Την Αθήνα επισκέπτεται σήμερα και αύριο η Άγγελα Μέρκελ, για τελευταία φορά ως καγκελάριος της Γερμανίας, έπειτα από πρόσκληση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η Άγγελα Μέρκελ στην Ελλάδα – Επίλογος μιας έντονης σχέσης
«Η Ευρώπη εξακολουθεί να υπάρχει εν μέρει χάρη στην Άγγελα Μέρκελ»: αυτό θεωρεί ο Γιοχάνες Φάρβικ, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Χάλε-Βίτενμπεργκ.
Ο κ. Φάρβικ βέβαια είναι Γερμανός. Ένας Έλληνας ίσως να είχε διαφορετική άποψη, ή να μην ήταν τόσο απόλυτος. Η σχέση της καγκελαρίου με την Ευρώπη περνάει, αναπόφευκτα, μέσα από την πολιτική της για την Ελλάδα. Και αυτή, μέχρις ότου εξομαλυνθεί, υπήρξε επώδυνη, άνιση, γεμάτη αγκάθια, αμηχανία, κυνισμό.
Τη 19η Μαΐου 2010 η Άγγελα Μέρκελ δήλωνε, για πρώτη φορά, «αν αποτύχει το ευρώ, θα αποτύχει και η Ευρώπη», σηματοδοτώντας έτσι την απόφασή της να δώσει πράσινο φως στη στήριξη της ελληνικής οικονομίας. Την ίδια φράση έχει επαναλάβει έκτοτε δεκάδες φορές – ίσως για να την πιστέψει και η ίδια. Τη 18η Μαΐου 2010, μιλώντας σε κομματική συνεδρίαση, έλεγε ότι «δεν γίνεται να έχουμε κοινό νόμισμα και ο ένας να κάνει πολλές διακοπές ενώ ο άλλος πολύ λίγες». Η βοήθεια συνδέεται με όρους, επέμενε. «Δεν μπορούμε απλώς να δείξουμε αλληλεγγύη και να πούμε ότι αυτές οι χώρες θα συνεχίσουν όπως πριν. Ναι, η Γερμανία βοηθάει, αλλά μόνο όταν και οι άλλοι καταβάλλουν προσπάθεια. Και η προσπάθεια πρέπει να αποδειχθεί». Αυτό ήταν. Ο μύθος του τεμπέλη Έλληνα, Πορτογάλου, Ισπανού, είχε γεννηθεί και θα σκίαζε όλη την μετέπειτα περίοδο. Το περιοδικό Der Spiegel έγραψε πρόσφατα ότι η κυρία Μέρκελ είναι εφοδιασμένη με «μεγάλη οξυδέρκεια, αλλά καθόλου ταπεραμέντο». Και η κρίση του ευρώ ίσως χρειαζόταν λιγότερο από το πρώτο και περισσότερο από το δεύτερο.
Η άποψη όμως της Άγγελας Μέρκελ για την Ευρώπη ήταν κάπως διαφορετική από αυτή που θα ήλπιζε ο ευρωπαϊκός Νότος. Μεγαλωμένη στην Ανατολική Γερμανία, έμαθε να βλέπει την Ευρώπη απ’ έξω. Δεν ήταν «πεπεισμένη Ευρωπαία», δεν αντιλαμβανόταν – τουλάχιστον στην αρχή – το εύρος και το βάθος της Ένωσης, ούτε τη σημασία της συνοχής της. Ευτυχώς, την αντιλήφθηκε, έστω στο παρά πέντε. Αλλά, όπως λένε επικριτές της, το «ευρωπαϊκό πάθος» του Χέλμουτ Κολ μάλλον δεν το απέκτησε ποτέ, ή έστω δεν βρήκε ανάλογο όραμα να την εμπνεύσει. Ίσως για αυτό, όπως ομολόγησε πριν από λίγες ημέρες η ίδια, το μεγαλύτερο βάρος στους ώμους της το ένιωσε όταν «έπρεπε» να ζητήσει τόσα πολλά από τους Έλληνες. Και από αυτό το βάρος κοίταξε μεν πώς θα απαλλαγεί, αλλά έδειξε σα να μη νοιάζεται για το τι θα άφηνε πίσω της.
Κάνοντας τον απολογισμό της, παραδέχθηκε ότι απαίτησε υπερβολικά πολλά από την ελληνική κοινωνία. Το έκανε χωρίς να προσπαθεί να δικαιολογηθεί. Άλλωστε η διαχείριση της κρίσης κάθε άλλο παρά την ωφέλησε στο εσωτερικό. Για την Ελλάδα και τον υπόλοιπο Νότο, ήταν πολύ λίγη, πολύ άτολμη, πολύ αυστηρή. Για πολλούς Γερμανούς, παραμέλησε τα συμφέροντα της χώρας της. «Έστριψε τις βίδες από δω κι από κει, κράτησε τη μηχανή κατά κάποιο τρόπο σε λειτουργία, αλλά έλειπε μια ‘μεγάλη στρατηγική’ για μια ισχυρή Ευρώπη», της καταλόγισε (πάλι) το Spiegel. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας μίλαγε τότε για την «γαλήνια ακαταστασία γύρω της».
Το ευρώ τελικά δεν διασώθηκε (μόνο) από την ίδια, όπως πιστεύει ο κ. Φάρβικ. Εκείνη ωστόσο, έστω αργά, πιστώνεται σίγουρα την αποφασιστικότητα με την οποία απέρριψε τα σχέδια του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για προσωρινή (;) αποχώρηση της Ελλάδας από την Ευρωζώνη το 2015. Είχε στο μεταξύ συνειδητοποιήσει ότι η δύναμη της Ευρώπης δεν πηγάζει αποκλειστικά και μόνο από την οικονομική ευρωστία της και ότι η αλυσίδα είναι τόσο ισχυρή όσο ο πιο αδύναμος κρίκος της.
Τουρκία, Βόρεια Μακεδονία, Λιβύη, προσφυγικό
Τα δημοσιονομικά μπορεί να κυριάρχησαν στις σχέσεις του Βερολίνου με την Αθήνα την προηγούμενη δεκαετία, αλλά δεν υπήρξαν η μόνη αφορμή εντάσεων. Το ζήτημα της ονομασίας της Βόρειας Μακεδονίας, το προσφυγικό, οι σχέσεις με την Τουρκία, ακόμη και η κρίση στη Λιβύη, επιβάρυναν κατά καιρούς την επικοινωνία και τη συνεργασία των δύο πλευρών, ενώ μόνιμη σκιά παραμένει η διεκδίκηση των πολεμικών επανορθώσεων.
Η Γερμανία, εφαρμόζοντας το νέο δόγμα της εξωτερικής πολιτικής της, που προβλέπει μεγαλύτερη ανάμιξη στις διεθνείς υποθέσεις, ανέλαβε ιδιαίτερα ενεργό ρόλο στην υπόθεση του Σκοπιανού. Κύριο μέλημα του Βερολίνου ήταν η άρση του σημαντικότερου εμποδίου για την ένταξη της χώρας στις ευρωατλαντικές δομές, προκειμένου τα δυτικά Βαλκάνια να στρίψουν… δυτικά, να εξασθενίσει η επιρροή της Ρωσίας, της Κίνας, ή ακόμη και της Τουρκίας. Το περιεχόμενο της λύσης ασφαλώς δεν απασχολούσε ιδιαίτερα τους Γερμανούς και η Άγγελα Μέρκελ είχε εκφράσει τη διαφωνία της με τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και σημερινό πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος έβλεπε κριτικά τη συμφωνία.
Την 31η Αυγούστου 2105 η γερμανίδα καγκελάριος δήλωνε «θα τα καταφέρουμε», αναφερόμενη στην υποδοχή – κυρίως Σύρων- προσφύγων, οι οποίοι βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στη Βουδαπέστη. Ήταν μια σπάνια περίπτωση που πρυτάνευσε το συναίσθημα: το κοινό αίσθημα των Γερμανών, που έσπευδαν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς για να υποδεχθούν και να αγκαλιάσουν τους πρόσφυγες. Περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι βρήκαν τότε καταφύγιο στη Γερμανία, αλλά η εικόνα στο εσωτερικό είχε πλέον αρχίσει να θολώνει για τα καλά. Η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), το ακροδεξιό, λαϊκιστικό κόμμα που ιδρύθηκε το 2014, με – μοναδική – πολιτική θέση την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, έβρισκε νέο λόγο ύπαρξης στην προσφυγική κρίση. Η εσωκομματική γκρίνια, τα επικριτικά δημοσιεύματα της εποχής, η διαρκής κλιμάκωση μιας κρίσης χωρίς τέλος, υποχρέωσαν την Άγγελα Μέρκελ να αναζητήσει τρόπους προκειμένου να ανακόψει τις ροές προσφύγων και μεταναστών μέσω Αιγαίου και Ελλάδας, ακόμη και παραδίνοντας τη δύναμή της – και αυτή της ΕΕ – σε έναν απολυταρχικό ηγέτη όπως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με την συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό. Πολλοί την κατηγόρησαν ότι δεν διέθετε σχέδιο και ότι επέτρεπε στον τούρκο πρόεδρο να την εκβιάζει, και μαζί όλη την Ευρώπη. Η προσφυγική κρίση της εξασφάλισε φήμη πέρα από την ήπειρο, στο εσωτερικό όμως της χώρας της και της υπόλοιπης Ευρώπης είχε αρχίσει η παρακμή της. Η στάση της καγκελαρίου απέναντι στον τούρκο πρόεδρο δεν έπαψε να δίνει λαβές για ειρωνικά σχόλια και κριτική από τα ΜΜΕ και την αντιπολίτευση. Η ίδια απαντούσε πάντα ότι η Τουρκία είναι ένας δύσκολος αλλά πολύ σημαντικός εταίρος και ότι είναι προτιμότερο να συζητούμε παρά να απομονωνόμαστε. Το αποτέλεσμα των συζητήσεων είναι ασφαλώς στην κρίση του καθένα, αλλά κυρίως της επόμενης γερμανικής κυβέρνησης. Τα τελευταία χρόνια η κυρία Μέρκελ ήταν κάποιες φορές η μόνη που διατηρούσε την ψυχραιμία της με τα καμώματα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Όχι επειδή τον συμπαθούσε. Η πολιτική, κοινωνική – και οικονομική – κουλτούρα των δύο ηγετών δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο.
Η τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο βρήκε πέρυσι το Βερολίνο σε ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας και κατέστησαν επιβεβλημένη την απρόθυμη έστω εγκατάλειψη της πολιτικής ίσων αποστάσεων. Η γερμανική κυβέρνηση γνώριζε καλά τον ρόλο της Τουρκίας στο Αιγαίο, στην ανατολική Μεσόγειο, στα θέματα κράτους δικαίου. Υπό την Άγγελα Μέρκελ όμως προσποιήθηκε συχνά πως δεν έβλεπε και δεν άκουγε. Ίσως διότι μόνο έτσι μπορούσε να διατηρεί διαύλους επικοινωνίας ανοιχτούς – και τους πρόσφυγες μακριά από τα σύνορά της.
Η υποχωρητική στάση της γερμανικής κυβέρνησης έναντι της Άγκυρας επιβεβαιώθηκε και στην περίπτωση της Διάσκεψης του Βερολίνου για τη Λιβύη, τον Ιανουάριο του 2020, όταν η Ελλάδα αποκλείστηκε από τον κατάλογο των συμμετεχόντων, παρά τα συμφέροντα και τον ρόλο της στην περιοχή. Οι δικαιολογίες των διοργανωτών δεν έπεισαν την Αθήνα, η οποία «είδε» τουρκικό δάκτυλο στο θέμα και εξέφρασε έντονα τη δυσαρέσκειά της.
Εκτός απροόπτου, στην επόμενη γερμανική κυβέρνηση θα συμμετέχουν πολιτικές δυνάμεις που άσκησαν συστηματικά κριτική στην Άγγελα Μέρκελ για την πολιτική της έναντι της Τουρκίας, με σημείο αιχμής την πώληση στρατιωτικού εξοπλισμού στην Άγκυρα. Μένει να αποδειχθεί αν αυτή η κριτική θα αποτελέσει τη βάση για αλλαγή πολιτικής, ή αν θα αλλάξουν απλώς οι διατυπώσεις και ο τόνος, με την ουσία να παραμένει ίδια.
Ανάλογα ερωτήματα υπάρχουν επίσης για το ζήτημα της διεκδίκησης πολεμικών επανορθώσεων από την ελληνική πλευρά. Το αίτημα επανέρχεται τακτικά, με τη γερμανική κυβέρνηση να απαντά – σχεδόν μηχανικά – ότι «το θέμα είναι νομικώς και πολιτικώς λήξαν». Μένει έτσι ένα «αγκάθι» στις σχέσεις των δύο χωρών.
Απόψε η Άγγελα Μέρκελ φθάνει στην Αθήνα για τελευταία φορά ως καγκελάριος, σε μια από τις ενδεχομένως δυσκολότερες στάσεις της… αποχαιρετιστήριας περιοδείας της. Από προχθές, είναι πλέον υπηρεσιακή. Περιμένει τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης για να «συνταξιοδοτηθεί» και επισήμως. Κανείς ωστόσο δεν πιστεύει ότι η επίσκεψή της θα είναι χαμηλής πολιτικής σημασίας, ή ότι η ατζέντα θα περιοριστεί σε απολογισμούς ή αποχαιρετισμούς.
Η κυρία Μέρκελ απαντά τελευταία σε περισσότερες προσωπικές ερωτήσεις, για τις εμπειρίες της, για τα σχέδιά της, αλλά, με βάση τα προηγούμενα 16 χρόνια, δεν μπορεί να περιμένει κανείς ότι δεν παίρνει 100% στα σοβαρά τον ρόλο της. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στο περιθώριο του πρόσφατου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του 107ου για την κυρία Μέρκελ, εξέφρασε τον σεβασμό του στο πρόσωπό της και έκανε λόγο για μια πολιτικό με σταθερότητα και ευθυκρισία. Σε ό,τι αφορά ειδικά τη σχέση της με την Ελλάδα, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε μεν στη δική της παραδοχή περί υπερβολικών απαιτήσεων από τους Έλληνες, αλλά σημείωσε και το γεγονός ότι «στην κρίσιμη στιγμή, πήγε κόντρα στις εισηγήσεις των υπουργών της και αποφάσισε να κρατήσει την Ελλάδα στην ΕΕ».
Η καγκελάριος δήλωσε πρόσφατα ότι δεν επιθυμεί να κάνει η ίδια απολογισμό του έργου της. «Ας το κάνουν άλλοι. Εγώ αισθάνομαι καλά με τον εαυτό μου, με τη ζωή και τη βιογραφία μου. Μου έδωσαν την ευκαιρία να προσφέρω στην πατρίδα μου», είπε χαρακτηριστικά. Γνωρίζει πάντως ότι μακριά από τη Γερμανία, δεν έχει να περιμένει πολλά «ευχαριστώ».