Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Τι σημαίνει για μια χώρα με ετήσιο ΑΕΠ λίγο πάνω από τα 170 δισ. ευρώ να έχει στη διάθεσή της για τα επόμενα έξι χρόνια καθαρούς δημόσιους πόρους για επενδύσεις , ιδιωτικές και δημόσιες, σχεδόν 100 δισ. ευρώ; Λογικά θα πρέπει να υπολογίζει μια απογείωση της μεγέθυνσής της ή τουλάχιστον σε ένα βαθύ μετασχηματισμό της οικονομίας της, ώστε να είναι ανθεκτικότερη στις προβλέψιμες και απρόβλεπτες κρίσεις τους εγγύς μέλλοντος. Τα λεφτά αυτά υπάρχουν: είναι τα 31 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης, τα 26 δισ. του ΕΣΠΑ 2021-2027 και τα τουλάχιστον 42 δισ. του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, αν υπολογίσουμε ότι για τα επόμενα έξι χρόνια αυτό θα κινείται περίπου στα 7-8 δισ. ευρώ κάθε χρόνο. Το μείζον ερώτημα είναι πού πάνε τα λεφτά, ποιος τα παίρνει και πού τα επενδύει.
Το νομοσχέδιο 130 άρθρων για τον νέο Αναπτυξιακό Νόμο που, έπειτα από δυο αναβολές λόγω χιονιά και πρότασης μομφής, άρχισε να συζητείται χθες και ψηφίζεται αύριο Τετάρτη στην ολομέλεια της βουλής (βομβαρδισμένο με αρκετές σχετικές ή άσχετες τροπολογίες), δεν προδιαθέτει για δίκαιη και αποδοτική τοποθέτηση των πολύτιμων πόρων. Υποτίθεται ότι ολοκληρώνει το «όραμα» της έκθεσης Πισσαρίδη για το νέο αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας. Όμως το κεντρικό στοιχείο του είναι ο αποκλεισμός από τα επενδυτικά κίνητρα των μικρότερων και εξουθενωμένων από τις αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων 12 χρόνων επιχειρήσεων.
Η «καινοτομία» του νέου Αναπτυξιακού Νόμου είναι ότι τα επενδυτικά σχέδια που θα ενισχύονται από το κράτος θα επιλέγονται ουσιαστικά με τα ίδια κριτήρια που ισχύουν για τις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ.
Τα 13 καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων που ορίζει το νομοσχέδιο (ψηφιακός μετασχηματισμός, πράσινη μετάβαση, δίκαιη μετάβαση, εξωστρέφεια, τουριστικές επενδύσεις, μεγάλες επενδύσεις κλπ) βρίσκονται σε απόλυτη αντίστιξη με τα υποψήφια προς χρηματοδότηση έργα του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, του περίφημου «Ελλάδα 2.0» και τα σχεδόν ομώνυμα επιχειρησιακά προγράμματα του ΕΣΠΑ.
Αυτό δεν είναι εξ ορισμού κακό, αν υποθέσουμε ότι αυτές οι τρεις πηγές χρηματοδότησης πρέπει να υποστηρίζουν ένα κοινό στόχο για το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας. Ωστόσο, επειδή και αυτό το αναπτυξιακό νομοσχέδιο εμφορείται από το «πνεύμα Πισσαρίδη» για την ανάγκη δραστικής μείωσης του αριθμού και μεγέθυνσης των επιχειρήσεων, φαίνεται ότι τελικά τα πολλά λεφτά θα πάνε… στα πολλά λεφτά. Δηλαδή, ότι ο βασικός όγκος των ενισχύσεων του νέου αναπτυξιακού νόμου θα καταλήξει στους ίδιους μεγαλύτερους ομίλους που διεκδικούν ή έχουν ήδη εξασφαλίσει επενδυτικούς πόρους και από το ΕΣΠΑ και από το Ταμείο Ανάκαμψης, είτε από τα 12,7 δισ. των δανείων είτε από τα 17,8 δισ. των επιδοτήσεων (εκεί κυρίως ως προμηθευτές και εργολάβοι του Δημοσίου).
Οι ενισχύσεις και τα κίνητρα για τα επενδυτικά σχέδια που προβλέπει το νομοσχέδιο μπορεί να είναι κάλυψη δαπανών, επιδότηση χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing), χρηματοδότηση επιχειρηματικού ρίσκου, επιδότηση απασχόλησης και απαλλαγές από τη φορολόγηση των κερδών, οι οποίες μπορεί να αξιοποιούνται σε βάθος 15ετίας.
Οι «κόφτες»
Το ύψος της ενίσχυσης μπορεί να φτάνει τα 30 εκατ. ευρώ ανά επιχείρηση, ξεκινά από την κάλυψη του 25% ενός επενδυτικού σχεδίου και φτάνει ακόμη και το 100%. Ωστόσο, ο «κόφτης» της μικρής επιχειρηματικότητας (δηλαδή των περίπου 700.000 επιχειρήσεων με 0 έως 10 εργαζόμενους) μπαίνει με δυο τρόπους: πρώτα, με τον εξ ορισμού αποκλεισμό των ατομικών επιχειρήσεων και, δεύτερον, με το ελάχιστο ύψος των επενδύσεων, που ακόμη και για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις στα 150.000 ευρώ, διπλάσιο από τα όρια του ισχύοντος Αναπτυξιακού Νόμου. Με τους δείκτες υπερχρέωσης στο «κόκκινο» είναι προφανές ότι τα επενδυτικά κίνητρα του νέου αναπτυξιακού ξεκινούν με ένα γενικό απαγορευτικό για την τεράστια πλειοψηφία του ιδιωτικού τομέα. Γι’ αυτό άλλωστε και δεν υπήρξε επιχειρηματική ένωση, πλην του ΣΕΒ, που να μην απέρριψε ή να μην επέκρινε σκληρά το νομοσχέδιο κατά την ακρόαση των εκπροσώπων τους στη βουλή: από τη ΓΣΕΒΕΕ και την ΕΣΕΕ, μέχρι τα επιμελητήρια, τους εκπροσώπους των ξενοδόχων και τους συνδέσμους του λιανεμπορίου.
Υπερεξουσίες στον υπουργό
Πρακτικά, σύμφωνα με την κριτική που άσκησαν και οι επιχειρηματικές ενώσεις και η αντιπολίτευση, 1 στις 2 επιχειρήσεις θα βρει κλειστή την πόρτα του νέου Αναπτυξιακού Νόμου. Και ο αποκλεισμός θα είναι πολύ ευρύτερος, αν υπολογίσει κανείς ότι στο όνομα της επιτάχυνσης στην έγκριση των επενδυτικών σχεδίων, οι διατάξεις του νομοσχεδίου επιφυλάσσουν διπλό «μπλόκο» για τους μικρούς:
- Πολιτικό, καθώς ο υπουργός Ανάπτυξης συγκεντρώνει υπερεξουσίες στην αξιολόγηση των επενδύσεων, ακόμη και εις βάρος των Περιφερειών, αφήνοντας ορθάνοιχτο παράθυρο για την ανάπτυξη χοντρών πολιτικών-πελατειακών εξαρτήσεων και συναλλαγών.
- Και οικονομικό, καθώς η ανάθεση της αξιολόγησης και του ελέγχου υλοποίησης ενός επενδυτικού σχεδίου σε ελεγκτικές εταιρείες, ορκωτούς ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δημιουργεί κόστη που είναι αδύνατο να σηκώσουν οι μικρές επιχειρήσεις.
Αν όλα πάνε σύμφωνα με τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς, από τον προσεχή Απρίλιο θα αρχίσει να ρέει πολύ χρήμα προς τον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας: θα πέσει η πρώτη δόση του Ταμείου Ανάπτυξης, περί τα 3,9 δισ. ευρώ, οι τράπεζες θα αρχίσουν να εγκρίνουν τα πρώτα επιχειρηματικά σχέδια για χρηματοδότηση από το δανειακό σκέλος του Ταμείου, θα επιταχυνθούν οι εκταμιεύσεις από το ΕΣΠΑ και ταυτόχρονα θα αρχίσουν να εγκρίνονται οι πρώτες κρατικές ενισχύσεις επενδυτικών σχεδίων.
Και δεν θα αποτελέσει έκπληξη το ότι στις λίστες των αποδεκτών των παράλληλων χρηματοδοτήσεων θα κυριαρχούν οι μεγαλύτεροι επιχειρηματικοί όμιλοι, οι σταθεροί τρόφιμοι του Πρυτανείου.
Το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε χάρη στις επιδοτήσεις, αλλά η αγοραστική δύναμη υποχωρεί
Η πρόταση μομφής και τα πολιτικά όριά της
Πώς κατέρρευσε σε 2,5 χρόνια το αφήγημα περί «ασφάλειας» του Κυριάκου Μητσοτάκη