Η ευκολία με την οποία έχει πέσει στο τραπέζι και τη δημόσια συζήτηση, με δηλώσεις και διαρροές από την κυβέρνηση το σενάριο των πολλαπλών εκλογών, έως ότου αναδειχθεί από τις κάλπες αυτοδύναμη η ΝΔ αρχίζει να προβληματίζει τόσο τους εκλογολόγους, όσο τα επιτελεία των άλλων κομμάτων.
Αρχικά, ο στρατηγικός αυτός στόχος του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος ξεκαθάρισε ευθέως με δηλώσεις του ότι θα πάει σε επαναληπτικές κάλπες (αργότερα το Μαξίμου μίλησε και για τρίτες εκλογές εάν χρειαστεί), έμοιαζε λογικός. Κι αυτό διότι η ΝΔ στις δημοσκοπήσεις βρισκόταν στην περιοχή των 34%-35%, κάτι που σήμαινε, υπό κανονικές συνθήκες πάντα, ότι στις εκλογές με την απλή αναλογική θα κινούνταν σχετικά κοντά στο όριο του 38%, πάνω από το οποίο αποκτά ένα κόμμα αυτοδυναμία, όπως προβλέπει ο νόμος της ενισχυμένης αναλογικής, με την οποία θα γίνουν οι δεύτερες εκλογές. Άρα, σύμφωνα πάντα με τους υπολογισμούς του Μαξίμου, θα αρκούσε «λίγο παραπάνω πόλωση», ώστε η ΝΔ να ξεπεράσει το όριο αυτό και να κάνει «αυτοδύναμη κυβέρνηση», από το να αναζητήσει τη συγκρότηση μίας αμφιλεγόμενης κυβέρνησης συνεργασίας.
Υπό αυτή την έννοια θα έμοιαζε δικαιολογημένη η άποψη και η επιδίωξη του κ. Μητσοτάκη για προσφυγή σε δεύτερες κάλπες. Απαραίτητο, επιπλέον στοιχείο για τον σχεδιασμό αυτό ήταν πάντα και η αδυναμία να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας από άλλα κόμματα, πέραν της ΝΔ, καθώς για κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν οι δυνάμεις αυτές να κινούνται ή και να ξεπερνούν αθροιστικά το 45%. Για παράδειγμα, εάν ίσχυε στις εκλογές του 2019 η απλή αναλογική, θα χρειάζονταν για το σχηματισμό κυβέρνησης (με πλήρη στήριξη της πλειοψηφίας της Βουλής και όχι δια της ψήφου ανοχής από κάποια κόμματα) ένα ποσοστό 46%, αφού στο κοινοβούλιο εκπροσωπήθηκε το 91,92% του εκλογικού σώματος και αυτό μοιράστηκε τις 300 έδρες.
Οι εκπλήξεις των γκάλοπ
Οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί και στόχοι είχαν ισχυρή βάση όσο τα γκάλοπ κατέγραφαν ότι η κυβέρνηση έχει σχετικά μικρή και μάλλον αναστρέψιμη φθορά. Από τη στιγμή όμως που οι περισσότερες δημοσκοπήσεις τον τελευταίο μήνα την βρίσκουν στην περιοχή του 30%-31%, ίσως και πιο κάτω, ενδεχομένως και χωρίς τα ποιοτικά στοιχεία που να δείχνουν μεγάλες δυνατότητες ανάκαμψής της, αποδυναμώνεται το σενάριο των πολλαπλών εκλογών.
Για δύο λόγους: Πρώτο, όσο πιο μακριά είναι η ΝΔ από το όριο του 38%, τόσο ισχνό είναι και το επιχείρημα του κ. Μητσοτάκη ότι θα αναζητήσει αυτοδυναμία. Διότι αυτό μπορεί να σημαίνει ακόμα και τρίτες εκλογές, αφού με τις δεύτερες ο στόχος θα φαντάζει εξαιρετικά δύσκολος εξ αρχής. Άρα, η χώρα μπορεί να οδηγηθεί σε μία εκλογική περιπέτεια σχεδόν 100 ημερών. Αντέχει μία τέτοια παρατεταμένη αβεβαιότητα η οικονομία και η κοινωνία;
Δεύτερο, αρχίζει να αμφισβητείται η βεβαιότητα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ δεν μπορούν να συνεργαστούν και να σχηματίσουν κυβέρνηση προοδευτικής κατεύθυνσης, ακόμα και χωρίς τον Γιάνη Βαρουφάκη!
Έτσι άλλωστε εξηγείται και το ξαφνικό κρεσέντο δηλώσεων του Άδωνη Γεωργιάδη, ο οποίος, χωρίς να προκληθεί ιδιαίτερα, μιλά για πραξικόπημα στην περίπτωση που σχηματιστεί κυβέρνηση χωρίς το πρώτο κόμμα. Ο υπουργός Ανάπτυξης επιδόθηκε σε μία ακραία ρητορική για να εμφανίσει ακόμα και αντισυνταγματική μία επιλογή που μπορούν να κάνουν κάποια κόμματα για κυβερνητική συνεργασία, η οποία δεν θα περιλαμβάνει τη ΝΔ, για την περίπτωση πάντα που το σημερινό κυβερνών κόμμα βγει πρώτο στις εκλογές.
Το επιχείρημά του είναι ότι το πρώτο κόμμα στις προτιμήσεις του ελληνικού λαού δεν μπορεί να προσπεραστεί, διότι κάτι τέτοιο θα ήταν αντιδημοκρατικό και θα πρόσβαλε τη λαϊκή βούληση.
Ο κ. Γεωργιάδης αμφισβητεί έτσι την ουσία του συντάγματος, το οποίο περιγράφει ρητώς τι μπορεί να συμβεί, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
Το κυρίως θέμα είναι ότι ο πολυπράγμων υπουργός διαβλέπει τι συμβαίνει με τα γκάλοπ και επιχειρεί να προλάβει εξελίξεις.
Η δυνατότητα προοδευτικής κυβέρνησης
Σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις, όχι μόνο η ΝΔ κινείται αρκετά χαμηλά, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και το ΚΙΝΑΛ έχουν θετικό πρόσημο: Ο ΣΥΡΙΖΑ αυξάνει τα ποσοστά του, έστω και με αργό ρυθμό, ενώ το ΚΙΝΑΛ σταθεροποιείται στην περιοχή του 14% – 15%, με «προβολές» για (ίσως και πολύ) πιο πάνω.
Αυτό που ίσως διαφεύγει πολλών, είναι ότι στις εκλογές του 2019 τα δύο κόμματα έλαβαν αθροιστικά 39,63%, δηλαδή έφτασαν στο κατώφλι του 40%. Από το ποσοστό αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξουν αξιοσημείωτες διαρροές, για προφανείς λόγους, ασχέτως εάν υπάρξουν μετακινήσεις από το ένα (ΣΥΡΙΖΑ) στο άλλο (ΚΙΝΑΛ).
Άρα τα δύο κόμματα ξεκινούν αθροιστικά από αυτή τη βάση και υπάρχουν τρεις «δεξαμενές» από τις οποίες θα μπορούσαν να αντλήσουν δυνάμεις, ανεξαρτήτως της ισορροπίας που θα έχουν μεταξύ τους. Πρώτη δεξαμενή, η φθορά της ΝΔ, που σε ένα σημαντικό ποσοστό πάει στο ΚΙΝΑΛ. Ακόμα και η τελευταία μέτρηση της Alco δείχνει ότι ένα 7% της εκλογικής βάσης της ΝΔ (δηλαδή σχεδόν 3 ποσοστιαίες μονάδες στο συνολικό σώμα) κατευθύνεται προς τον Νίκο Ανδρουλάκη.
Δεύτερη δεξαμενή: Το ΚΙΝΑΛ έχει εισροές από την αποχή, που καταγράφηκε το 2019. Και είναι λογικό, αφού η αποχή τροφοδοτήθηκε τα προηγούμενα χρόνια από απογοητευμένους πασόκους.
Και η τρίτη δεξαμενή αφορά κυρίως τις εισροές, έστω και μικρές, που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ από αριστερά σχήματα.
Συμπερασματικά, ο στόχος του 45%, που ενδεχομένως να δίνει κυβέρνηση συνεργασίας με το σύστημα της απλής αναλογικής δεν είναι μακριά.
Ανεξάρτητα από το εάν θα υπάρξει πολιτική βούληση των δύο κομμάτων και κοινό πεδίο για μία τέτοια συνεργασία, τα αριθμητικά δεδομένα μόνο απαγορευτικά δεν είναι.
Γι’ αυτό και ο Άδωνης Γεωργιάδης τρέχει να προλάβει. Χωρίς να αποκλείεται ότι το ίδιο έχουν αντιληφθεί και στο Μαξίμου και επιστρατεύουν κασέτες από το 2016 για να σπάσουν εκ των προτέρων το όποιο μέτωπο ΣΥΡΙΖΑ – ΚΙΝΑΛ.
Διαβάστε επίσης
Ήταν ο Ζελένσκι ο «χρήσιμος ηλίθιος» και ποια μοίρα του ετοιμάζει τώρα ο Πούτιν;
Bαριά σύννεφα στο Μαξίμου για την πλήρη αδυναμία στο… crisis management