Σύμφωνα με την Έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ, για το έτος 2021(σ.223)
«Η μηνιαία καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης (νέα δάνεια μείον εξοφλήσεις χρεολυσίων παλαιών δανείων) προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) κατά μέσο όρο στη διάρκεια του 2021 ήταν πολύ χαμηλότερη από ό,τι το 2020. Η μέση μηνιαία καθαρή ροή χρηματοδότησης περιορίστηκε σε 206 εκατ. ευρώ το 2021, ήταν δηλαδή χαμηλότερη από το ήμισυ εκείνης του 2020 (559 εκατ. ευρώ).
Το ίδιο ισχύει για την ακαθάριστη ροή (δηλαδή για τις εκταμιεύσεις) νέων τραπεζικών δανείων σταθερής λήξης προς τις ΜΧΕ: στη διάρκεια του 2021 ήταν μειωμένη κατά περίπου το 1/3 σε σύγκριση με το 2020. Η μέση μηνιαία ακαθάριστη ροή τραπεζικών δανείων τακτής λήξης προς τις ΜΧΕ ήταν σημαντική, καθώς διαμορφώθηκε σε 988 εκατ. ευρώ το 2021, αν και μειώθηκε κατά -27% έναντι του 2020».
Σύμφωνα πάντα με την Έκθεση: «Ο περιορισμός της πιστωτικής επέκτασης προς τις ΜΧΕ συνολικά κατά το περασμένο έτος αντανακλά μεταξύ άλλων την εξάντληση των κεφαλαίων από τα προγράμματα ενίσχυσης της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις (στους πληγέντες, από τις επιπτώσεις της πανδημίας, τομείς της οικονομίας), υπό τη διαχείριση της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας. Η συμμετοχή των προγραμμάτων αυτών στις συνολικές χορηγήσεις ήταν ιδιαίτερα υψηλή το 2020, χωρίς να είναι όμως αμελητέα και η συμβολή τους το 2021».
Το βασικό χαρακτηριστικό αυτών των δανείων είναι οι εγγυήσεις του Δημοσίου προς τις εμπορικές τράπεζες, οι οποίες ουσιαστικά εκμηδενίζουν τον πιστωτικό κίνδυνο. Διαβάζουμε, λοιπόν, στην Έκθεση:
«Από τις εκταμιεύσεις τραπεζικών δανείων συνδεόμενων με χρηματοδοτικά εργαλεία το μεγαλύτερο ποσοστό (81%) αφορούσε προγράμματα εγγυοδοσίας. Σημαντικότερα σε όρους όγκου δανείων υπήρξαν το “Ταμείο Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων COVID-19” της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ) και το πρόγραμμα “COSME” του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων (EIF). Στα προγράμματα εγγυοδοσίας το Δημόσιο αναλαμβάνει μέρος του πιστωτικού κινδύνου που διαφορετικά θα αντιμετώπιζε η δανείστρια τράπεζα. Συνεπώς, η τράπεζα υποχρεώνεται να μειώσει τις απαιτήσεις της για εμπράγματες εξασφαλίσεις από τους δανειολήπτες. Παράλληλα, η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για κάλυψη των δανείων με ίδια κεφάλαια περιορίζεται σε σύγκριση με τα δάνεια χωρίς κρατικές εγγυήσεις».
Δύο ακόμη λόγους επικαλείται η Έκθεση για τη μείωση των χορηγήσεων το 2021.
Ο πρώτος αφορά «στη δημιουργία κάποιων νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, ως οικονομική επίπτωση της πανδημίας, η οποία αύξησε τις τραπεζικές εκτιμήσεις του πιστωτικού κινδύνου, ιδιαίτερα στην περίπτωση των ΜΜΕ». Ειρήσθω εν παρόδω, αναμένουμε το ύψος των νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Ο δεύτερος για τον οποίο «Οι επιχειρήσεις μείωσαν την προσφυγή τους σε τραπεζικό δανεισμό το 2021, επειδή είχαν ήδη σχηματίσει ικανοποιητικά αποθέματα ρευστότητας από το 2020, οπότε είχαν αντλήσει πλεονάζοντα δανειακά κεφάλαια για λόγους πρόνοιας έναντι των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Τα αποθέματα αυτά τροφοδοτήθηκαν και από δημοσιονομικά μέτρα, δηλαδή την “επιστρεπτέα προκαταβολή” και τη χρονική μετάθεση των φορολογικών υποχρεώσεων, καθώς και από το μέτρο της αναστολής συμβάσεων εργασίας με κρατική αποζημίωση».
Επίσης στην Έκθεση σημειώνονται και τα ακόλουθα σχετικά με τις δυνατότητες του ελληνικού τραπεζικού συστήματος να προβεί σε αυξημένες χορηγήσεις, λόγω της εύκολης πρόσβασης του σε διαθέσιμους πόρους: « η προσέλκυση περισσότερων νέων καταθέσεων πελατών το 2021 είναι συνεπής με αυξημένες δυνατότητες χορήγησης πιστώσεων από τις τράπεζες. Η άντληση πόρων, με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους, εκ μέρους των τραπεζών από το Ευρωσύστημα (κυρίως μέσω των πράξεων TLTRO III –Πρόγραμμα Στοχευμένων Συναλλαγών Μακροχρόνιας Αναχρηματοδότησης) παρέμεινε σημαντική το 2021 και ενθάρρυνε πολλαπλώς την προσφορά δανείων προς τις επιχειρήσεις».
Ας ρίξουμε μια ματιά στο πως συγκεκριμένα εξελίχθηκαν τα γεγονότα το 2021. Οι ελληνικές τράπεζες άντλησαν μέσω του προγράμματος TLTRO 50,8 δισ. ευρώ. Συγκεκριμένα, η Alpha Bank έχει αντλήσει μέσω TLTRO 13 δισ. ευρώ, η Εθνική 11,6 δισ. ευρώ, η Eurobank 11,7 δισ. και η Τράπεζα Πειραιώς 14,5 δισ. ευρώ. Παράλληλα οι καταθέσεις τους στην ΕΚΤ, το τέλος του 2021 ανήλθαν σε 53,7 δις ευρώ. Ανά τράπεζα: η Alpha Bank 11 δισ. ευρώ, η Εθνική 15 δισ. ευρώ, η Eurobank 13 δισ. ευρώ και η Πειραιώς 14,7 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι η αντληθείσα ρευστότητα από την ΕΚΤ όχι μόνο δεν διοχετεύτηκε για εκεί που προοριζόταν – δηλαδή σε χορηγήσεις στις επιχειρήσεις- αλλά επέστρεψε… αυξημένη ως κατάθεση στην ΕΚΤ. Μάλιστα η υπερβάλλουσα ρευστότητα το 2021, τα 54 δις ευρώ, ήταν πολύ μεγαλύτερη από το 2020, που ήταν 31 δις ευρώ. Φυσικά οι τράπεζες αποκομίζουν επιτοκιακά έσοδα από αυτή την ενέργεια, δεδομένου ότι λαμβάνουν τα δάνεια καταβάλλοντας επιτόκιο -0,1 % ενώ στις καταθέσεις στην ΕΚΤ δέχονται (ουσιαστικά καταβάλλουν) επιτόκιο -0,05% . Συνεπώς κερδίζουν τη διαφορά του 0,05%.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι η άφθονη ρευστότητα που παρασχέθηκε από το ΕΚΤ δεν χρησιμοποιήθηκε αποτελεσματικά για τους λόγους που χορηγήθηκε αλλά αξιοποιήθηκε από τις τράπεζες προς αποκόμιση, χωρίς κόπο και κίνδυνο, επιπλέον εσόδων…
Η ακρίβεια πλήττει ανισομερώς πλούσια και φτωχά νοικοκυριά: 15% ο πληθωρισμός για τους φτωχούς
Το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε χάρη στις επιδοτήσεις, αλλά η αγοραστική δύναμη υποχωρεί