Εναλλακτικές πηγές και λύσεις για την κάλυψη μέρους του ενεργειακού κόστους για νοικοκυριά και επιχειρήσεις αναζητεί η κυβέρνηση, καθώς το περιεχόμενο του «κουμπαρά» του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης έχει ήδη εξαντληθεί για τις αυξήσεις που προέκυψαν πολύ πριν και σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα από την ουκρανική κρίση.
Πέρσι τέτοια εποχή η μέση χονδρική τιμή της μεγαβατώρας ήταν μόλις 51 ευρώ. Μέχρι τον Σεπτέμβριο, όταν για πρώτη φορά η κυβέρνηση αναγνώρισε ότι υπάρχει ενεργειακή ακρίβεια και ο Κυρ. Μητσοτάκης ανακοίνωνε από τη ΔΕΘ την πρώτη επιδότηση ρεύματος, μόλις 19 ευρώ, η τιμή της μεγαβατώρας είχε τριπλασιαστεί στα 151 ευρώ και μέχρι τον Νοέμβριο σταθεροποιήθηκε πάνω από τα 200 ευρώ η μεγαβατώρα, υποχρεώνοντας την κυβέρνηση να βελτιώσει τρεις φορές την κρατική επιδότηση ρεύματος. Αυτά παρότι μέχρι τότε ουδείς, ούτε καν οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, διανοούνταν ότι θα γινόταν ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι έχει δαπανήσει πάνω από 1 δισ. ευρώ για τις επιδοτήσεις ρεύματος και αερίου το 2021 (Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος), ενώ για το πρώτο τρίμηνο του έτους, έχει δαπανηθεί περίπου 1,1 δισ. ευρώ. από τα 2 δις. που διαθέτει μέχρι στιγμής το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης. Αλλά αυτές οι επιδοτήσεις καλύπτουν λογαριασμούς ρεύματος κυμαινόμενης τιμολόγησης που αντιστοιχούν σε χονδρική τιμή περίπου σταθερή στα 200 ευρώ η μεγαβατώρα, δηλαδή πριν περάσουν στο Χρηματιστήριο Ενέργειας όλες οι ιλιγγιώδεις αυξήσεις στο φυσικό αέριο και το πετρέλαιο λόγω της ρωσικής εισβολής. Η μέση χονδρική τιμή ρεύματος στο πρώτο οκταήμερο του Μαρτίου διαμορφώνεται στα 278 ευρώ η μεγαβατώρα, μια τιμή που αν διατηρηθεί- και τίποτα στο μέτωπο του πολέμου δεν προϊδεάζει για το αντίθετο- θα σημάνει αύξηση 40% στους λογαριασμούς ρεύματος που θα φτάσουν στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις τον Απρίλιο για τον Μάρτιο. Ακόμη κι αν η κυβέρνηση επιμείνει στην κάλυψη μικρού μέρους των λογαριασμών ρεύματος, τα περίπου 350 εκατ. ευρώ τον μήνα που μέχρι τώρα διαθέτει δεν φτάνουν ούτε για «ζήτω». Θα χρειαστεί να δαπανήσει τουλάχιστον 500 εκατ. ευρώ για τον Απρίλιο, άρα να ξεμείνει με άλλα τόσα, στην καλύτερη περίπτωση, για όλη την υπόλοιπη και εντελώς απρόβλεπτη χρονιά.
Ποια είναι η εναλλακτική; Πρώτο, να βάλει η κυβέρνηση χέρι στον προϋπολογισμό, αυξάνοντας τις σχετικές δαπάνες, πράγμα που είναι βέβαιο ότι θα γίνει τον Απρίλιο με την κατάθεση συμπληρωματικού προϋπολογισμού, αλλά απροσδιόριστου ακόμη ύψους. Αυτό σε μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθεί από την αποσαφήνιση των προθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Συμβουλίου της ΕΕ να διακηρύξουν από τώρα την προαναγγελθείσα παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής από το Σύμφωνο Σταθερότητας και για το 2023, στο όνομα της ουκρανικής κρίσης. Αυτό θα αναβάλει τη σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή και θα επιτρέψει μεγαλύτερα ελλείμματα.
Δεύτερον, να περιορίσει όσο παίρνει το κόστος παραγωγής ρεύματος, με μεγαλύτερη χρήση του λιγνίτη, του μόνου καυσίμου που διαθέτει σε επάρκεια η χώρα, αλλά η βιαστική απολιγνιτοποίηση που προώθησε η κυβέρνηση έχει περιορίσει τη δυναμική του, λόγω μη εκσυγχρονισμού και παροπλισμού των λιγνιτικών μονάδων. Παρότι η κυβέρνηση και η ΔΕΗ διακηρύσσουν ότι δεν αλλάζει ο σχεδιασμός της απολιγνιτοποίησης, εδώ και μια εβδομάδα, με τις άτυπες ευλογίες και της Κομισιόν, η λιγνιτική παραγωγή ρεύματος έχει φτάσει το 20%, με προοπτική να ξεπεράσει και το 30%.
Επιδρά αυτό στην τιμή; Το ΥΠΕΝ ισχυρίζεται πως δεν επιδρά, παραπέμποντας στο σημερινό ρεκόρ των 426 ευρώ η μεγαβατώρα, και τονίζοντας ότι η χρήση του λιγνίτη γίνεται μόνο για λόγους επάρκειας και ευστάθειας του συστήματος ηλεκτροδότησης. Μια ματιά, όμως, στο χρηματιστήριο ενέργειας, όπου διαμορφώνεται καθημερινά η τιμή, δείχνει ότι στις καθημερινές δημοπρασίες η μικρότερη χονδρική διαμορφώνεται όταν στο ενεργειακό μείγμα υπερτερούν οι λιγνίτες (τις μεσημβρινές ώρες) και η υψηλότερη, σχεδόν τριπλάσια, όταν δουλεύουν στο φουλ οι μονάδες φυσικού αερίου. Για την ιστορία, οι αντίστοιχες τιμές σήμερα είναι 210 ευρώ η μεγαβατώρα (η ελάχιστη λόγω λιγνίτη) και 600 (η μέγιστη λόγω αερίου). Κι αυτό αφορά τη χρηματιστηριακή τιμή, γιατί το κόστος για τη ΔΕΗ, που διαθέτει 7 λιγνιτικές μονάδες (και θα μπορούσε να έχει 11 αν δεν είχαν κλείσει άρον άρον άλλες 4 την προηγούμενη διετία) είναι πολύ χαμηλότερο, συνυπολογίζοντας και τη ρήτρα των ρύπων άνθρακα.
Ωστόσο, η ΔΕΗ, με τις ευλογίες της κυβέρνησης, είναι εγκλωβισμένη σε ρήτρες «πράσινου» δανεισμού, ύψους 1,2 δις. ευρώ στη διάρκεια του 2021, μέσω των οποίων τιμωρείται με αύξηση επιτοκίων αν δεν μειώνει την παραγωγή ρεύματος από τον «βρόμικο» λιγνίτη, αυξάνοντας αναγκαστικά τη χρήση του «καθαρότερου» φυσικού αερίου. Αλλά, την… πράσινη νύφη την πληρώνουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
ΕΙδήσεις σήμερα:
Bloomberg: Κοινό ταμείο ενέργειας και άμυνας ετοιμάζει η Ευρωπαϊκή Ένωση
«Κάψτε λιγνίτη ελεύθερα», η σύσταση Κομισιόν προς τις χώρες μέλη