Η αλλαγή στρατηγικής του Κυριάκου Μητσοτάκη στο θέμα των εκλογικών στόχων και των μετεκλογικών συνεργασιών ξένισε πολλούς, αλλά δεν μάλλον δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία τελικά. Εδώ και καιρό υπήρχε προβληματισμός στο Μαξίμου με την επιλογή του πρωθυπουργού να θέσει την αυτοδυναμία ως απόλυτο στόχο, «μηδενίζοντας» έτσι τη σημασία των εκλογών με απλή αναλογική και δίνοντας μία αίσθηση αλαζονείας.
Έτσι, όταν έφτασαν στην κυβέρνηση τα γκάλοπ, που δείχνουν ότι η ΝΔ βρίσκεται με το ζόρι στα όρια του 30% και σε ορισμένες μετρήσεις αρκετά χαμηλότερα, ήτοι σε κάθε περίπτωση πολύ μακριά από το όριο της αυτοδυναμίας, ο κ. Μητσοτάκης άλλαξε ρότα, αποδεχόμενος και το ενδεχόμενο των συνεργασιών.
Μόνο που η δήλωση αυτή περιέπλεξε, παρά έλυσε τα θέματα (αν όχι και τα αδιέξοδα) που έχει μπροστά της η κυβέρνηση.
Εάν ο κ. Μητσοτάκης ήθελε να «τσεκάρει» τις διαθέσεις του Νίκου Ανδρουλάκη, τότε η απάντηση που έδωσε ο πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής δεν ήταν η προσδοκώμενη από το Μαξίμου. Ο κ. Ανδρουλάκης διαμήνυσε ότι δεν θα δώσει σωσίβιο σε μία καταρρέουσα κυβέρνηση και πως βασικός στόχος του ΚΙΝΑΛ είναι μία συνεργασία με σοσιαλδημοκρατικό κορμό.
Ενδεχόμενο συνεργασίας ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ είναι ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει και άρα οι μοναδικοί δυνητικοί σύμμαχοι για τον κ. Μητσοτάκη είναι στα δεξιά του: είτε ο Κυριάκος Βελόπουλος, είτε ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος, εάν καταφέρει με το νέο σχήμα του, να εισέλθει στη Βουλή. Σημειωτέον ότι σε συζητήσεις που έχει κάνει εδώ και καιρό ο κ. Ανδρουλάκης και απαντώντας σε ερώτημα πώς θα κυβερνηθεί ο τόπος εάν δεν υπάρχει αυτοδυναμία και δεν συνεργαστεί ο ίδιος με τον κ. Μητσοτάκη τόνιζε με έμφαση «ας απευθυνθεί η ΝΔ στον Βελόπουλο».
Το αδιέξοδο και ο εκλογικός νόμος
Υπάρχει και ένα δεύτερο ενδεχόμενο για το λόγο που έκανε τη στροφή ο κ. Μητσοτάκης, όπως εκτιμούν κάποιοι. Να ήθελε δηλαδή να αναδειχθεί το αδιέξοδο που θα υπάρξει μετά από εκλογές που δεν θα δώσουν αυτοδυναμία. Να φανεί δηλαδή ότι τα περιθώρια συνεργασιών είναι απελπιστικά στενά. Έτσι, υπό αυτό το πρίσμα να τονιστεί εμμέσως πλην σαφώς η ανάγκη μίας αυτοδύναμης κυβέρνησης. Και επειδή η αυτοδυναμία δεν είναι εφικτή με το νόμο της ενισχυμένης αναλογικής, που ψηφίστηκε πριν δύο χρόνια, να προκύψει και πάλι το σενάριο αλλαγής του εκλογικού νόμου. Αλλά αυτή τη φορά να μην το «χρεωθεί» ευθέως η κυβέρνηση, αλλά τα κόμματα της αντιπολίτευσης (κυρίως το ΚΙΝΑΛ) στα οποία θα καταλογιστεί η πολιτική κατηγορία ότι «δεν έχουν κουλτούρα συνεργασίας» και με τη στάση τους «οδηγούν τη χώρα στην ακυβερνησία».
Άλλωστε στην κοινή γνώμη, το ενδεχόμενο αλλαγής του εκλογικού νόμου δεν είναι κάτι που απορρίπτεται με ένταση. Τουναντίον. Στο πρόσφατο γκάλοπ της ALCO μάλιστα υπάρχει απόλυτος διχασμός: 39% των ερωτηθέντων τάσσεται υπέρ της αλλαγής του νόμου ώστε να ενισχυθούν οι πιθανότητες αυτοδυναμίας, ενώ το ίδιο ποσοστό (39%!) διαφωνεί, με το 22% δεν αποφεύγει να ταχθεί υπέρ της μίας ή την άλλης άποψης.
Εάν ισχύει δε η δέσμευση του κ. Μητσοτάκη ότι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της θητείας, το 2023, τότε υπάρχει χρόνος να επανέλθει το θέμα σε άλλες συνθήκες πιο δεκτικές, για μία τέτοια πρωτοβουλία.