Η απόφαση για περιορισμό της εξάρτησης από το φυσικό αέριο της Ρωσίας και αύξηση των εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) ανατρέπει τα μέχρι τώρα δεδομένα και τον προγραμματισμό πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, που θα χρειαστούν τώρα να οργανώσουν καλύτερα την υποδοχή του. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι φυσικά της Γερμανίας της πιο ενεργοβόρας εκ των 27 της ΕΕ, η οποία δεν διαθέτει ούτε ένα τερματικό λιμάνι για την υποδοχή και επαν-αεριοποίηση του LNG.
Μια χρονοβόρα διαδικασία
Μέχρι τώρα η χώρα χρησιμοποιούσε ένα ποσοστό τέτοιας μορφής αερίου (και) από τη Ρωσία το οποίο όμως έφτανε μέσω τριων λιμανιών σε Βέλγιο, Γαλλία και Ολλανδία. Ομως αυτές οι υποδομές δεν θα επαρκούν στο μέλλον μετά τις συμφωνίες με ΗΠΑ, Κατάρ και Αλγερία που προωθεί ο Γερμανός Υπουργός Οικονομίας. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν σχέδια για την κατασκευή τριών λιμανιών στη Γερμανία, αλλά αυτή είναι μια σχετικά χρονοβόρα διαδικασία, όχι μόνο σε ότι αφορά την κατασκευή τους, αλλά και το σχεδιασμό την αδειοδότησή τους με βάση τις περιβαλλοντικές προδιαγραφές και την ολοκλήρωσή τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο για την αδειοδότηση υπολογίζεται ότι απαιτείται περίπου ένα δωδεκάμηνο. Προφανώς αυτό γνώριζε ο κύριος Μπάιντεν όταν καλούσε τους Ευρωπαίους να προχωρήσουν σε γρήγορες εκδόσεις αδειών για νέους τερματικούς σταθμούς σε όλη την ήπειρο.
Τα πλωτά terminals
Η σκέψη είναι λοιπόν να χρησιμοποιηθούν πλωτά terminals αποθήκευσης και επαναεριοποίησης, τα αποκαλούμενα FRSU („Floating storage and regasification unit“). Αλλά και αυτά δεν είναι φυσικά απεριόριστα στον πλανήτη, ούτε φυσικά η πιο συμφέρουσα οικονομικά λύση, ειδικά τώρα που προβλέπεται να αυξηθεί η ζήτησή τους.
Στην ουσία πρόκειται για τεράστια τάνκερ μήκους έως και 350 μέτρων, που δένουν στα λιμάνια, αποθηκεύουν το LNG, το οποίο έχει ψυχθεί σε θερμοκρασία μείον 162 βαθμών Κελσίου (μια επίσης κοστοβόρα διαδικασία) το μετατρέπουν ξανά σε αέριο και το διοχετεύουν μέσω των αγωγών με τους οποίους είναι συνδεδεμένα στο επίγειο δίκτυο.
Φυσικά ούτε το ανάλογο δίκτυο αγωγών υπάρχει αυτή τη στιγμή συνδεδεμένο με τα «υποψήφια» λιμάνια. Κάποιες από τις μεγάλες γερμανικές εταιρίες ενέργειας έχουν ήδη κάνει τις πρώτες βολιδοσκοπήσεις για να νοικιάσουν τέτοια τάνκερ, αλλά θα πρέπει να προχωρήσουν και στη δημιουργία ενός δικτύου διασύνδεσης των αγωγών με το υπάρχον δίκτυο. Ολα αυτά κοστίζουν και χρόνο και χρήμα και εξηγούν γιατί η γερμανική κυβέρνηση προσπαθεί να αποφύγει μια απόφαση της ΕΕ για πλήρες εμπάργκο στο ρωσικό φυσικό αέριο.
Τρίβουν τα χέρια τους τα… ναυπηγεία
Η εταιρία Uniper που σχεδιάζει πάντως ένα τέτοιο τερματικό σταθμό στο Βίλχελμσχάφεν ήδη διαπραγματεύεται την κατασκευή ενός τέτοιου πλωτού τερματικού σε ναυπηγεία της Κορέας. Το κόστος ενός τέτοιου έργου μαζί με τη διασύνδεσή του υπολογίζεται από τον γερμανικό Τύπο γύρω στα 750 εκατομμύρια ευρώ. Η κυβέρνηση δεν έχει κάνει κάποιο σχόλιο ούτε για το κόστος του ούτε για την πιθανή συμμετοχή του γερμανικού Δημοσίου στη χρηματοδότησή του. Καταλαβαίνει κανείς ότι όλα αυτά σε συνδυασμό με την ούτως ή άλλως υψηλότερη τιμή του υγροποιημένου φυσικού αερίου προεξοφλούν ένα πολύ μεγαλύτερο κόστος για τον καταναλωτή, είτε απλό πολίτη είτε κάποια ιδιαίτερα ενεργοβόρα μονάδα βαριάς βιομηχανίας.
Η περίπτωση της Λιθουανίας
Το παράδειγμα της Λιθουανίας που έχει ήδη εφαρμόσει ένα τέτοιο σύστημα εγκαθιστώντας ένα FRSU στο λιμάνι της Κλάιπεντα δεν είναι συγκρίσιμο με το μέγεθος και τις ενεργειακές ανάγκες της Γερμανίας. Το ημερήσιο ενοίκιο, που πληρώνει η χώρα της Βαλτικής για το τάνκερ ανέρχεται σε 100.000 ευρώ ημερησίως. Για να καταλάβει κανείς το κόστος για τη Γερμανία, αυτή τη στιγμή για να μπορέσει να εισάγει με αυτή τη μέθοδο τα 55,6 δισ. κυβικά που εισάγει μέσω αγωγών από τη Ρωσία θα χρειαζόταν 14 ανάλογα τάνκερ, που το καθένα μπορεί να επεξεργαστεί περίπου 4 δισ. κυβικά ετησίως.
Η Λιθουανία πάντως αποφάσισε να αγοράσει τελικά το τάνκερ υπολογίζοντας ότι θα το έχει αποσβέσει μέχρι το 2044. Ανάλογα σχέδια έχουν και οι δύο άλλες χώρες της Βαλτικής Εσθονία και Λετονία. Πώς αυτά συμβαδίζουν με τα σχέδια που κατατάσσουν το φυσικό αέριο ως «μεταβατική πηγή ενέργειας» μέχρι το πλήρες πέρασμα στις ΑΠΕ παραμένει μυστήριο.
Πόσο καθαρό είναι τελικά το LNG;
Ο ιστότοπος Politico υπενθύμιζε ένα παλιότερο ρεπορτάζ του από τον Οκτώβριο του 2020 όταν η γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε να ακυρώσει ένα προσύμφωνο με τις ΗΠΑ για την αγορά LNG συνολικού κόστους 7 δισ. ευρώ θεωρώντας το ως εξαιρετικά «βρώμικο» ορυκτό καύσιμο. Ανάλογη ήταν άλλωστε μέχρι πρότινος και η κυρίαρχη άποψη στη Γερμανία.
Σε «φρέσκο» του ρεπορτάζ ο ίδιος ιστότοπος σημειώνει τώρα, ότι η συμφωνία με τις ΗΠΑ για τα 15 δισ. κυβικά είναι εξαιρετικά «θολή» στις λεπτομέρειές της και σίγουρα δεν είναι η «σωτηρία από τη ρωσική εξάρτηση», όπως προσπάθησε να την παρουσιάσει η Κομισιόν.
Αμερικανός αξιωματούχος διευκρίνισε ότι η «υπόσχεση των 15 δισεκ. κυβικών μέτρων» είναι στην πραγματικότητα μια δέσμευση να προσπαθήσουν οι ΗΠΑ να βοηθήσουν, έτσι ώστε να πειστούν οι εταιρείες στην Ασία και αλλού, να στείλουν τα φορτία τους που προορίζονταν για άλλα μέρη, στην Ευρώπη. Οπως έγινε σε ορισμένες περιπτώσεις και τον χειμώνα που πέρασε. Αλλά δεν υπάρχιε καμιά εγγύηση για αυτό, ενώ είναι άγνωστο πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί το τελικό κόστος λόγω της εκτίναξης της ζήτησης.
Περισσότερες λεπτομέρειες μπορεί να μάθουμε όταν η κυρία φον ντερ Λάιεν αρχίσει τις συναντήσεις με τις εταιρίες κολοσσούς του χώρου της ενέργειας «καθήκον» που της ανατέθηκε στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής στις Βρυξέλλες.
Σύνοδος ΕΕ για την ενέργεια: Τελικά έβαλαν πλαφόν στις… υψηλές προσδοκίες
Γερμανός ΥΠΟΙΚ: Πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης για τις επιπτώσεις του πολέμου