Η συζήτηση έπρεπε να είχε ξεκινήσει πριν από ενάμιση περίπου χρόνο, αλλά ελέω κορωνοϊού αναβλήθηκε επ’ αόριστον. Τώρα η Κομισιόν ξαναβάζει στο τραπέζι το ζήτημα του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης και των αναγκαίων ή όχι αναπροσαρμογών του, χωρίς να δίνει κάποια συγκεκριμένη κατευθυντήρια γραμμή.
Ομως ο πρόσφατος «υπαινιγμός» του αντιπροέδρου Βάλντις Ντομπρόφσκις ήταν σαφέστατος: «Η Ευρώπη επιστρέφει σε ήρεμα νερά μετά τις αναταράξεις της πανδημίας».
Το μήνυμα είναι σαφές. «Τα κεφάλια μέσα». Η περίοδος της χαλάρωσης και της ξεγνοιασιάς τελειώνει. Η δημοσιονομική πειθαρχία θα πρέπει να γίνει και πάλι το ευαγγέλιο μας, έστω ίσως και με κάποιους διαφοροποιημένους στόχους. Το να πιστεύει κανείς για παράδειγμα ότι μπορεί ξαναβάλει ως όριο το 60% του ΑΕΠ ως ανώτατο ποσοστό του δημόσιου χρέους θα είναι απλώς κοροϊδία, όταν αυτή τη στιγμή ο μέσος όρος έχει ξεπεράσει το 100%.
Ομως το να διορθώσεις κάποια νούμερα δε σημαίνει και αλλαγή πολιτικής. Το ζήτημα είναι λοιπόν πώς οι τεχνοκράτες των Βρυξελλών προσεγγίζουν την πραγματικότητα. Το να γίνεται λόγος για «ήρεμα νερά», σε μια περίοδο που η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια τεράστια ενεργειακή κρίση με απροσδιόριστο τέλος, προβλήματα παραγωγής λόγω ελλείψεων σε πρώτες ύλες αλλά και δυσλειτουργιών της εφοδιαστικής αλυσίδας μοιάζει περισσότερο με μια προσπάθεια να ριχτεί στάχτη στα μάτια της κοινής γνώμης. Κι ας μην ξεχνάμε ότι εκατομμύρια Ευρωπαίων έχουν βγει από την πανδημία φτωχότεροι», επισφαλέστεροι και ανασφαλέστεροι. Τα νερά είναι λοιπόν μάλλον θολά και ταραγμένα είτε τα δει κανείς από καθαρά οικονομική, είτε από κοινωνική σκοπιά.
Βεβαίως η Κομισιόν απλώς υπαινίσσεται τι θα προτιμούσε, χωρίς να παίρνει θέση ή να δίνει κατευθυντήριες γραμμές, απευθύνοντας προσκλήσεις για ένα διάλογο ανοιχτό σε όλους και για όλα. Ο λόγος δεν είναι ότι έπαθε κρίση δημοκρατικότητας ή ότι την έχουν πάρει στο κυνήγι οι Ερινύες, που δραπέτευσαν από την εποχή των μνημονίων.
Ουσιαστικά για μια ακόμα φορά στις Βρυξέλλες περιμένουν να δουν «πού θα κάτσει η μπίλια» στο Βερολίνο. Τι θα γράφει ακριβώς το μελλοντικό κυβερνητικό πρόγραμμα, τι σήματα θα στείλει ο πιθανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς, ποιος θα πάρει τα κλειδιά του Υπουργείου Οικονομικών. Οταν θα συμβεί αυτό θα «μοιραστούν» και τα στρατόπεδα και θα αποφασίσουν και οι μηχανισμοί της Επιτροπής πώς θα κινηθούν. Μέχρι τότε οι υπόλοιποι μπορούν να διαλογίζονται. Αυτό έτσι κι αλλιώς δεν κοστίζει κάτι.