Συναγερμό στις ελεγκτικές υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων έχουν σημάνει τα πρόσφατα κρούσματα μεγάλης φοροδιαφυγής που εντοπίζονται από στοχευμένους ελέγχους κατά τους τελευταίους μήνες.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι επιτήδειοι επιχειρηματίες είναι πολλές, όμως ο εντοπισμός τους έχει γίνει πλέον ευκολότερος καθώς οι φορολογικές αρχές χρησιμοποιούν πιο ευέλικτα και πιο αποτελεσματικά μέσα ηλεκτρονικών διασταυρώσεων στηριζόμενα στην ανάλυση κινδύνου.
Σημαντικό εργαλείο κατά τους φορολογικούς ελέγχους αποτελεί η παρακολούθηση των κινήσεων των τραπεζικών καταθέσεων επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων, οι οποίες συγκρίνονται με τα δεδομένα των φορολογικών στοιχείων και των φορολογικών δηλώσεων.
Συγχρόνως πυκνώνουν οι αναβαθμισμένοι φορολογικοί έλεγχοι, τόσο σε επιχειρήσεις που εμφανίζουν μεγάλο κύκλο εργασιών όσο και σε επιχειρήσεις με μικρό τζίρο, αλλά με ύποπτο φορολογικό προφίλ.
Η πρόσφατη αποκάλυψη ότι επιχείρηση που πωλεί υποδήματα μέσω διαδικτύου δεν εξέδωσε αποδείξεις για τζίρο 2,8 εκατ. ευρώ που πραγματοποίησε κατά τα έτη 2016-2018, αποφεύγοντας την καταβολή φόρων εισοδήματος και ΦΠΑ συνολικού ύψους άνω των 524.000 ευρώ, δείχνει ότι οι φοροελεγκτικές υπηρεσίες έχουν εντατικοποιήσει τις ηλεκτρονικές διασταυρώσεις στοιχείων και τους στοχευμένους φορολογικούς ελέγχους και αναμένεται να συνεχίσουν με τους ίδιους εντατικούς ρυθμούς και τους επόμενους μήνες.
Σε άλλες περιπτώσεις στοχευμένων ελέγχων των υπαλλήλων της ΑΑΔΕ έχουν εντοπιστεί εξίσου ευφάνταστες μέθοδοι φοροδιαφυγής, όπως παράνομα λογισμικά που επεμβαίνουν στους φορολογικούς ηλεκτρονικούς μηχανισμούς (ΦΗΜ) και σβήνουν συναλλαγές και ημερήσιους τζίρους, ταμειακές μηχανές-«μαϊμού» που εκδίδουν απλά χαρτάκια τα οποία ομοιάζουν με αποδείξεις λιανικών συναλλαγών, αλλά και απλά «δελτία παραγγελίας» που παρουσιάζονται στους πελάτες ως «αποδείξεις». Με τις μεθόδους αυτές τα κλιμάκια των επιτηδείων κατορθώνουν να παρακρατούν παράνομα και να βάζουν στις τσέπες τους τον ΦΠΑ που εισπράττουν από τους πελάτες τους.
Παράνομα λογισμικά
Χαρακτηριστική περίπτωση η εξάρθρωση από τους ελεγκτές της ΑΑΔΕ ενός κυκλώματος στο οποίο εμπλέκονται περίπου 100 επιχειρήσεις που με παράνομα λογισμικά στις ταμειακές τους κατάφεραν να αποκρύψουν έσοδα 25 εκατ. ευρώ και να καρπωθούν ΦΠΑ τουλάχιστον 6 εκατ. ευρώ. Τέτοιου είδους λογισμικά κάνουν θραύση στην αγορά και η ΑΑΔΕ έχει επιστρατεύσει κινητά τηλέφωνα, τάμπλετ και scanners στη «μάχη» κατά των κυκλωμάτων έκδοσης πλαστών αποδείξεων από «πειραγμένες» ταμειακές μηχανές. Οι ελεγκτές σκανάρουν με τα τάμπλετ και τα κινητά τους τηλέφωνα τις αποδείξεις που εκδίδουν οι επιχειρήσεις, ενώ οι καταναλωτές με τα smartphone κινητά τηλέφωνά τους μπορούν να σκανάρουν οι ίδιοι τους κωδικούς QR των αποδείξεων που λαμβάνουν. Επιπλέον, οι ελεγκτές της ΑΑΔΕ έχουν εφοδιαστεί με ειδικά QRCode Scanner με τα οποία μπορούν να ελέγχουν επιτόπου τη γνησιότητα των αποδείξεων.
Την πρόδωσαν οι καταθέσεις
Μέσω των στοχευμένων ελέγχων που πραγματοποιούν καθημερινά και χρησιμοποιώντας ειδικό αλγόριθμο ανάλυσης κινδύνου που εντοπίζει ύποπτες φορολογικές συμπεριφορές, οι ελεγκτές της ΑΑΔΕ:
– Εντόπισαν επιχείρηση που πουλάει υποδήματα μέσω διαδικτύου και έχει έδρα στο Ίλιον Αττικής.
– Ζήτησαν και έλαβαν στοιχεία από δύο μεγάλες εταιρείες courier και μία γνωστή ψηφιακή πλατφόρμα μέσω της οποίας παρουσιάζονται τα προς πώληση υποδήματα.
– Εξέτασαν τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών και των βιβλίων της επιχείρησης.
– Συγκρίνοντας όλα αυτά τα στοιχεία, διαπίστωσαν ότι για τρεις χρήσεις -2016, 2017 και 2018- η επιχείρηση δεν είχε εκδώσει αποδείξεις αξίας 2,8 εκατ. ευρώ. Δηλαδή, εισέπραξε, αλλά δεν απέδωσε ποτέ, ΦΠΑ 542.000 ευρώ, πλέον του φόρου εισοδήματος, που δεν πλήρωσε ποτέ γι’ αυτό τον τζίρο. Μάλιστα, από τις τρεις χρονιές, πάνω από τον μισό μη δηλωθέντα τζίρο (54%) προέρχεται από το 2018.
Οι ελεγκτές τώρα κάνουν φύλλο και φτερό τα αντίστοιχα στοιχεία για το 2019, αλλά και για το 2020 και 2021, χρονιές κατά τις οποίες το ηλεκτρονικό εμπόριο αναπτύχθηκε κατακόρυφα, λόγω και της πανδημίας του κορονοϊού.
Τρεις από τις… δημοφιλέστερες μεθόδους κλοπής του ΦΠΑ
Το φαινόμενο των πειραγμένων ταμειακών μηχανών εκτιμάται ότι έχει προσλάβει τεράστιες διαστάσεις και τα κόλπα που εφαρμόζουν οι επιτήδειοι για να υφαρπάξουν τον ΦΠΑ και να μην πληρώσουν φόρο εισοδήματος εξελίσσονται ραγδαία με τη συνδρομή της τεχνολογίας. Η απάτη που στήνουν τα κυκλώματα στηρίζεται σε τρεις μεθόδους:
1) Χρήση των νόμιμων φορολογικών μηχανισμών για την έκδοση δελτίων παραγγελίας, χωρίς στη συνέχεια να εκδίδεται αντίστοιχο φορολογικό στοιχείο αξίας, ή για τη μαζική έκδοση ακυρωτικών σημειωμάτων στο τέλος της κάθε ημέρας, ή για τη μαζική χορήγηση εκπτώσεων, με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης. Αποτελεί συνηθισμένη μορφή απάτης. Οι υπηρεσίες διενεργούν στοχευμένους ελέγχους σε επιχειρήσεις για τις οποίες υπάρχουν πληροφορίες ή βάσιμες υπόνοιες χρήσης τέτοιων πρακτικών. Ο έλεγχος αντλεί τα παραγόμενα ψηφιακά αρχεία των φορολογικών μηχανισμών τα οποία και επεξεργάζεται, προσδιορίζοντας την αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη και επιβάλλοντας τις προβλεπόμενες κυρώσεις.
2) «Μαϊμού» ταμειακές μηχανές: Με τη μέθοδο αυτή χρησιμοποιείται ηλεκτρονικός υπολογιστής και λογισμικό για την παραγωγή και εκτύπωση παραστατικών, τα οποία προσομοιάζουν με φορολογικά στοιχεία αξίας. Έτσι, τα παραστατικά δεν εκδίδονται από νόμιμα εγκεκριμένους φορολογικούς μηχανισμούς. Τα «παραστατικά» αυτά ουδέποτε καταχωρούνται στα τηρούμενα λογιστικά αρχεία των οντοτήτων που τα εκδίδουν με αποτέλεσμα να προκύπτουν σημαντικές απώλειες δημοσίων εσόδων, αλλά και να παραπλανώνται οι καταναλωτές, αφού είναι συνήθως λίγοι εκείνοι που μπορούν να διακρίνουν ένα μη νόμιμο φορολογικό στοιχείο.
3) Ανάπτυξη και χρήση παράνομων λογισμικών εφαρμογών που παρεμβαίνουν στις ταμειακές μηχανές αλλοιώνοντας τα πραγματικά δεδομένα των συναλλαγών. Στην περίπτωση αυτή όλες οι εκδόσεις φορολογικών στοιχείων εμφανίζονται νομότυπες. Ωστόσο, σε δεύτερο χρόνο και μετά την απομάκρυνση του πελάτη, ειδικά λογισμικά δύνανται να αλλοιώνουν το περιεχόμενο των εκδοθέντων φορολογικών στοιχείων ως προς τις ποσότητες, τις αξίες, τα είδη και τον αλγόριθμο της ασφαλούς σήμανσης του κάθε παραστατικού, με άλλα λόγια της ταυτότητάς του, σύμφωνα με τις επιθυμίες της οικονομικής οντότητας. Η συγκεκριμένη μορφή απάτης είναι από τις πλέον δύσκολα ανιχνεύσιμες, αφού στόχος των χρησιμοποιούμενων λογισμικών είναι η αριστοτεχνική συγκάλυψη κάθε ίχνους που θα μπορούσε να ενοχοποιήσει την οντότητα.