
Στη δύσκολη εξίσωση της νέας κοινής αμυντικής αρχιτεκτονικής της Ευρώπης σε σχέση με τα δημοσιονομικά, την οικονομική ανάπτυξη και στην καινοτομία των κρατών μελών της εστιάζει το τμήμα μελετών της Αlpha Bank.
Σύμφωνα με τους αναλυτές η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, αφού από τη μια πλευρά χρειάζεται να αυξήσει με ταχύ ρυθμό τις στρατιωτικές της δαπάνες και από την άλλη όχι μόνο να αντιμετωπίσει τις δημοσιονομικές δυσχέρειες ειδικά σε χώρες με υψηλά επίπεδα δημοσίου χρέους αλλά και να καταστήσει τις αμυντικές δαπάνες ωφέλιμες στην οικονομική ανάπτυξη και την καινοτομία. Η εξίσωση είναι δύσκολη.
Όπως τονίζουν οι αναλυτές στο βραχυχρόνιο ορίζοντα η επιπρόσθετη αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 1,5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ ετησίως (επιπλέον του 1,9% το 2024) εκτιμάται ότι θα δώσει ώθηση στην αναιμική ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας, ειδικά αν αυτός ο στόχος επιτευχθεί με συντονισμένο τρόπο και με τη συμπερίληψη όλων των ενδιαφερόμενων δημόσιων και ιδιωτικών φορέων. Επιπλέον, οι επενδύσεις που αναμένονται να γίνουν σε καινοτομία αιχμής και τεχνολογίες διπλής χρήσης (τεχνολογίες που μπορούν να εφαρμοσθούν στον κλάδο της άμυνας αλλά και στον ιδιωτικό τομέα) αναμένεται να καλύψουν τμήμα του κενού καινοτομίας που αναφέρεται στις εκθέσεις Letta και Draghi.
Με βάση την εκτίμηση του ινστιτούτου Kiel (“Guns and Growth: The Economic Consequences of Defense Buildups”, Φεβρουάριος 2025), το ευρωπαϊκό ΑΕΠ θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 0,9% έως 1,5% εάν οι αμυντικές δαπάνες αυξηθούν από 2% σε 3,5% του ΑΕΠ. Χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές θετικές οικονομικές επιπτώσεις, αφού ο πολλαπλασιαστής δαπανών του κλάδου άμυνας σε αυτές τις χώρες είναι υψηλότερος από άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα που δεν έχει βαριά βιομηχανία (π.χ. παραγωγή αμυντικού εξοπλισμού). Ο πολλαπλασιαστής κρατικών δαπανών (government spending multiplier) είναι ένα μέτρο που δείχνει την αύξηση του εισοδήματος που προκύπτει ως αποτέλεσμα της αύξησης των δημοσίων δαπανών. Επίσης, τα μακροπρόθεσμα κέρδη παραγωγικότητας από τις αμυντικές δαπάνες μπορεί να είναι σημαντικά. Τα καλύτερα παραδείγματα δημόσιας Ε&Α είναι για στρατιωτικές εφαρμογές και υπάρχουν ενδείξεις «διάχυσης» της τεχνογνωσίας στον ιδιωτικό τομέα. Εξάλλου, οι επενδύσεις σε Ε&Α αποτελούν ένα από τα τρία βασικά κλειδιά για την αντιμετώπιση της χαμηλής παραγωγικότητας στην Ευρώπη, σύμφωνα με την έκθεση Ντράγκι.
Στο πλαίσιο των παραπάνω εξελίξεων, το ερώτημα που προκύπτει είναι πόσο δαπανούν οι ευρωπαϊκές χώρες -και κυρίως η χώρα μας- για τις εξοπλιστικές τους ανάγκες. Η Ευρώπη -συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου- διαθέτει σήμερα 1,47 εκατ. εν ενεργεία στρατιωτικό προσωπικό, αλλά η έλλειψη ενιαίας διοίκησης αποδυναμώνει την αποτελεσματικότητά του. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας (European Defense Agency), η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) εκτιμάται ότι δαπάνησε 326 δισ. ευρώ για την άμυνα, το 2024, που αντιστοιχεί στο 1,9% του ΑΕΠ (αύξηση κατά 30% από το 2021). Επίσης, η ΕΕ έχει δεσμευτεί για επιπλέον δαπάνες 100 δισ. ευρώ έως το 2027 που αντιπροσωπεύει περαιτέρω αύξηση κατά 30%, τα επόμενα τρία έτη. Πρόσφατη μελέτη του ινστιτούτου Bruegel (Defending Europe without the US: first estimates of what is needed, Φεβρουάριος 2025) δείχνει ότι προκειμένου να έχει επαρκή στρατιωτική ικανότητα, η Ε.Ε. θα χρειαζόταν επιπλέον 300.000 στρατιώτες και αύξηση των ετήσιων αμυντικών δαπανών κατά τουλάχιστον 250 δισ.ευρώ βραχυπρόθεσμα. Αυτό ισοδυναμεί με 1,5%, περίπου, αύξηση του ΑΕΠ ετησίως επιπλέον του 1,9% που δαπανάται σήμερα, το οποίο είναι συγκρίσιμο με το αντίστοιχο που δαπανούν οι ΗΠΑ (3,4% του ΑΕΠ).
Για την Ελλάδα οι αναλυτές επισημαίνουν πως η συσχέτιση μεταξύ αμυντικών δαπανών και οικονομικής μεγέθυνσης είναι μάλλον ασαφής, δεδομένης, μάλιστα, της διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας, η οποία δεν βασίζεται στη βαριά βιομηχανία, αλλά κυρίως στις υπηρεσίες και τον τουρισμό. Από την ίδρυση του ΝΑΤΟ, το 1949, οι αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κυμαίνονται σε σχετικά υψηλό επίπεδο λόγω της ιδιαίτερης γεωστρατηγικής της θέσης. Κατά τη διάρκεια κρίσιμων ιστορικών περιόδων το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σημαντικά. Συγκριτικά με άλλες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, το ποσοστό των αμυντικών δαπανών ως προς το ΑΕΠ της χώρας μας είναι από τα υψηλότερα και, το 2024, διαμορφώθηκε σε 3,08% από 2,22%, το 2014, το 5ο υψηλότερο στο σύνολο των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ. Στην Ελλάδα παρατηρείται ότι το 55,9% των αμυντικών της δαπανών αφορούσε λειτουργικό κόστος (μισθοδοσία στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού, συντάξεις κ.ά.), το 36,1% ήταν δαπάνες εξοπλιστικών προγραμμάτων, συμπεριλαμβανομένων αυτών για Έρευνα & Ανάπτυξη (Ε&Α), το 7,7% αφορούσε δαπάνες συντήρησης και λοιπές λειτουργικές δαπάνες, ενώ το 0,3% ήταν δαπάνες για την κατασκευή στρατιωτικών υποδομών.