόρφωση ενός πολεμικού κλίματος, μιας μόνιμης κατάστασης έκτακτης ανάγκης είναι απαραίτητα στοιχεία για να λαμβάνονται αποφάσεις με αδιαφανή, αυταρχικό τρόπο με το πρόσχημα της «ταχείας αντίδρασης» και της «αντιμετώπισης του εκάστοτε εχθρού». Ο ΡΣ πολιτικός βλέπει την καθημερινότητά του ως ένα διαρκή προεκλογικό αγώνα, όσο και αν απεχθάνεται τις εκλογές, αφού θεωρεί ότι η πλειοψηφία των πολιτών δεν έχει το «βάρος» για να τον κρίνει. Θέλει να πείθει ότι αυτός υπερίπταται μιας κατάστασης διαρκούς χάους, που αν τον αφήσουν αυτός θα το διορθώσει. Κάθε τόσο θυμίζει πόσο αχάριστοι είναι όσοι δεν επαινούν τα σχετικά κατορθώματά του.
Ο αυταρχισμός, η περιστολή δημοκρατικών διαδικασιών και ελέγχου, η απαξίωση και η άλωση των θεσμών της αστικής δημοκρατίας, η αντιμετώπιση του κράτους ως «ιδιοκτησίας» δεν είναι κάποιες παρεκτροπές, αλλά συστατικά στοιχεία του μοντέλου του «φωτισμένου, αποφασιστικού ηγέτη» σε ένα κόσμο γεμάτο παγίδες και απειλές. Η πόλωση, η αντιπαράθεση, η συνωμοσιολογία και η υποτίμηση και η ειρωνεία των πολιτικών αντιπάλων, η αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού είναι απλώς εργαλεία που θεωρεί ότι κατέχει δικαιωματικά.
Μέτριοι ηθοποιοί σε δύσκολους ρόλους;
Ο Σεμπάστιαν Κουρτς έφυγε, ο Ντόναλντ Τραμπ έχασε τις εκλογές, ο Μπόρις Τζόνσον ετοιμάζεται να παραδώσει τη σκυτάλη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα είναι λογικά ο επόμενος. Ο πρώτος παρέδωσε σε ένα στενό του συνεργάτη τον πρώην υπουργό Εσωτερικών Καρλ Νεχάμερ, ο δεύτερος ονειρεύεται την επιστροφή του ή ψάχνει για κάποιον κλώνο του, ο τρίτος θα παραδώσει σε κάποιον ή κάποια που δεν είναι πολύ μακριά από τις πολιτικές του απόψεις αν και με λιγότερο «άστατο» χαρακτήρα. Λογικά και ο τέταρτος θα ήθελε να ορίσει αυτός το διάδοχό του. Θα είχε σίγουρα ενδιαφέρον αν η Στρομπλ ήξερε ελληνικά και μπορούσε να παρακολουθήσει τις δραστηριότητες του δικού μας «επινοημένου».
Ο «λαος» ως μοναδικό πρόβλημα
Το μοντέλο πάντως αποδεικνύεται ότι έχει και κάποιες σοβαρές δομικές αστοχίες. Η κοινή γνώμη δεν βρίσκεται ολοκληρωτικά σε κώμα και υπάρχουν ακόμα ΜΜΕ που ανθίστανται. Οι εκλογές δεν είναι εύκολο να καταργηθούν και ο ηγέτης να ορίζεται με κληρονομικό δικαίωμα ή «ανάθεση» από τον τέως προς τον «διάδοχο». Αλλά η ουσία των απόψεων με τις οποίες έχουν μπολιαστεί οι κοινωνίες από τις «αλλεπάλληλες συντηρητικές επαναστάσεις» των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών παραμένει σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτη. Η ανικανότητα των σε μεγάλο βαθμό «επινοημένων» ηγετών να αποδείξουν το μεγαλείο, που τους προβλέπει το σενάριο δεν πρέπει να αποτελεί λόγο για εφησυχασμό. Είναι πρόβλημα δημοκρατίας πλέον και όχι μόνο κακών ηθοποιών.
Το βρετανικό καλοκαίρι της δυσαρέσκειας
Κουρτς: Το πριγκηπόπουλο που βιαζόταν να γίνει βασιλιάς
Ενας οπαδός του Τραμπ θα δίνει… ψωμί στον κατατρεγμένο Σεμπάστιαν Κουρτς