Παρά την μαγική εικόνα που επιμένουν να προπαγανδίζουν το Μαξίμου και τα φιλικά προς την κυβέρνηση ΜΜΕ, η κατάσταση στην Ελλάδα της εποχής Μητσοτάκη επιδεινώνεται συνεχώς.
Η ΕΛΣΤΑΤ έδωσε στη δημοσιότητα την ετήσια έκθεσή της για την οικονομική ανισότητα στη χώρα, με στοιχεία που αφορούν το 2020 – 2021, και σε αυτή καταγράφεται το ακόμη μεγαλύτερο άνοιγμα της ψαλίδας, με τους πλούσιους να πλουτίζουν κι άλλο εις βάρος φτωχότερων, αλλά και εις βάρος του πιο νέου πληθυσμού της χώρας.
Ενδεικτικά, το 25% του πληθυσμού με το υψηλότερο εισόδημα, κατέχει το 45,7% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, με το ποσοστό να αυξάνεται κατά 0,5% σε σχέση με τα στοιχεία της προηγούμενης χρονιάς
Παράλληλα, στην έκθεσή της για τον κίνδυνο φτώχειας, η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει ότι το 28,3% των νοικοκυριών κινδυνεύουν, ποσοστό σχεδόν μία μονάδα αυξημένο σε σχέση με την περσινή έκθεση.
Την ίδια στιγμή αναφέρεται ότι ένα στα δυο νοικοκυριά αδυνατούν να πάνε διακοπές, ένα στα δύο νοικοκυριά αδυνατούν να καλύψουν έκτακτες δαπάνες, ενώ αυξάνεται σταθερά το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν έχει χρήματα για επαρκή ψύξη ή θέρμανση.
Ενδεικτικά
- Το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18- 64 ετών που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίζεται σε 13,6% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, εμφανίζοντας αύξηση κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020. Το ποσοστό για τους άνδρες ανέρχεται σε 12,5% και για τις γυναίκες σε 14,6%.
- Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 5.251 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 11.028 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 8.752 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 17.089 ευρώ.
- Το 2021, το 19,6% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες. Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 765.372 σε σύνολο 4.108.895 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 2.054.015 στο σύνολο των 10.498.099 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της χώρας που διαβιεί σε ιδιωτικά νοικοκυριά.
- Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0- 17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 23,7% σημειώνοντας άνοδο κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020, ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18- 64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 20,6% (18,4% το 2020) και 13,5% (13% το 2020), αντίστοιχα.
- Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 48,2%, ενώ όταν περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα μειώνεται στο 24,7%. Αναφορικά με τα κοινωνικά επιδόματα, αυτά περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, το επίδομα στέγασης, το επίδομα θέρμανσης κ.λπ.), οικογενειακά επιδόματα (όπως επιδόματα τέκνων), καθώς και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή και εκπαιδευτικές παροχές. Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 19,6%, ως εκ τούτου διαπιστώνεται ότι τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 5,1 ποσοστιαίες μονάδες ενώ, εν συνεχεία, οι συντάξεις κατά 23,5 ποσοστιαίες μονάδες. Το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 28,6 ποσοστιαίες μονάδες.
- Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας το 2021 είναι ελαφρώς υψηλότερο για τις γυναίκες (19,8%) σε σχέση με τους άνδρες (19,4%). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους άνδρες και για τις γυναίκες αυξήθηκε κατά 1,9 και 2 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα σε σχέση με το 2020.
- Ο κίνδυνος φτώχειας των νοικοκυριών με έναν ενήλικα και τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί ανέρχεται σε 30,1%, ενώ των νοικοκυριών με τρεις ή περισσότερους ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά ανέρχεται σε 31,5% και των νοικοκυριών με δύο ενήλικες και 2 εξαρτώμενα παιδιά σε 18,1%.
- Οι εργαζόμενοι 18 ετών και άνω αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς (νοικοκυρές κ.λπ.). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους 18 ετών και άνω ανέρχεται σε 11,3%, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020. Αύξηση κατά 1,6 ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες ετών και άνω, ενώ αυξήθηκε κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργαζόμενους άνδρες, με τα αντίστοιχα ποσοστά να διαμορφώνονται σε 8,8% και 13,0%.
- Για τους ανέργους, ο κίνδυνος φτώχειας είναι σημαντικά μεγαλύτερος και ανέρχεται σε 45,4%, παρουσιάζοντας σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών (54,3% και 38,6% αντίστοιχα). Ο κίνδυνος φτώχειας για όσους είναι οικονομικά μη ενεργοί (μη συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων) αυξήθηκε κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες και ανήλθε σε 27,3 %.
- Τέλος, το 6,9% των νοικοκυριών δήλωσε ότι το εισόδημα του αυξήθηκε κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, ενώ το 26,3% των νοικοκυριών ότι μειώθηκε και το 66,7% των νοικοκυριών ότι παρέμεινε το ίδιο. Το 23,7% δήλωσε ότι ο κύριος λόγος αύξησης ή μείωσης του εισοδήματος ήταν η πανδημία (COVID-19), εκ των οποίων το 3,4% δήλωσε ότι αυξήθηκε το εισόδημά του και το 20,4% ότι μειώθηκε.