Παρακολουθώντας ή διαβάζοντας κανείς έστω και διαγωνίως τις τοποθετήσεις κυβερνητικών στελεχών, αξιωματούχων της ΕΕ, επιχειρηματιών και επενδυτών στο Φόρουμ των Δελφών, που κυριάρχησε στην επικαιρότητα τις προηγούμενες μέρες, αποκόμιζε την εντύπωση ότι εκεί έπνεε ένας άλλος αέρας. Καμιά σχέση με τα δυσοίωνη εικόνα που αναδύουν ακόμη και τα φιλικά προς την κυβέρνηση ραδιοτηλεοπτικά, διαδικτυακά και έντυπα ΜΜΕ για τις αβεβαιότητες του ουκρανικού πολέμου, την ανησυχία για τις τιμές και την ενεργειακή κρίση, τη δυσφορία της κοινής γνώμης για τους λογαριασμούς ρεύματος. Η συντριπτική πλειοψηφία των εκατοντάδων που πήραν μέρος αντιμετώπισαν τον πόλεμο, τις κυρώσεις και τις συνέπειές τους σαν κάτι παροδικό και εξέφραζαν συγκρατημένη αισιοδοξία για τις τελικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας.
Δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό αυτή η συγκρατημένη πλην προφανής αισιοδοξία, ιδιαίτερα της εγχώριας επιχειρηματικότητας, είναι προϊόν ρεαλιστικής εκτίμησης και προσδοκίας ή μια «θεραπεία» θετικής ψυχολογίας, με τη φιλοδοξία να μεταδοθεί στην ευρύτερη κοινή γνώμη.
Το σίγουρο είναι ότι στο ανώτερο στρώμα της επιχειρηματικής κοινότητας υπάρχουν αρκετοί λόγοι κάποιας αισιοδοξίας, στον αντίποδα της αβεβαιότητας και της απαισιοδοξίας που κατακλύζει την κοινωνική πλειοψηφία.
Ενας λόγος αφορά την ικανοποιητική έως πολύ υψηλή κερδοφορία που καταγράφει η πλειοψηφία των μεγάλων επιχειρήσεων στους περισσότερους κλάδους, από τις τράπεζες μέχρι την ενέργεια και τις κατασκευαστικές. Η θεαματική βελτίωση των ισολογισμών των επιχειρήσεων το 2021 ήταν βεβαίως λογιστικά αναμενόμενη, αφού το 2020 ήταν η χρονιά των μεγάλων λοκντάουν και της βαθιάς ύφεσης, άρα η σύγκριση ήταν συντριπτική. Ωστόσο, πέραν της λογιστικής βελτίωσης, οι μεγαλύτερες εισηγμένες επιχειρήσεις έχουν συγκεντρώσει σημαντικά αποθέματα ρευστότητας. Ένα μέρος τους χρησιμοποιείται για να απορροφηθούν τα αυξημένα κόστη ενέργειας και πρώτων υλών, ένα άλλο σε επενδυτικά σχέδια που η πανδημία είχε παγώσει.
Δεύτερος λόγος της συγκρατημένης επιχειρηματικής (και της ασυγκράτητης κυβερνητικής) αισιοδοξίας είναι η εκτίμηση για πολύ καλή επίδοση στον τουρισμό φέτος, που ευνοείται με πολλούς τρόπους από τη συγκυρία. Οι μεγαλύτεροι tour operators εκτιμούν ότι η Ελλάδα ευνοείται για ποικίλους λόγους ως προορισμός και ότι οι αφίξεις του 2019 μπορούν να ανακτηθούν. Ωστόσο, για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις η αγωνία είναι αν τα έσοδα από τις αυξημένες αφίξεις από το εξωτερικό θα αντισταθμίσουν επαρκώς τα αυξημένα κόστη λειτουργίας, ιδιαίτερα το ενεργειακό και την απώλεια του εσωτερικού τουρισμού, που οι ανατιμήσεις μπορούν να τον κρατήσουν μακριά από διακοπές.
Τρίτη και σημαντικότερη πηγή αισιοδοξίας αποτελούν τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ. Καθώς η πρώτη δόση του Ταμείου ύψους 3,6 δισ. ευρώ εκταμιεύτηκε και τα χρήματα θα αρχίσουν να χρηματοδοτούν δημόσια έργα ή ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια, διαμορφώνεται η πεποίθηση ότι το χρήμα που θα πέσει θα αντισταθμίσει την αρνητική ψυχολογία που επικρατεί στην κοινή γνώμη με επίκεντρο τον πληθωρισμό. Εκτός από την πρώτη δόση, η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να πάρει φέτος από το Ταμείο Ανάκαμψης άλλα 6 δισ. ευρώ, επιδοτήσεις και δάνεια. Μαζί με την προκαταβολή 3,9 δισ. που έχει ήδη πάρει, η κυβέρνηση θα έχει θεωρητικά στη διάθεσή της φέτος ποσό από 9,5-13 δισ. ευρώ, δηλαδή τουλάχιστον 5% του ΑΕΠ. Ακόμη και με μηδενική πολλαπλασιαστική δύναμη, αυτά τα ποσά στηρίζουν ένα ελάχιστο βαθμό ανάπτυξης 2,5%-3%.
Κατ’ αναλογία, σημαντικές εκταμιεύσεις αναμένονται από το ΕΣΠΑ, από την Κοινή Αγροτική Πολιτική και από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Αυτός ο μικρός Πακτωλός πόρων είναι λογικό να συντηρεί αισιοδοξία σε κυβέρνηση και επιχειρηματικούς ομίλους. Το πρόβλημα όμως είναι ότι τα έργα και οι δράσεις έχουν ενταχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης, από τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό μέχρι τα κατασκευαστικά, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από εισαγόμενες πρώτες ύλες και αγαθά, εκτεθειμένα στο διεθνές κύμα ανατιμήσεων. Ετσι, ένα σημαντικό τμήμα της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης προορίζεται να ξαναβγεί εκτός χώρας, ψαλλιδίζοντας έτσι το τελικό αποτέλεσμα σε ΑΕΠ και θέσεις εργασίας.
Αλλ’ αυτό ελάχιστα απασχολεί την κυβέρνηση, που θέλει να σπρώξει τον χρόνο μέχρι τις εκλογές, και τους επιχειρηματικούς ομίλους, που προτεραιότητα έχουν να αναπληρώσουν ταχύτατα τον χαμένο χρόνο και χρήμα της πανδημίας.