Του Βαγγέλη Βιτζηλαίου *
Οι αυξημένες κρατικές δαπάνες για τις υγειονομικές και οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης Covid-19, που διαμόρφωσε μια νέα πραγματικότητα από τις αρχές του 2020, φέρνουν τον πλανήτη αντιμέτωπο με μια νέα, δυνάμει κρισιακή, συνθήκη, μια «πανδημία» χρέους, με προεκτάσεις στους παγκόσμιους και περιφερειακούς (γεω)πολιτικούς ανταγωνισμούς.
Παγκόσμιο «βουνό» χρέους
Την ώρα που η ανάκαμψη και η έλευση της μετα-Covid εποχής καθυστερούν, εξαιτίας των αβεβαιοτήτων που προκαλούν οι μεταλλάξεις του ιού, και ο πληθωρισμός «καλπάζει» σε παγκόσμιο επίπεδο, τα δημόσια και ιδιωτικά χρέη συσσωρεύονται. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στα τέλη της περασμένης χρονιάς δημοσίευσε έκθεση (IMF Global Database) σύμφωνα με την οποία το παγκόσμιο χρέος ανήλθε το 2020 στα 226 τρισεκατομμύρια δολάρια, αποτελώντας ιστορικό υψηλό. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ετήσια συσσώρευση χρέους από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε κατά 28 ποσοστιαίες μονάδες στο 256% του ΑΕΠ το 2020. Πιο συγκεκριμένα, στις αναπτυγμένες οικονομίες το δημόσιο χρέος, από το 70% του ΑΕΠ το 2007, ανέβηκε στο 124% του ΑΕΠ το 2020, ενώ, την ίδια περίοδο, το ιδιωτικό χρέος, από το 164% έφτασε στο 178%, με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση (2007-2008) και την πανδημική κρίση (2020) να αποτελούν τα σημεία καμπής για την εκτόξευση του χρέους.
Οι αριθμοί είναι ακόμη πιο δραματικοί για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι οποίες ούτως ή άλλως ήταν σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τις αναπτυγμένες και προ πανδημίας. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, οι φτωχότερες χώρες του κόσμου αντιμετωπίζουν συσσωρευμένες αποπληρωμές χρέους ύψους 10,9 δισ. δολαρίων για αυτή τη χρονιά. Συνολικά 74 χώρες χαμηλού εισοδήματος (όπως οι Σρι Λάνκα, Γκάνα, Ελ Σαλβαδόρ, Τυνησία κ.ά.) θα πρέπει να αποπληρώσουν περίπου 35 δισεκατομμύρια στον επίσημο και στον ιδιωτικό τομέα, ποσό αυξημένο κατά 45% σε σχέση με το 2020. Η Τράπεζα επισήμανε πρόσφατα ότι περίπου το 60% των φτωχών χωρών πρέπει να αναδιαρθρώσει το κρατικό χρέος του ή βρίσκεται στο όριο να χρειαστεί να το κάνει. Τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με την παγκόσμια έκρηξη του πληθωρισμού, που ανεβάζει/θα ανεβάσει και τα επιτόκια –άρα και το κόστος δανεισμού των χωρών–, δημιουργούν φόβους, που εκφράζονται επίσημα από διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ, για μια αλληλουχία αδυναμιών πληρωμής (άρα, χρεοκοπιών), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την παγκόσμια ανάκαμψη. Η βρετανική Μη Κυβερνητική Οργάνωση Jubilee Debt Campaign (JDC) σε πρόσφατη έκθεσή της προειδοποίησε ότι η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της αμερικανικής Fed είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει στη χρεοκοπία δεκάδες αναπτυσσόμενες υπερχρεωμένες χώρες
Παγίδες χρέους, διπλωματία του χρέους και γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί
Η εξάρτηση φτωχότερων χωρών από ισχυρότερες μπαίνει στο πλαίσιο των εξελίξεων σε ό,τι αφορά τους υφιστάμενους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, αποδεικνύοντας πώς το ζήτημα του αυξανόμενου χρέος μπορεί να αποτελέσει πολιτικό «όπλο». Η άτυπη πολιτικοοικονομική διελκυστίνδα ανάμεσα στη Δύση (και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ) και την Κίνα έχει επαναφέρει το ζήτημα των «παγίδων χρέους» και της «διπλωματίας του χρέους». Η Κίνα έχει κατηγορηθεί από τη Δύση –τόσο από τον νυν Πρόεδρο των ΗΠΑ Τζον Μπάιντεν όσο και από τον προκάτοχό του Ντόναλντ Τραμπ– ότι δανείζει με μη βιώσιμους όρους φτωχότερες χώρες, ώστε να τις εγκλωβίζει σε μια «παγίδα χρέους», αξιοποιώντας την εξάρτηση αυτή ως πολιτική μόχλευση για να επεκτείνει την επιρροή της. Η Κίνα είναι από τους μεγαλύτερους δανειστές στο κόσμο, καθώς τα δάνειά της προς τις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος έχουν τριπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία, φτάνοντας το 2020 τα 170 δισ. δολάρια, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας. Έρευνα της ΑidData, που εντάσσεται στο William & Mary University των ΗΠΑ, επισήμανε ότι ο μισός δανεισμός της Κίνας προς αναπτυσσόμενες χώρες δεν αναφέρεται στα επίσημα στατιστικά του χρέους. Χώρες όπως το Τζιμπουτί, το Λάος, η Ζάμπια και το Κιργιστάν έχουν χρέη προς την Κίνα (κυρίως από έργα στους τομείς των υποδομών και της ενέργειας) που αντιστοιχούν τουλάχιστον στο 20% του ΑΕΠ τους.
Το Πεκίνο, απαντώντας στις επικρίσεις αυτές, τονίζει ότι διατυπώνονται από κάποιους στη Δύση για να κλονίσουν την εικόνα της χώρας, υποστηρίζοντας ότι καμία χώρα δεν έχει πέσει σε «παγίδα χρέους» δανειζόμενη από την Κίνα. Πρόσφατο δημοσίευμα του κινεζικού πρακτορείου Xinhua έκανε λόγο για τις «παγίδες χρέους» που προκαλούνται από τις ΗΠΑ παγκοσμίως, υπενθυμίζοντας ότι «ο δρόμος προς την αμερικανική ηγεμονία διανοίχθηκε εν μέρει μέσω της επιτάχυνσης της κρίσης χρέους σε αναδυόμενες αγορές». Κάνοντας, μεταξύ άλλων, αναφορά στο βιβλίο Η εξομολόγηση ενός οικονομικού δολοφόνου του Τζον Πέρκινς, το δημοσίευμα αναφέρεται στην αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό, υποστηρίζοντας ότι οι «παγίδες» εμφανίζονται από τον 19ο αιώνα, καθώς και στις «παγίδες χρέους» των ΗΠΑ σε Λατινική Αμερική, Ασία και Αφρική.
Το χρέος περνά μέσα από το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ
Στην Ευρώπη η συζήτηση για το χρέος την επαύριο της πανδημικής κρίσης περνά μέσα από την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ. Δύο από τα βασικά σημεία της συζήτησης για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας αφορούν το ύψος του επιτρεπόμενου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, το οποίο στο ισχύον δημοσιονομικό πλαίσιο –πριν από την αναστολή του λόγω της πανδημίας– διαμορφώνεται στο 60%, καθώς και το είδος των δαπανών που θα υπολογίζονται σε αυτό. Οι δημόσιες δαπάνες με στόχο την ενίσχυση των συστημάτων υγείας και τη στήριξη των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των περιορισμών της πανδημίας αύξησαν σημαντικά το ύψος των δημοσιονομικών χρεών, καθιστώντας επιτακτική την εξεύρεση μιας βιώσιμης λύσης τόσο για το «κορονοχρέος» όσο και για το ήδη υφιστάμενο δημόσιο χρέος. Χώρες όπως η Ελλάδα (με χρέος πάνω από 200% του ΑΕΠ), η Ιταλία (πάνω από 150%), η Πορτογαλία (πάνω από 130%), η Ισπανία (πάνω από 120%), η Γαλλία (σχεδόν 115%) δεν θα βρουν βιώσιμους τρόπους ανάκαμψης εάν δεν αλλάξουν οι κανόνες σχετικά με το χρέος.
Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης το χρέος διαδραμάτισε ισχυρό πολιτικό ρόλο. Στην περίπτωση της Ελλάδας αποτέλεσε τη βασική αιτία προστριβών μεταξύ των Ευρωπαίων και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, καθώς η μη διαγραφή ή αναδιάρθρωσή του το 2010 και η συνακόλουθη προσφυγή της χώρας στο μηχανισμό στήριξης οδήγησαν επί της ουσίας σε μια βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή με τιμωρητικές πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης.
Οι αβεβαιότητες της επόμενης ημέρας
Η οικονομική ρευστότητα και οι εύθραυστες ισορροπίες σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν ως αποτέλεσμα η παγκόσμια οικονομία να βαδίζει σε τεντωμένο σχοινί, όπου ο παραμικρός λάθος ελιγμός μπορεί να οδηγήσει σε πτώση. Η Χάιντι Τσόου, Εκτελεστική Διευθύντρια της Jubilee Debt Campaign, υπογράμμισε ότι «η κρίση χρέους εξακολουθεί να “καταβροχθίζει” χώρες χαμηλότερου εισοδήματος, χωρίς να διαφαίνεται κάποια προοπτική, εκτός κι αν αναληφθεί επείγουσα δράση για την ανακούφιση χρέους. Η κρίση χρέους έχει στερήσει ήδη από πολλές χώρες τους πόρους που χρειάζονται για να καταπολεμήσουν την κλιματική κρίση και τη συνεχιζόμενη αναταραχή από την πανδημική κρίση, την ώρα που τα επιτόκια απειλούν να βυθίσουν τις χώρες αυτές σε ακόμη μεγαλύτερο χρέος. Οι ηγέτες της G20 δεν μπορούν να κρύβουν τα κεφάλια τους στην άμμο και να εύχονται απλώς να τελειώσει η κρίση. Χρειάζεται επειγόντως ένα σχέδιο διαγραφής χρέους που θα υποχρεώνει τους ιδιώτες δανειστές να πάρουν μέρος στην απομείωση του χρέους».
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η πλέον βιώσιμη λύση περνά μέσα από την αμοιβαιοποίηση του χρέους υπό την εγγύηση της ΕΚΤ, ωστόσο οι πολιτικοί συσχετισμοί, με την εξαίρεση της συμφωνίας για το Ταμείο Ανάκαμψης, δεν επιτρέπουν την προοπτική αυτή, όπως δεν έχουν επιτρέψει, εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες, την έκδοση ευρωομολόγων.
Το ζήτημα της διαχείρισης των χρεών όμως είναι κομβικό σε παγκόσμιο επίπεδο. Αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για την ομαλή ανάκαμψη των οικονομιών. Σε αντίθετη περίπτωση, θα αποτελέσει άλλη μία βραδυφλεγή βόμβα, που, αν εκραγεί, θα διαμορφώσει εκ νέου κρισιακές συνθήκες.
- Ο Βαγγέλης Βιτζηλαίος είναι συντονιστής του Κύκλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Αναλύσεων ΕΝΑ – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 3ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ →