Δεκαπέντε υπό εξέλιξη επενδυτικά έργα, συνολικής ακαθάριστης αξίας ανάπτυξης (GDV) στην ολοκλήρωση περίπου 497,6 εκατ., περιλαμβάνει το χαρτοφυλάκιο της Dimand, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ενημερωτικού Δελτίου για την εισαγωγή της στο Χ.Α.
Όπως τόνισε χθες κατά την ενημέρωση του Τύπου ο διευθύνων σύμβουλος και βασικός μέτοχος της εταιρείας, Δημήτρης Ανδριόπουλος, «δεν κυνηγάμε τζίρο αλλά κέρδη, αναπτύσσουμε μόνο εμπορικά κτήρια με καλές αποδόσεις. Μας ενδιαφέρει η ποιοτική δουλειά και η ποιοτική κερδοφορία. Θα είμαστε εστιασμένοι στα κέρδη που διανέμουμε ή επανεπενδύουμε. Δεν θα πάρουμε κτήριο που είναι μακριά από μέσο σταθερής τροχιάς ή δεν έχει business plan».
Απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις, σημείωσε ότι η αύξηση του κόστους στις κατασκευές είναι έως 40%. Αντιμετωπίστηκε, όπως είπε, «γιατί εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης υπήρξε και αύξηση των μισθωμάτων, όπως συνέβη π.χ. στο Μαρούσι που από 17-18 ευρώ το τ.μ. ανά μήνα αναπροσαρμόστηκαν στα 26-27 ευρώ. Την ίδια στιγμή οι ΑΕΕΑΠ έγιναν περισσότερες και αναζητούν ακίνητα».
Ο κ. Ανδριόπουλος, σχολιάζοντας τις συνθήκες υπό τις οποίες γίνεται η εισαγωγή της Dimand στο Χρηματιστήριο (πληθωρισμός, αύξηση επιτοκίων), υπογράμμισε ότι «η εταιρεία ιδρύθηκε το 2002, είναι η 5η ή 6η φορά που αντιμετωπίζει κρίση και έχει φτάσει στο σημείο που βρίσκεται μέσω οργανικής ανάπτυξης. Είμαστε οπαδοί της κοινής λογικής και του λελογισμένου ρίσκου. Ένα επιτυχημένο μοντέλο που ξεκίνησε πριν από 20 χρόνια. Η κοινή λογική λέει ότι πρέπει να παίρνεις αυτά που μπορεί να σου πληρώσει η αγορά. Παράλληλα χρειάζεσαι συνεκτικότητα στην ομάδα. Έχουμε ένα από τα χαμηλότερα human turnover – οι άνθρωποί μας δεν εγκαταλείπουν εύκολα την εταιρεία για να πάνε κάπου αλλού».
Σχετικά με το Ελληνικό είπε ότι δεν υπάρχει, προς το παρόν, καμιά συμφωνία με τη Lamda και τόνισε: «Η επιτυχία του Ελληνικού αφορά ολόκληρο τον κλάδο και τη χώρα. Η ανάγκη να πετύχει είναι πολύ μεγάλη. Αντιλαμβάνεστε εάν το Ελληνικό κρατήσει 20 χρόνια, από πόσους κύκλους θα περάσει».
«Δεν απευθυνόμαστε σε πλούσιους, μεγάλους και εύπορους. Αλλά σε θεσμικούς και σε όλο το κοινό, σε αυτούς που μας ξέρουν, μας έμαθαν και μας ανέλυσαν και θέλουν να διαθέσουν ένα κομμάτι της αποταμίευσής τους» σημείωσε επίσης ο διευθύνων σύμβουλος της Dimand, η οποία με την εισαγωγή της στο Χ.Α. στοχεύει στην άντληση έως και 98 εκατ. ευρώ (υπολογισμός με βάση την ανώτατη τιμή διάθεσης 15 ευρώ ανά μετοχή).
Η δημόσια προσφορά
Το εύρος τιμής διάθεσης θα ανακοινωθεί αύριο. Η δημόσια προσφορά ξεκινά αύριο Τετάρτη 29 Ιουνίου και θα ολοκληρωθεί την Παρασκευή 1η Ιουλίου.
Μεταξύ των έργων που έχει πραγματοποιήσει ή υλοποιεί η εν λόγω εταιρεία συμπεριλαμβάνονται εμβληματικές αναπτύξεις/παρεμβάσεις. Ενδεικτικά αναφέρονται: ο Πύργος του Πειραιά, το πρώην καπνεργοστάσιο της εταιρείας Παπαστράτος στον Άγιο Διονύσιο Πειραιά, το ιστορικό πρώην πολυκατάστημα ΜΙΝΙΟΝ, το πρώτο πράσινο ξενοδοχείο στην Ελλάδα υπό το brand Moxy της Marriott International, το κτήριο της εταιρίας Agemar, συμφερόντων της οικογένειας Αγγελικούση και η «ΟΠΑΠ Arena», το νέο εντυπωσιακό γήπεδο της ΑΕΚ.
Η διάθεση μετοχών
Ειδικότερα, η Dimand Real Estate Development θα προχωρήσει στη δημόσια προσφορά 6.213.100 νέων κοινών μετοχών και στην παράλληλη διάθεση σε περιορισμένο κύκλο προσώπων 325.000 νέων κοινών μετοχών, οι οποίες μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας και υπό τον όρο της πλήρους διάθεσή τους θα αντιπροσωπεύουν 35% του κοινού μετοχικού της κεφαλαίου. Επίσης, έχουν το δικαίωμα επιπρόσθετης κατανομής έως 931.800 υφιστάμενων μετοχών (Overallotment Facility) για την κάλυψη τυχόν αυξημένης ζήτησης.
Οι εν λόγω μετοχές θα διατεθούν στο ευρύ επενδυτικό κοινό και σε δύο Cornerstone Επενδυτές. Πρόκειται για τη Latsco, η οποία προτίθεται να επενδύσει έως 15 εκατ., χωρίς περιορισμό ως προς το ποσοστό το οποίο θα κατέχει μετά την ολοκλήρωση της αύξησης, ενώ η ζήτησή της θα ικανοποιηθεί πλήρως σε περίπτωση υπερκάλυψης της έκδοσης, καθώς και την Orasis, η οποία θα επενδύσει έως 10 εκατ. με περιορισμό μετά την ολοκλήρωση της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου να κατέχει έως 4,99% του συνολικού εκδοθέντος κοινού μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας και η ζήτησή της θα ικανοποιηθεί κατ’ ελάχιστον κατά 80%, σε περίπτωση υπερκάλυψης της έκδοσης.