Είναι αυτονόητο ότι κάθε λογικός άνθρωπος τάσσεται εναντίον του πολέμου. Εναντίον της φρίκης κάθε πολέμου. Ότι είναι σε θέση να διακρίνει τον επιτιθέμενο από τον αμυνόμενο, αυτόν που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, τον ισχυρό έναντι του αδύναμου, εν προκειμένω τη Ρωσία. Όλ’ αυτά είναι προφανή και σε γενικές γραμμές αναμφισβήτητα.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι συχνά βάζουμε στη ζυγαριά και πιο ιδιοτελή κριτήρια, όπως η εγγύτητα του μετώπου. Μας συνταράσσει πολύ περισσότερο ένας κοντινός πόλεμος από έναν μακρινό. Δεν είναι και πολύ ανθρωπιστικό, το έχουμε όμως προ πολλού αποδεχτεί ως ανθρώπινο.
Ειδικά εμάς τους Ευρωπαίους, μας συγκλονίζει ιδιαιτέρως ένας πόλεμος στην καρδιά της ηπείρου μας, που ανακαλεί μνήμες από τους δύο μεγάλους πολέμους που ξεκίνησαν με τρόπους παραπλήσιους.
Λαμβάνουμε επίσης υπόψη ότι μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε σε γενικές γραμμές επιτευχθεί μια μακρά περίοδος ειρήνης στην περιοχή, για την οποία καμαρώναμε – και όπως αποδεικνύεται τώρα, εφησυχάζαμε.
Φυσικά, υπήρξαν και μερικές εξαιρέσεις που μερικοί σαν να τις λησμονούν. Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και ο βομβαρδισμός της Σερβίας από το ΝΑΤΟ.
Κάπου εδώ όμως φαίνεται να εξαντλούνται τα προφανή και περνάμε σε έδαφος άκρως ολισθηρό.
Διακρίνω σε αρκετές περιπτώσεις γύρω μου ένα κλίμα που παραπέμπει περισσότερο σε ψυχροπολεμικές, παρά σε φιλειρηνικές, εκδηλώσεις. Άνθρωποι που μέχρι τώρα δεν έδειχναν φιλειρηνικές ευαισθησίες φέρονται έτοιμοι να κατέβουν στα πεζοδρόμια. Μοιάζει να τους ενδιαφέρει περισσότερο η νίκη παρά η ειρήνη. Η συντριβή της Ρωσίας και όχι η σωτηρία της Ουκρανίας. Μιλάνε κυρίως για εξοπλισμούς και πολύ λίγο για διπλωματία.
Και, το κυριότερο ίσως, μένουν αποκλειστικά στις τρέχουσες ευθύνες για την πολεμική σύρραξη αδιαφορώντας για τα αίτια που την έκαναν δυνατή, πολύ δε περισσότερο για τη βαθύτερη φύση των συνεπειών της.
Για να το πω κάπως απλουστευτικά, βλέπω γύρω μου ανθρώπους και ακούω φωνές από τα ΜΜΕ που λειτουργούν με έναν φιλειρηνισμό αλά καρτ. Κι ακόμα, παρατηρώ ότι σκέφτονται περισσότερο ως Αμερικανοί παρά ως Ευρωπαίοι.
Από τη σκοπιά των Αμερικανών, είναι πολύ φυσικό να αντιμετωπίζεται η όλη ιστορία από σκοπιά ψυχροπολεμική. Είναι μια υπερδύναμη που νιώθει την απειλή μιας άλλης υπερδύναμης και θέλει να την περιορίσει. Δεν τους ενδιαφέρουν και πολύ οι απώλειες της Ουκρανίας, η ηγεσία της οποίας παραπονιέται ότι αφέθηκε μόνη. Ίσως γιατί είχε κάνει λάθος υπολογισμούς ή επειδή δεχόταν το προηγούμενο διάστημα κάποιες διαβεβαιώσεις και φιλικά χτυπήματα στην πλάτη.
Οι Αμερικανοί βλέπουν αυτή τη στιγμή, χωρίς εκείνοι να έχουν ρισκάρει στρατιωτικά, τον αντίπαλό τους απομονωμένο και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους περισσότερο παρά ποτέ ευθυγραμμισμένους, πανέτοιμους να αυξήσουν επιτέλους τις πολεμικές τους δαπάνες. Κι ακόμα, περισσότερο παρά ποτέ εξαρτημένους – ενεργειακά, οικονομικά και αμυντικά. Οι Αμερικανοί έχουν κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένοι. Μοναδικό αγκάθι είναι το ό,τι έχουν σπρώξει τη Ρωσία προς τον έτερο αντίπαλό τους, την Κίνα, αλλά πιθανότατα έχουν κάποιο plan B έτοιμο για την επόμενη φάση.
Ως Ευρωπαίοι, ωστόσο, δεν έχουμε κανένα λόγο να είμαστε ικανοποιημένοι. Ο πόλεμος εξελίσσεται δίπλα μας και γεννά άμεσες και έμμεσες απειλές για την περιοχή, με ακρότατο όριο τη χρήση πυρηνικών όπλων. Αναγκαζόμαστε να μπούμε σε έναν νέο φαύλο κύκλο εξοπλισμών, μεταναστευτικών ροών και μέτρων για την ασφάλεια των συνόρων – όταν τέλος πάντων εκλείψει η συγκίνηση των ημερών για τους καημένους τους Ουκρανούς. Επιπλέον, αντιμετωπίζουμε μεσοπρόθεσμα μια περαιτέρω έκρηξη του ήδη θεόρατου ενεργειακού κόστους και μακροπρόθεσμα πολύ βαθύτερη και μονομερή ενεργειακή εξάρτηση από το αμερικανικό βιομηχανικό καρτέλ.
Το κυριότερο όμως είναι πως σιγά σιγά συνειδητοποιούμε ότι παίξαμε για μία ακόμη φορά το παιχνίδι κάποιου άλλου. Μετά την πτώση του Τείχους, η Ευρώπη είχε στη διάθεσή της ένα τριακονταετές χρονικό παράθυρο μέσα στο οποίο είχε τις ευκαιρίες να αποκαταστήσει προνομιακές σχέσεις με τον μεγάλο γείτονά της, τη Ρωσία, να την εντάξει στο ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας και να συνεργαστεί στρατηγικά μαζί της, χωρίς να απεμπολήσει τις άλλες παραδοσιακές συμμαχίες της. Είναι γεγονός ότι προσπάθησε να κάνει μαζί της μπίζνες. Ήταν όμως μονάχα μπίζνες, ρηχές συνεργασίες χωρίς στρατηγικό όραμα και γεωπολιτικό βάθος. Κατά τα άλλα, η Ευρώπη υπέκυψε στο σχέδιο της στρατηγικής περικύκλωσης της Ρωσίας, στη συνέχιση του Ψυχρού Πολέμου με άλλα μέσα. Αυτή της την επιπολαιότητα, που δεν ήταν βέβαια σφάλμα αλλά σύμπτωμα βαθιάς εξάρτησης, θα το πληρώσει σήμερα και στο μέλλον.
Γιατί το θέμα δεν είναι να ομνύεις στην εξάντληση των διπλωματικών μέσων όταν τα πράγματα έχουν πια στραβώσει. Το θέμα είναι να έχεις στρατηγική ειρήνης και συνεργασίας με τον γείτονά σου και να εξαντλήσεις προληπτικά όλα τα εργαλεία για να επιτύχει. Δεν υπήρξε ποτέ τέτοια αυτόνομη ευρωπαϊκή στρατηγική ή αν υπήρξε, με τη μορφή ευκαιριακών αυτοσχεδιασμών, απέτυχε παταγωδώς.
Και κάτι τελευταίο. Παρακολούθησα στην τηλεόραση τη συνεδρίαση της Μπούντεσταγκ και άκουσα τον ανατριχιαστικό λόγο του καταχειροκροτούμενου Γερμανού καγκελάριου. Ειλικρινά δεν ξέρω γιατί ένας Ευρωπαίος θα επιθυμούσε να υπάρξει ένας ισχυρός και υπερσύγχρονος γερμανικός στρατός.
Είναι η χειρότερη είδηση που έχω ακούσει από το ξέσπασμα της πανδημίας.
Και απορώ ειλικρινά που δεν το βλέπουν έτσι κι οι άλλοι.
Πόλεμος στην Ουκρανία: Η λεπτή γραμμή ανάμεσα στο δόγμα Καραμανλή και την ελληνική εμπλοκή
Η ιστορική μεταστροφή της Γερμανίας αλλάζει τα πάντα στην Ευρώπη
Thank you!
As a German, I fully agree with your analysis, and would even go a step further – there are more options on the table, but no one is talking about them.