Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
«Είναι ένας ρεαλιστικός στόχος να αποκτήσουμε επενδυτική βαθμίδα το πρώτο εξάμηνο του 2023», είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας την Τετάρτη στο Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο. «Εθνικό στόχο» αποκάλεσε την ίδια μέρα την πιστοληπτική αναβάθμιση της χώρας το 2023 και ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Αλέξης Πατέλης, σε συνέντευξή του (στο Capital.gr), προβάλλοντας την ανάγκη να μπει η Ελλάδα «στο club των σοβαρών χωρών». Η διακήρυξη αυτή, όμως, αποτελεί κραυγαλέα ομολογία αποτυχίας του κυβερνητικού σχεδίου, της επιχείρησης να γοητευτούν τα επενδυτικά «γεράκια» που παίζουν με τις αγοραπωλησίες κρατικών ομολόγων.
Γιατί είναι ομολογία αποτυχίας; Γιατί το 2023- αν υποθέσουμε ότι δεν θα έχουν μεσολαβήσει εκλογές– θα ολοκληρώνει την τετραετία της η κυβέρνηση της ΝΔ, έχοντας αθετήσει μια από τις εμβληματικές υποσχέσεις της. Την οποία μάλιστα προεξοφλούσε σε κάθε σχέδιο προϋπολογισμού που κατέθετε από το 2019 μέχρι και το 2021, δηλαδή ακόμη και μέχρι τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν συζητείτο ο προϋπολογισμός του 2022. Ακόμη και στην πρώτη συνέντευξη στη ΔΕΘ ως πρωθυπουργός , τον Σεπτέμβριο του 2019, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σχολιάζοντας την… σχεδόν ερωτική λατρεία των αγορών ομολόγων προς τη νέα κυβέρνηση και τη θεαματική μείωση των αποδόσεων, τόνιζε με αυτοπεποίθηση: «Στόχος μου είναι όσο το δυνατόν πιο σύντομα η Ελλάδα να επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα, ώστε να μπορεί να δανείζεται ακόμα πιο χαμηλά».
Από τότε έχουν μεσολαβήσει δέκα αξιολογήσεις του ελληνικού χρέους από τους γνωστούς οίκους – Fitch, Moody’s, S&P, DBRS- , αλλά μόνο δυο αναβαθμίσεις, κι αυτές δυο- τρία σκαλιά μακριά από την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα: από την Standard&Poor’s τον Απρίλιο 2021 και από την DBRS τον περασμένο Σεπτέμβριο. Οι άλλοι δυο του «κουαρτέτου» της αξιολόγησης πρόσφεραν είτε παγερή σιωπή (Moody’s) είτε μια αναβάθμιση των «προοπτικών» σε θετικές (Fitch), που δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια υπόσχεση «επανεξέτασης» στο μέλλον. Πότε άραγε; Ο πρωθυπουργός και ο σύμβουλός του ομολόγησαν δεν έχουν πλέον προσδοκία ουσιαστικής αναβάθμισης όλο το 2022, στις επτά αξιολογήσεις που απομένουν από τους τέσσερις οίκους μέχρι και τον επόμενο Οκτώβριο, αρχής γενομένης από τις Moody’s και DBRS στις 18 Μαρτίου.
Αυτό θα ήταν εξέλιξη χωρίς σημασία αν στο μεταξύ δεν συνέβαιναν τα εξής:
- η συνεχής αύξηση των αποδόσεων στα δεκαετή ελληνικά ομόλογα- όπως και σε όλα τα ομόλογα της Ευρωζώνης- σε επίπεδα που θα αρχίσουν να «πονάνε» και να ανεβάζουν το κόστος δανεισμού. Το επιτόκιο 1,8% που πέτυχε το υπουργείο Οικονομικών στην πρώτη έξοδο του χρόνου στις αγορές (τον Ιανουάριο) θα φαντάζει ευχάριστη ανάμνηση μπροστά στα επίπεδα 3%-4% στα οποία παραπέμπει η ακατάπαυστη αύξηση του πληθωρισμού. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ακριβότερο κατά μισό δις. ευρώ δανεισμό φέτος (12 δισ. βάσει του προγράμματος του ΟΔΔΗΧ).
- τον επόμενο μήνα τελειώνει το πανδημικό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (PEPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στην ηγεσία της οποίας τα «γεράκια» παίρνουν κεφάλι με την άνοδο του πληθωρισμού και απαιτούν νομισματική σύσφιξη και αύξηση επιτοκίων το ταχύτερο δυνατό. Αυτό σημαίνει ότι τα ελληνικά ομόλογα 37 δις. ευρώ που μέχρι στιγμής έχει αγοράσει η ΕΚΤ σταδιακά θα παρουσιάζουν υψηλότερες αποδόσεις στη δευτερογενή αγορά ομολόγων στην οποία αναγκαστικά θα επιστρέφουν, καθώς μόνο ένα μικρό μέρος τους θα έχει πλέον την ομπρέλα προστασίας της ΕΚΤ και θα είναι επιλέξιμο για επαναγορά.
- Μέσα στο τρέχον έτος τελειώνει και το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Τα «γεράκια» της ΕΚΤ, που η έξαρση του πληθωρισμού τους δίνει φτερά, είναι βέβαιο ότι θα πρωτοστατήσουν στις απαιτήσεις για αυστηρότερη δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή λιτότητα. Μόνο τυχαίο δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι ο εκπρόσωπος της ΕΚΤ στην τρόικα της ενισχυμένης εποπτείας, ο Μάρτιν Βίστερμπος, την ίδια μέρα που ο Μητσοτάκης κήρυσσε τον νέο χρονικό στόχο για την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, δήλωνε στο Bloomberg ότι η αυτός ο «άθλος» απαιτεί η Ελλάδα να συνεχίσει τις «μεταρρυθμίσεις» και μετά τη λήξη της ενισχυμένης εποπτείας. Και ξέρουμε τι σημαίνει «μεταρρυθμίσεις» στη γλώσσα των τεχνοκρατών της ΕΚΤ.
Συμπέρασμα: Ο «ρεαλιστικός εθνικός στόχος» των Μητσοτάκη – Πατέλη για την επενδυτική βαθμίδα το 2023, εκτός από ομολογία αποτυχίας, αποδεικνύεται και εξ ορισμού υπονομευμένος από τις εξελίξεις στο πεδίο του πληθωρισμού και της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Αποδεικνύει εξάλλου και θεμελιώδη άγνοια των κανόνων της άγριας αγοράς ομολόγων. Ποιος οίκος αξιολόγησης έχει αναβαθμίσει ποτέ το χρέος χώρας με το ρίσκο της προεκλογικής αβεβαιότητας;
Διαβάστε επίσης:
Ενεργειακή κρίση: Το ουκρανικό βάζει φωτιά στις τιμές του πετρελαίου
ΕΦΚΑ: «Εκσυγχρονισμός»… με επέλαση golden boys με μισθούς ως και 8.000 ευρώ!