Αυτό που βιώνει αυτές τις ημέρες η Γερμανία ξεπερνά πλέον τα όρια της παραδοξότητας. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για μια μεγάλη κυβερνητική κρίση πριν ακόμα σχηματιστεί κυβέρνηση, κάτι που δεν προβλέπεται να συμβεί πριν τις 8 Δεκεμβρίου. Η «υπηρεσιακή« καγκελάριος Ανγκέλα Μέρκελ μίλησε για μια δραματική κατάσταση, που όμοια της δεν έχει ζήσει μέχρι τώρα η χώρα, αναφερόμενη στην εξέλιξη της πανδημίας, επανέλαβε ότι τα υπάρχοντα μέτρα δεν αρκούν, αλλά ουσιαστικά το μόνο που έχει να κάνει είναι να προβεί σε παραινέσεις.
Ο υπουργός Υγείας Γιενς Σπαν κυνικά προειδοποίησε ότι στο τέλος του χειμώνα θα υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων: αυτοί που θα έχουν εμβολιαστεί, θα έχουν αναρρώσει ή θα έχουν πεθάνει. Αλλά και αυτός, όπως πρόσθεσε, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να προωθήσει για ψήφιση μια πρόταση νόμου, που θα έχουν προηγουμένως επεξεργαστεί τα τρία κόμματα, τα οποία αναμένεται να σχηματίσουν την επόμενη κυβέρνηση και στα οποία δεν ανήκει το δικό του.
Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν, οι παραδοσιακές αγορές στις περισσότερες πόλεις είτε κλείνουν εντελώς, είτε ανοίγουν με αυστηρούς περιορισμούς και «πρωτόκολα» και οι πολίτες πνίγονται από την αβεβαιότητα, αφού δεν ξέρουν τι τους περιμένει. Και σε αυτό τον τομέα δεν υπάρχει ακόμα εννιαία γραμμή, όπως δεν υπάρχει φυσικά και στα δύο κεντρικά ερωτήματα των ημερών.
Το πρώτο αφορά το αν θα πρέπει να γίνει ένα γενικό lockdown. Οι περισσότεροι πολιτικοί μοιάζουν να θέλουν να το αποφύγουν. Αλλά η Αυστρία είναι πολύ κοντά και η κατάσταση εκεί δεν ήταν και πολύ διαφορετική από ότι στα περισσότερα γερμανικά κρατίδια. Και όσο τα κρούσματα δεν πέφτουν και οι ΜΕΘ γεμίζουν, τόσο θα επιβεβαιώνεται ότι πράγματι τα μέτρα δεν είναι επαρκή.
Το δεύτερο ερώτημα έχει να κάνει με την εισαγωγή ή όχι του υποχρεωτικού εμβολιασμού για όλους, πάλι κατά το πρότυπο που ανακοίνωσε ότι θα εφαρμόσει η Αυστρία από την 1η Φεβρουαρίου. Εδώ τα πράγματα είναι πολύ μπερδεμένα. Η προηγούμενη κυβέρνηση, προεξάρχουσας της ίδιας της κας Μέρκελ ήταν εναντίον ενός τέτοιου μέτρου. Ουσιαστικά την άποψη αυτή συμμερίζονταν και τα υπόλοιπα κόμματα.
Στο μεταξύ όμως δύο πρωθυπουργοί κρατιδίων ο Βαυαρός Χριστιανοκοινωνιστής Μάρκους Ζέντερ και ο Πράσινος Βίνφριντ Κρέτσμερ από τη Βάδη-Βυρτεμβέργη τάχθηκαν υπέρ της ιδέας, ως μοναδικής προοπτικής για να βγει η χώρα από το διαρκές «μπρος-πίσω» σε ότι αφορά την εξέλιξη της πανδημίας. Φυσικά οι θέσεις των δύο πολιτικών από δύο εντελώς διαφορετικούς χώρους είναι ακόμα περισσότερο θεωρητικές. Αντικατοπτρίζουν όμως και την αμηχανία του πολιτικού συστήματος συνολικά.
Η λήψη μιας τέτοιας απόφασης είναι δύσκολη, με δεδομένο ότι και στη Γερμανία το αντιεμβολιαστικό κίνημα παραμένει ισχυρό αν και όχι τόσο βίαιο όσο σε κάποιες άλλες γειτονικές χώρες και συνολικά ο αριθμός των «ανεμβολίαστων από άποψη» αρκετά υψηλός.
Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι στο Βερολίνο απέφυγαν να υιοθετήσουν αυτή την πρόταση, κάνοντας λόγο για υποχρεωτικότητα ίσως μόνο σε κάποιες περιπτώσεις εργαζομένων. Σε καμιά περίπτωση δεν θα ήθελαν να ξεκινήσει η θητεία της νέας κυβέρνησης του «φαναριού» με μια τέτοια σκληρή και σε μεγάλο βαθμό διχαστική απόφαση. Βιώνουν έτσι την πρώτη τους σοβαρή κρίση πριν ακόμα μπορέσουν να παρουσιάσουν ένα ολοκληρωμένο κυβερνητικό πρόγραμμα και μοιράσουν και τα υπουργικά αξιώματα. Στο μεταξύ οι μέρες περνούν, η κατάσταση παραμένει οριακή αν όχι επιδεινούμενη και η προοπτική «χριστουγεννιάτικης κανονικότητας» ουσιαστικά έχει εξαφανιστεί…