Το κολοσσιαίο λάθος, που έκανε η κυβέρνηση εξ αρχής της θητείας της, στον ενεργειακό τομέα, με την απόφαση να «απεξαρτηθεί» η χώρα από τον λιγνίτη, πολύ νωρίτερα από όσο προέβλεπαν οι ευρωπαϊκές οδηγίες, επιχειρεί να καλύψει τώρα το Μέγαρο Μαξίμου, με την ανακοίνωση του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι «ξαναρχίζουν οι έρευνες για κοιτάσματα υδρογονανθράκων σε Ιόνιο και Κρήτη».
Η ανακοίνωση φανερώνει πέρα από πολιτική αμηχανία και μία προσπάθεια να κλείσει η συζήτηση για τις κυβερνητικές ευθύνες σχετικά με τις καταστροφικές επιλογές της προηγούμενης περιόδου. Είναι χαρακτηριστικό για παράδειγμα ότι η κυβέρνηση, αφού αποφάσισε την επίσπευση απεξάρτησης από τον λιγνίτη, δεν φρόντισε να προβλέψει αποτελεσματικές πολιτικές για την έγκαιρη ενεργειακή επάρκεια της χώρας. Αφενός πήγε μονοδιάστατα στο φυσικό αέριο –με ό,τι «εξαρτησιακό» σημαίνει πλέον αυτό, μετά τις δραματικές εξελίξεις στην Ανατολική Ευρώπη και την Ουκρανία – και αφετέρου δεν «έτρεξε» τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, παρά μόνο εκείνες που αφορούσαν τους μεγάλους «παίκτες». Τουναντίον άφησε να βαλτώσει το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ με δραστηριότητες, όπως οι Ενεργειακές Κοινότητες, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μοχλό ενίσχυσης της παραγωγής ενέργειας στη χώρα. Φθηνής και φιλικής στο περιβάλλον ενέργειας.
Είναι επίσης ενδεικτικό της έλλειψης συγκροτημένης αντίδρασης στο ενεργειακό πρόβλημα, που διογκώθηκε με τον πόλεμο στην Ουκρανία, το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να επαναφέρει τον λιγνίτη σε υψηλά επίπεδα αξιοποίησής του. Πρώτον, διότι εγκατέλειψε τόσο πολύ τις μονάδες, που δεν μπορούν να πάρουν εύκολα μπροστά. Και δεύτερον, επειδή δεν τολμά να απευθυνθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση ζητώντας μείωση της ρήτρας για την εκπομπή ρύπων, εξ ου και διάφοροι κυβερνητικοί παράγοντες επιμένουν στο επιχείρημα ότι ο λιγνίτης είναι πιο ακριβός από άλλες πηγές ενέργειας.
Τι σημαίνουν όμως οι πρωθυπουργικές εξαγγελίες για την επανεκκίνηση των ερευνών για τον εντοπισμό κοιτασμάτων υδρογονανθράκων; Ειδικοί της αγοράς ενέργειας υποστηρίζουν «τίποτα απολύτως επί της ουσίας», προσθέτοντας ότι πρόκειται απλώς για επικοινωνιακό τρικ. Κι αυτό διότι, από το 1995 μέχρι και σχετικά πρόσφατα, όλες οι έρευνες που έχουν γίνει, ειδικά στη Δυτική Ελλάδα, δεν έχουν αποδώσει τίποτα. Τίποτα δεν δείχνει δηλαδή ότι υπάρχουν κοιτάσματα, σε τέτοια ποσότητα και σε τέτοιο βάθος που είναι συμφέρουσα η εκμετάλλευσή τους.
Γνώστες των πραγμάτων, θυμίζουν ότι οι πρώτες σοβαρές έρευνες έγιναν το 1996 από την ΔΕΠ ΕΚΥ. Τότε έγινε και ο πρώτος διεθνής γύρος παραχωρήσεων. Παραχωρήθηκαν 4 περιοχές στη Δυτική Ελλάδα: ΒΔ Πελοπόννησος & Αιτωλοακαρνανία στην εταιρεία Τriton και Ιωάννινα & Δ. Πατραϊκός κόλπος στη εταιρεία Enterprise Oil. Επενδύθηκαν δεκάδες εκατ. ευρώ σε σεισμικές έρευνες και γεωτρήσεις. Οι έρευνες δεν απέδωσαν και οι εταιρίες αποχώρησαν το 2000-2001. Αλλά και αργότερα, επί κυβέρνησης Σαμαρά, δεν σημειώθηκε κάποια ιδιαίτερη πρόοδος, στην προσπάθεια που αναθερμάνθηκε.
Ωστόσο, ακόμα κι αν οι προηγούμενες έρευνες δεν ήταν αποδοτικές και οι ελπίδες για τα κοιτάσματα δεν έχουν χαθεί, και ίσως λόγω των υψηλών τιμών σήμερα μπορεί να αποδώσει το πρόγραμμα, συμβαίνει τούτο, όπως ξεκαθαρίζουν οι ψύχραιμοι ειδικοί: Οι όποιες νέες έρευνες, ακόμα κι αν ξεκινούσαν «αύριο το πρωί», με τα γεωτρύπανα να πιάνουν αμέσως δουλειά, ο χρόνος που θα χρειαζόταν για να αποφέρει πρακτικά αποτελέσματα η προσπάθεια και να επιτευχθεί ο περίφημος στόχος της «απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο», όπως λένε πλέον επιμόνως οι Ευρωπαίοι, θα ξεπεράσει τα 8 με 9 χρόνια!
Τα ελληνικά αποθέματα αερίου και η ολική επαναφορά των υδρογονανθράκων που προανήγγειλε ο Μητσοτάκης
Πώς η βιαστική απόσυρση του λιγνίτη έφτασε να κοστίζει 1,3 δισ. ευρώ το μήνα
Η Ισπανία μειώνει τις τιμές σε ηλεκτρικό, φυσικό αέριο και καύσιμα