«Η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναμένεται να κάνουν πλήρη χρήση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, εξασφαλίζοντας μάλιστα το σύνολο των πόρων που δικαιούται. Συνολικά, η χώρα σχεδιάζει να λάβει €12,7 δισεκ. σε δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης μέχρι το 2026».
Αυτό δήλωσε, μεταξύ άλλων, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στο συνέδριο της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) «Future of Retail 2022», ενώ παράλληλα πρόσθεσε ότι «στα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης θα έχουν πρόσβαση τόσο μεγάλες επιχειρήσεις όσο και ΜμΕ. Τα δάνεια αναμένεται να χρηματοδοτήσουν σημαντικά έργα υποδομής, τα οποία αναπόφευκτα εκτελούνται από μεγάλους ομίλους. Παράλληλα όμως υπάρχουν χρηματοδοτικά εργαλεία (όπως αυτό της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας) στο οποίο έχουν πρόσβαση και επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους».
Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία του κ. Στουρνάρα:
Τη διετία 2020-2021 οι επιχειρήσεις που ανήκουν στον τομέα του εμπορίου έλαβαν άνω του 1/5 της συνολικής πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα (21,4%, με βάση την καθαρή ροή χρηματοδότησης), το οποίο ήταν το δεύτερο υψηλότερο μερίδιο μετά από εκείνο της βιομηχανίας. Το διάστημα αυτό, οι εμπορικές επιχειρήσεις χρηματοδοτήθηκαν περισσότερο από όλους τους άλλους τομείς μέσω των προγραμμάτων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, με ευνοϊκούς όρους (ιδιαίτερα μέσω του Ταμείου Εγγυήσεων υπέρ επιχειρήσεων που επλήγησαν οικονομικά από την πανδημία). Επίσης, το Δεκέμβριο του 2021 ο τομέας του εμπορίου εμφάνισε το δεύτερο υψηλότερο υπόλοιπο (μετά τη βιομηχανία) ως προς το συνολικό απόθεμα επιχειρηματικών δανείων, το οποίο ανήλθε σε 12,1 δισεκ. ευρώ δηλ. 20,9% του συνολικού υπολοίπου.
Με βάση τα στοιχεία AnaCredit της Τράπεζας της Ελλάδος για εκταμιεύσεις νέων δανείων (όχι καθαρές ροές, εδώ δηλαδή δεν αφαιρούνται από τα νέα δάνεια τα καταβληθέντα από τους δανειολήπτες χρεολύσια) που δόθηκαν προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, διαπιστώνεται ότι οι ΜΜΕ του κλάδου του εμπορίου απορρόφησαν το 40% περίπου των νέων δανείων προς ΜΜΕ το 2020, το 23% το 2021 και το 25% κατά το α’ τρίμηνο του 2022, που ήταν το υψηλότερο μεταξύ των επιμέρους κλάδων τις περιόδους αυτές— πρωτιά δηλαδή του κλάδου του εμπορίου μεταξύ των μικρομεσαίων–ενώ ακολουθούν οι ΜΜΕ του κλάδου της μεταποίησης με 19% περίπου στις περιόδους αυτές. Στο σύνολο των επιχειρήσεων (ΜΜΕ και μεγάλες επιχειρήσεις) από όλους τους κλάδους, οι εμπορικές επιχειρήσεις απορρόφησαν το υψηλότερο ποσοστό των νέων δανείων (26%) το 2020 και το δεύτερο υψηλότερο μετά τη μεταποίηση το 2021 και το α’ τρίμηνο του 2022 (17,5% και 19,5% αντίστοιχα). Αν και τα ποσοστά συμμετοχής του κλάδου υποχώρησαν σε σχέση με το 2020, εντούτοις σημειώνεται αύξηση του μεριδίου στο σύνολο των νέων δανείων (τόσο των εμπορικών ΜΜΕ όσο και του συνόλου των επιχειρήσεων του κλάδου) κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2021 και α’ τριμήνου 2022.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Έρευνας Τραπεζικών Χορηγήσεων που διεξάγει η Τράπεζα της Ελλάδος ως μέλος του Ευρωσυστήματος τα πιστοδοτικά κριτήρια (οι γενικές αρχές, δηλαδή, με βάση τις οποίες εγκρίνονται ή απορρίπτονται τα αιτήματα δανειοδότησης των εμπορικών επιχειρήσεων) δεν έχουν μεταβληθεί κατά τη τελευταία διετία. Πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, οι ελληνικές τράπεζες στο τέλος του 2021 εκτιμούσαν ότι κατά το α’ εξάμηνο του 2022 ότι θα υπάρξει κάποια βελτίωση στους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις των δανείων προς τις εμπορικές επιχειρήσεις, δηλαδή στα επιτοκιακά περιθώρια και στις ζητούμενες εξασφαλίσεις.
Στο πλαίσιο άλλης έρευνας πεδίου, της έρευνας SAFE για την πρόσβαση των ελληνικών ΜΜΕ σε χρηματοδότηση που διεξάγει η ΕΚΤ σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για την περίοδο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2021, οι ΜΜΕ στην Ελλάδα (στις οποίες περιλαμβάνονται και πολλές εμπορικές επιχειρήσεις, το 30% περίπου του δείγματος) ανέφεραν βελτίωση στη διαθεσιμότητα τραπεζικών δανείων. Για πρώτη φορά στην εν λόγω έρευνα, οι ΜΜΕ δήλωσαν ότι το βασικότερο πρόβλημά τους ήταν η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού αντί για την πρόσβαση σε χρηματοδότηση όπως καταγραφόταν όλα τα προηγούμενα έτη. Από τους παράγοντες που επηρεάζουν την προσφορά χρηματοδότησης, οι ΜΜΕ δήλωσαν στην τελευταία έρευνα ότι η προθυμία των τραπεζών να χορηγήσουν δάνεια αυξήθηκε περαιτέρω ενώ η ευκολότερη πρόσβαση σε προγράμματα χρηματοδοτικής στήριξης με δημόσιους πόρους επιβεβαιώνεται από τις ΜΜΕ για το 2020 και το 2021.
Θα ήθελα όμως να δώσω και μία άλλη διάσταση στο θέμα της χρηματοδότησης των ΜΜΕ. Στην κορύφωση της κρίσης, μερικά χρόνια πριν, το ποσοστό των μη-εξυπηρετούμενων προς το σύνολο των δανείων για τις ΜΜΕ συμπεριλαμβανομένων των Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων είχε ανέλθει στα δυσθεώρητα επίπεδα του 60-65% περίπου. Μπορεί μεγάλο μέρος του χρέους αυτού να έχει μεταφερθεί πλέον εκτός τραπεζικού συστήματος, εντούτοις η δανειακή επιβάρυνση παραμένει, για εταιρείες πολλές εκ των οποίων είναι ακόμα σε λειτουργία. Η διαχείριση των δανείων αυτών από τους NPLs servicers με την παροχή αποτελεσματικών λύσεων ρύθμισης στις ‘βιώσιμες’ επιχειρήσεις είναι εξαιρετικά σημαντική και θα μπορούσε να τις οδηγήσει –υπό όρους και κριτήρια- ξανά εντός του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων. Από εκεί και πέρα –και με την ελπίδα ότι η τρέχουσα αναταραχή λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και της αύξησης του πληθωρισμού θα αποκλιμακωθεί- η βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος και των προσδοκιών θα βελτιώσει αναμφισβήτητα την πρόσβαση των ΜΜΕ στον κλάδο του εμπορίου όπως και σε άλλους κλάδους στην τραπεζική χρηματοδότηση.
Η χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) αποσκοπεί στην προαγωγή της ανθεκτικότητας, στην τεχνολογική πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας. Το RRF θα συμβάλει στην προσέλκυση επενδύσεων, θα αποτελέσει το έναυσμα για την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και θα συντελέσει στην αύξηση της παραγωγικότητας και του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας. Ένα από τα ευνοϊκά αποτελέσματα των επενδύσεων που θα χρηματοδοτήσουν τα κεφάλαια του RRF είναι η πράσινη μετάβαση, η οποία είναι καίριας σημασίας δεδομένης της ενεργειακής κρίσης που ζούμε σήμερα.
Η διαδικασία αξιολόγησης της καταλληλότητας των επενδυτικών σχεδίων για συμμετοχή στα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης περιλαμβάνει δυο στάδια: (1) αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που θα συμμετέχουν στο έργο και (2) αξιολόγηση από ανεξάρτητο ελεγκτή ως προς την τήρηση των κριτηρίων συμμόρφωσης που τίθενται από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την εκπλήρωση των συμφωνημένων στόχων του NGEU.
Η αξιολόγηση είναι απαραίτητη διότι δεν είναι ποτέ δυνατό να επιτευχθούν οι στόχοι του Σχεδίου Ανάκαμψης στηρίζοντας επιχειρήσεις και επενδυτικά σχέδια που απορρίπτονται με βάση τραπεζικά κριτήρια. Αν τα κεφάλαια του RRF χρησιμοποιηθούν για να δοθεί παράταση ζωής σε επιχειρήσεις που δεν έχουν προοπτικές τότε δεν θα βελτιωθεί η ευημερία του κοινωνικού συνόλου και οι τράπεζες θα ζημιώσουν. Μην ξεχνάμε ότι ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δίνει πολύ μεγάλη βαρύτητα στην αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων, με τον πλέον οικονομικά αποδοτικό τρόπο. Μάλιστα αν παρουσιασθούν πολλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια συνδεόμενα με κεφάλαια του RRF, υπάρχει κίνδυνος να δυσχερανθεί η εκταμίευση των επόμενων δόσεων του RRF. Θα έχουμε επίσης νέα χειροτέρευση της ποιότητας των ισολογισμών των τραπεζών αν ξαναδημιουργηθούν μη εξυπηρετούμενα δάνεια, με αποτέλεσμα να περιοριστούν ξανά οι δυνατότητες των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία.
Πρέπει να επισημάνω ότι στα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης θα έχουν πρόσβαση τόσο μεγάλες επιχειρήσεις όσο και ΜΜΕ. Τα δάνεια αναμένεται να χρηματοδοτήσουν σημαντικά έργα υποδομής, τα οποία αναπόφευκτα εκτελούνται από μεγάλους ομίλους. Παράλληλα όμως υπάρχουν χρηματοδοτικά εργαλεία (όπως αυτό της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας) στο οποίο έχουν πρόσβαση και επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους.
Συγκεκριμένα υπάρχουν τρεις δίαυλοι χρηματοδότησης αποκλειστικά προς τις ΜΜΕ:
- Το Εθνικό σχέδιο περιλαμβάνει ως προτεραιότητα επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις μεταξύ άλλων για την προώθηση της υιοθέτησης ψηφιακών τεχνολογιών από τις ΜΜΕ (π.χ. εγκατάσταση τεχνολογιών κυβερνοασφάλειας, συμμετοχή σε πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου κ.λπ.)
- Η Ελλάδα θα διοχετεύσει 500 εκατ. ευρώ από το σύνολο των πόρων του RRF μέσω του προγράμματος InvestEU. Με τους πόρους αυτούς θα καλυφθούν εγγυήσεις προκειμένου να υλοποιηθούν ιδιωτικές επενδύσεις και θα χρηματοδοτηθούν μετοχικά κεφάλαια των ΜΜΕ ειδικότερα.
- Η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα Επενδύσεων θα χρηματοδοτήσει επενδύσεις των ΜΜΕ, με 500 εκατ. ευρώ από τα κονδύλια του RRF. Τα κεφάλαια αυτά θα διατεθούν μέσω νεοσύστατου ταμείου (του «Καινοτόμου Υπερταμείου Συνεπενδύσεων») με συμμετοχή του σε εταιρίες διαχείρισης επενδυτικών κεφαλαίων (Mezzanine Fund of Funds) (με συμμετοχή του Ταμείου κατά 70% της αξίας των επενδύσεων και ιδιωτική συμμετοχή κατά 30%).
Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι τα επενδυτικά σχέδια τα οποία θα στηρίξει το RRF που δεν θα πραγματωθούν από ΜΜΕ δεν σημαίνει ότι δεν θα έχουν οφέλη για τις ΜΜΕ. Σε όλες τις οικονομίες οι ΜΜΕ χρηματοδοτούνται σε σημαντική έκταση από μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες ενεργούν συνήθως ως προμηθευτές τους. Η διαθεσιμότητα και οι όροι αυτών των εμπορικών πιστώσεων θα βελτιωθούν στο μέτρο που η πρόσβαση των μεγάλων επιχειρήσεων στην τραπεζική χρηματοδότηση θα διευρύνεται με τη στήριξη του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Τέλος ας μην ξεχνάμε ότι παράλληλα με το Ταμείο Ανάκαμψης, υπάρχουν και άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα (ΕΣΠΑ) που απαιτούν την συγχρηματοδότηση με τον ιδιωτικό τομέα. Επομένως, οι ΜΜΕ έχουν πρόσβαση σε πλήθος ευρωπαϊκών κονδυλίων, πάντα με την προϋπόθεση υποβολής βιώσιμων επενδυτικών σχεδίων.
Ως προς το ενδεχόμενο αναξιοποίητων πόρων, η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης που αναμένεται να κάνουν πλήρη χρήση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, εξασφαλίζοντας μάλιστα το σύνολο των πόρων που δικαιούται. Συνολικά, η χώρα σχεδιάζει να λάβει €12,7 δισεκ. σε δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης μέχρι το 2026.
Η πανδημία δημιούργησε έντονη αβεβαιότητα, άρα δεν ήταν δυνατό να έχουμε γενική και αξιόλογη άνοδο των επενδύσεων σε εξοπλισμό το 2020, δηλαδή το πρώτο έτος της πανδημίας. Όμως, μετά από μια ανεπαίσθητη μείωση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου το 2020, το 2021 οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 20% περίπου και αναμένεται να αυξάνονται με ρυθμό πάνω από 10% τα επόμενα χρόνια. Επίσης, η αντιμετώπιση της πανδημίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο οδήγησε στη σύσταση του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας (RRF) που για τη χώρα μας σημαίνει στήριξη κυρίως με κεφάλαια και δευτερευόντως με χαμηλότοκα δάνεια 31 δισεκ. ευρώ, πράγμα που κατ’ εξοχήν θα οδηγήσει κατά τα επόμενα έτη στην κινητοποίηση πολλαπλάσιων πόρων και σε επιτάχυνση των επενδύσεων.
Όσον αφορά τις καταθέσεις, τον Απρίλιο 2022, οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα διαμορφώθηκαν σε €178 δις και παρουσιάζουν αύξηση κατά €35 δις σε σχέση με τον Δεκ. 2019. Παρά την σημαντική αύξησή τους τα τελευταία χρόνια, οι καταθέσεις ακόμα υπολείπονται από τα επίπεδα του 2009-10, που ξεπερνούσαν τα €200 δις.
Η αύξηση των καταθέσεων συνδέεται με την στήριξη που παρείχε η κυβέρνηση και οι ελληνικές τράπεζες αλλά και η ευρωπαϊκή επιτροπή στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις, εν μέρει με τη μορφή δανειακών πόρων, προκειμένου να μην πληγούν από την απότομη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας στην οποία οδήγησε η πανδημία. Έτσι η στήριξη που μεταφράσθηκε και σε άνοδο των καταθέσεων απέτρεψε πολυετή καθίζηση των επενδύσεων η οποία θα συνέβαινε αν οι συνέπειες της πανδημίας έμεναν χωρίς αντιστάθμιση. Η αύξηση των καταθέσεων συνδέεται και με τη αναβολή καταναλωτικών και άλλων (επενδυτικών) δαπανών οι οποίες δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθούν κατά τις οξείες φάσεις της πανδημίας είτε διότι τα καταστήματα ήταν κλειστά είτε διότι παρατηρούνταν παγκόσμιες ελλείψεις προϊόντων. Εδώ και μερικούς μήνες η συσσώρευση των καταθέσεων από τις επιχειρήσεις αντιστρέφεται σιγά-σιγά υποβοηθώντας την αύξηση της συνολικής δαπάνης της οικονομίας και αντισταθμίζοντας την αρνητική επίδραση των αυξήσεων των τιμών της ενεργείας και των τροφίμων.
Όσο για αύξηση των επιτοκίων που απειλεί τις επενδύσεις—τα τραπεζικά επιτόκια είναι επί του παρόντος σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα και σε ονομαστικούς όρους υπολείπονται σημαντικά του πληθωρισμού δηλαδή τα πραγματικά επιτόκια είναι πολύ χαμηλότερα από ό,τι σε προηγούμενα έτη.
Με βάση τα δημοσιευμένα στοιχεία της ΕΚΤ, το κόστος δανεισμού στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα στην ευρωζώνη, τόσο για επιχειρήσεις όσο και για νοικοκυριά. Οι διαφορές είναι μεγαλύτερες στα σχετικά μικρά επιχειρηματικά δάνεια, τα δάνεια δηλαδή ποσών κάτω του 1 εκατ. ευρώ. Τον Μάρτιο 2022 το επιτόκιο των δανείων αυτών στην Ελλάδα ήταν 3,90%, ενώ ο μέσος όρος στη ζώνη του ευρώ ήταν 1,68%, δηλαδή 2,22 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερα.
Στην Ελλάδα πάντως, τα δανειακά επιτόκια των τραπεζών έχουν μειωθεί σημαντικά τον τελευταίο καιρό: το μέσο επιτόκιο των τοκοχρεωλυτικών δανείων προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το Μάρτιο 2022, διαμορφώθηκε στο 3,19% σε σχέση με 3,75% τον Ιανουάριο 2020. Το επιτόκιο των αλληλόχρεων λογαριασμών (μέσω των οποίων κυρίως δανείζονται οι μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις) διαμορφώνεται σε υψηλότερο επίπεδο, 4,43%, το οποίο πάντως έχει μειωθεί κατά 0,62 εκατοστιαίες μονάδες σε σχέση με τον Ιανουάριο 2020.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η απόκλιση στο κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων μεταξύ Ελλάδος και ζώνης του ευρώ περιορίστηκε τα τελευταία χρόνια: σε 170 μονάδες βάσης (μ.β.) κατά μέσο όρο την περίοδο 2020-2022 έναντι 290 μ.β. κατά μέσο όρο την περίοδο 2011-2019. Αυτό βεβαίως ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της διευκολυντικής ενιαίας νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
Το ύψος των επιτοκίων τραπεζικού δανεισμού αντανακλά και τον πιστωτικό κίνδυνο κάθε χώρας, αλλά και την ανάγκη των τραπεζών να αποφύγουν την καταγραφή μεγάλων ζημιών, λόγω του σχετικά υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων, και να αποτρέψουν τη διάβρωση της κεφαλαιακής τους βάσης. Όσο ανακάμπτει η οικονομική δραστηριότητα, όσο πλησιάζουμε προς την επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας για τους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου και όσο προχωρεί η εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών, τόσο η διαφορά του κόστους του χρήματος στην Ελλάδα έναντι των άλλων ευρωπαϊκών χωρών θα μικραίνει.
Τέλος, το κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων εξαρτάται και από διαρθρωτικούς παράγοντες της οικονομίας. Για παράδειγμα, η αύξηση του μέσου μεγέθους των επιχειρήσεων, η ενίσχυση της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητάς τους, αλλά και η ανάπτυξη της εγχώριας κεφαλαιαγοράς υποβοηθούν την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε φθηνή χρηματοδότηση. Με την ανάπτυξη της κεφαλαιαγοράς οι τράπεζες έρχονται αντιμέτωπες με επιπλέον ανταγωνισμό ως προς την παροχή χρηματοδοτικών πόρων προς τις ΜΜΕ και ο ανταγωνισμός οδηγεί ως συνήθως σε μειώσεις των τιμών.