Του Νίκου Σμυρναίου
Το πρόγραμμα της Λεπέν περιέχει καθαρά ρατσιστικές πολιτικές, όπως η «εθνική προτίμηση» που δίνει προτεραιότητα στους Γάλλους σε βάρος των ξένων και όσων έχουν διπλή υπηκοότητα σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στην εργασία, στην υγεία και στα κοινωνικά βοηθήματα. Επίσης, μια νίκη της Λεπέν θα απελευθέρωνε το μίσος και τη βία των νεοφασιστικών γκρουπούσκουλων, τα οποία πολλαπλασιάζονται τα τελευταία χρόνια στη χώρα, υποθαλπόμενα συχνά από την ίδια την αστυνομία.
Σε επιφανειακή ανάγνωση οι προεδρικές εκλογές στη Γαλλία φαίνονται ως ριμέικ του 2017: Μακρόν και Λεπέν θα αναμετρηθούν ξανά στην τελική ευθεία, με τον πρώτο να είναι το φαβορί για επανεκλογή. Στην πραγματικότητα όμως η κατάσταση είναι πιο σύνθετη. Κι ένα από τα πρωταρχικά διακυβεύματα της μετεκλογικής περιόδου είναι το μέλλον της Αριστεράς στην Ευρώπη.
Τα σημαντικότερα συμπεράσματα που προκύπτουν από τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου είναι τρία: κατάρρευση της παραδοσιακής αστικής Δεξιάς προς όφελος της Ακροδεξιάς και του ακραίου Κέντρου· εκλογική καθίζηση της Κεντροαριστεράς προς όφελος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, η οποία καθίσταται πλέον τρίτος πόλος του γαλλικού πολιτικού συστήματος· συνεχιζόμενη αύξηση της αποχής με 2,5 εκατομμύρια περισσότερους εγγεγραμμένους ψηφοφόρους που απείχαν σε σχέση με το 2017.
Παραδόξως, η επιτυχία της Λεπέν έγκειται στο γεγονός ότι επικέντρωσε την καμπάνια της σε άξονες όπως η αγοραστική δύναμη και η απαίτηση για περισσότερη δημοκρατία, δύο θέματα που αποτέλεσαν κεντρικά αιτήματα του μαζικού κινήματος διαμαρτυρίας των Κίτρινων Γιλέκων. Αποκρύπτοντας τα εθνικιστικά και ξενοφοβικά στοιχεία του προγράμματός της και υποκριτικά προβάλλοντας ένα κοινωνικό προσωπείο, η Λεπέν κατάφερε να προσεταιριστεί μεγάλο κομμάτι των λαϊκών στρωμάτων και των εργαζόμενων χαμηλού εισοδήματος και μορφωτικού επιπέδου. Πάντως, ο αριθμός των ψηφοφόρων της Λεπέν δεν αυξήθηκε εντυπωσιακά, καθώς ανέβηκε μόνο κατά 400 χιλιάδες, από 7,7 εκατομμύρια ψήφους στον πρώτο γύρο των εκλογών του 2017 σε 8,1 εκατομμύρια το 2022.
Ενα άλλο γεγονός που τελικά ωφέλησε τη Λεπέν ήταν η υποψηφιότητα του Ερίκ Ζεμούρ, πρώην δημοσιογράφου και σχολιαστή στα τηλεπαράθυρα. Ο Ζεμούρ χρησιμοποίησε τόσο ωμό ρατσιστικό και εθνικιστικό λόγο κατά τη διάρκεια της καμπάνιας που κατέστησε τη Λεπέν συμπαθητική για μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης. Τελικά, ο Ζεμούρ, παρά την πρωτοφανή προώθησή του από τα κυρίαρχα ΜΜΕ και τη συστηματική δημοσκοπική υπερεκτίμηση της δυναμικής του, δεν κατάφερε παρά να προσελκύσει ένα μικρό τμήμα της αντιδραστικής ανώτερης αστικής τάξης.
Από την πλευρά του, ο Μακρόν επωφελήθηκε κι αυτός από την κατάρρευση της παραδοσιακής Δεξιάς κερδίζοντας ένα εκατομμύριο ψήφους σε σχέση με το 2017, φτάνοντας τα 9,7 εκατομμύρια. Η αύξηση αυτή οφείλεται και στην ουκρανική κρίση που ώθησε ένα κομμάτι των ψηφοφόρων να επιλέξουν τη σταθερότητα. Πάντως, η εκλογική βάση του Μακρόν παραμένει στενή και περιορίζεται στα φιλελεύθερα αστικά στρώματα υψηλού βιοτικού και μορφωτικού επιπέδου, καθώς και στους συνταξιούχους.
Ετσι, η εκλογική δεξαμενή του Μακρόν για τον δεύτερο γύρο είναι πολύ μικρότερη σε σχέση με το 2017. Αυτό οφείλεται στη βίαιη καταστολή των κοινωνικών κινημάτων, την οικονομική μεροληψία υπέρ των πλουσιότερων, τις αυταρχικές πολιτικές και τους περιορισμούς των ατομικών ελευθεριών κατά την περίοδο της πανδημίας, καθώς και στον υπεροπτικό και πολωτικό λόγο του που τον κατέστησαν εξαιρετικά αντιπαθή στις πλατιές μάζες. Κατά συνέπεια το παραδοσιακό επιχείρημα του «δημοκρατικού φράγματος» ενάντια στην Ακροδεξιά δεν πείθει πλέον μέχρι και το ένα τρίτο των αριστερών ψηφοφόρων που φαίνεται να προτιμούν την αποχή. Ετσι, ενώ ο Μακρόν είχε συγκεντρώσει 66% έναντι της αντιπάλου του το 2017, σήμερα οι δημοσκοπήσεις τού δίνουν μικρό προβάδισμα της τάξης του 51% με 53%, κάτι που καθιστά το ματς αμφίρροπο και την προοπτική νίκης της Ακροδεξιάς ρεαλιστική.
Ενα τέτοιο ενδεχόμενο θα ήταν δραματικό για τη Γαλλία, δεδομένου ότι το πρόγραμμα της Λεπέν περιέχει καθαρά ρατσιστικές πολιτικές, όπως η «εθνική προτίμηση» που δίνει προτεραιότητα στους Γάλλους σε βάρος των ξένων και όσων έχουν διπλή υπηκοότητα σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στην εργασία, στην υγεία και στα κοινωνικά βοηθήματα. Επίσης, μια νίκη της Λεπέν θα απελευθέρωνε το μίσος και τη βία των νεοφασιστικών γκρουπούσκουλων, τα οποία πολλαπλασιάζονται τα τελευταία χρόνια στη χώρα, υποθαλπόμενα συχνά από την ίδια την αστυνομία. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν καταστροφική για την Ε.Ε., καθώς θα ενίσχυε ακόμη περισσότερο τον εθνικιστικό λαϊκισμό και τον ευρωσκεπτικισμό του Ορμπαν και των συμμάχων του.
Ο μεγάλος αυτός κίνδυνος αντισταθμίζεται, εν μέρει, από την άνοδο της εκλογικής δύναμης της ριζοσπαστικής Αριστεράς κατά 1,5 εκατομμύριο ψήφους σε σχέση με το 2017 (από 7 σε 8,5 εκατομμύρια). Η ανάδειξη της υποψηφιότητας του 70χρονου Ζαν-Λικ Μελανσόν στην τρίτη θέση, μια ανάσα από τη Λεπέν (περί τις 400 χιλιάδες ψήφους, όσο δηλαδή και η εκλογική άνοδος της τελευταίας σε σχέση με το 2017) συνδυάστηκε με τη στασιμότητα των Οικολόγων και την καθίζηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ετσι η Λαϊκή Ενωση, σχήμα που υποστήριξε την υποψηφιότητα του Μελανσόν, κέρδισε την ηγεμονία στον χώρο αριστερά του Μακρόν στη βάση ενός ριζοσπαστικού προγράμματος υπέρ της οικολογίας και του δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Ο Μελανσόν δρέπει έτσι τα κέρδη της αναγνωρισιμότητάς του έπειτα από τρεις υποψηφιότητες για πρόεδρος της Γαλλίας, καθώς και της οργανωμένης και επιμελούς καμπάνιας του, αλλά και της προσήλωσης του ίδιου ως υποψηφίου όπως και της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας τα τελευταία πέντε χρόνια στην υπεράσπιση της οικολογίας, της ισότητας, των ατομικών ελευθεριών και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Καταφέρνει έτσι να κερδίσει την εκλογική πρωτοκαθεδρία στους νέους κάτω των 35, στις λαϊκές γειτονιές και σε όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις, του Παρισιού συμπεριλαμβανομένου. Υποστηρίζεται από μια συμμαχία εργαζόμενων μέσου βιοτικού επιπέδου, προοδευτικών αστικών στρωμάτων υψηλής εκπαίδευσης, κινηματικών και συνδικαλιστών καθώς και μουσουλμάνων, οι οποίοι αποτελούν τον αποδιοπομπαίο τράγο της καθεστηκυίας τάξης.
Η ανάδυση αυτού του ισχυρού προοδευτικού πόλου με ριζοσπαστικό στίγμα ήρθε παρά το δυσμενές πλαίσιο, που δημιούργησε η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία, και παρά την απουσία ουσιαστικού δημόσιου διαλόγου για σημαντικά ζητήματα, όπως οι κοινωνικές ανισότητες και η κλιματική αλλαγή, και την ετεροβαρή κάλυψη των κυρίαρχων ΜΜΕ.
Ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου των προεδρικών, το επόμενο κρίσιμο βήμα είναι οι βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου. Η Λαϊκή Ενωση έχει ήδη προτείνει τη δημιουργία εκλογικού συνασπισμού με τους Οικολόγους, το ΚΚΓ και το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα. Αν το εγχείρημα πετύχει, η γαλλική Αριστερά θα έχει πλέον απαλλαγεί σε μεγάλο βαθμό από την τροχοπέδη της νεοφιλελεύθερης και αντιδραστικής συνιστώσας της που εκφραζόταν μέσα από το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Αυτό θα της επέτρεπε να ασκήσει ριζοσπαστική αντιπολίτευση αγκαλιάζοντας τα δημοκρατικά αντικαπιταλιστικά, αντιρατσιστικά, φεμινιστικά και οικολογικά κινήματα της εποχής, προετοιμάζοντας μια επικείμενη άνοδο στην εξουσία και δημιουργώντας έτσι μια ευρωπαϊκή δυναμική που θα μπορούσε να αλλάξει τους συσχετισμούς μέσα στην Ε.Ε.
* Αναπληρωτής καθηγητής στην Πολιτική Οικονομία της Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης
Πηγή: efsyn.gr