Στις προκλήσεις με το «καλημέρα» προχώρησε η νέα πρόεδρος της Βόρειας Μακεδονίας, Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα, η οποία, όπως είχε προαναγγείλει, κατά την ορκωμοσία της επέλεξε να αποκαλέσει τη χώρα της “Μακεδονία”, παρά την συνταγματική της υποχρέωση και ενώ το επίσημο κείμενο την ανέφερε ως «Βόρεια Μακεδονία».
Η ενέργεια αυτή της κας Σιλιάνοφσκα προκάλεσε την έντονη αντίδραση του υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο σε ανακοίνωσή του αναφέρει ότι πρόκειται για «πράξη που παραβιάζει κατάφωρα τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και το Σύνταγμα της γείτονος, το οποίο έχει εναρμονιστεί με τις διεθνείς της υποχρεώσεις».
Στην ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών αναφέρεται επίσης ότι η σημερινή «ελληνική κυβέρνηση, παρά τις αντιρρήσεις που είχε εκφράσει ως αντιπολίτευση κατά την κύρωση της συμφωνίας, την σεβάστηκε ως επικυρωθείσα διεθνή συνθήκη που υπερέχει κάθε άλλης διάταξης νόμου». Υπογραμμίζει τέλος ότι «η Ελλάδα, στο πλαίσιο αυτό, δηλώνει κατηγορηματικά ότι η περαιτέρω πρόοδος στις διμερείς σχέσεις της με τη Βόρεια Μακεδονία καθώς και η ευρωπαϊκή πορεία της τελευταίας εξαρτώνται από την πλήρη εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών και κυρίως από τη χρήση της συνταγματικής ονομασίας της χώρας».
Η αντίδραση του υπουργείου Εξωτερικών ήταν άμεση, ενώ νωρίτερα, η πρέσβης της Ελλάδας στη Βόρεια Μακεδονία, Σοφία Φιλιππίδου, η οποία είχε προσκληθεί στη συνεδρίαση της Βουλής για την ορκωμοσία της κας Σιλιάνοφσκα, αποχώρησε από την τελετή σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την πράξη της νέας πρόεδρου.
Η πρόκληση βέβαια ήταν αναμενόμενη, καθώς, τόσο κατά την προεκλογική της εκστρατεία όσο και το βράδυ της εκλογικής νίκης της η κα Σιλιάνοφσκα είχε ξεκαθαρίσει ότι ναι μεν σέβεται τον όρο «Βόρεια», αλλά δεν θα τον χρησιμοποιεί και όταν μιλάει θα συνεχίσει να αναφέρεται σε «Μακεδονία και μακεδονικός». Η ίδια έχει πει άλλωστε, πολλές φορές, όπως και ο νικητής των βουλευτικών εκλογών, ο ηγέτης του VMRO, Χρίστιαν Μίτσοσκι, ότι το θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών παραμένει ανοιχτό.
Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση, όπως διαφαίνεται και στην ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών, εμμένει στη θέση της ότι, παρά τις αντιρρήσεις που είχε ως αντιπολίτευση την περίοδο που γίνονταν οι διαπραγματεύσεις, «αποδέχθηκε» την συμφωνία στο πλαίσιο της «κρατικής συνέχειας». Αφήνει δε να εννοηθεί ότι το ίδιο αναμένει και από την κυβέρνηση της γείτονος, διαμηνύοντας ότι η παρεκτροπή από την πλήρη εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών θα έχει συνέπειες στις διμερείς σχέσεις, αλλά και στην ευρωπαϊκή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας.
Η Αθήνα υπερψήφισε έστω και με οριακή πλειοψηφία (153 «ναι», 140 «όχι» και ένα «παρών»), το 2019, το Πρωτόκολλο για την ένταξη των Σκοπίων, καθώς ήταν η τελευταία εκκρεμότητα της Ελλάδας όσον αφορά την ενεργοποίηση της συμφωνίας των Πρεσπών. Η σημερινή κυβέρνηση πάντως έχει διαμηνύσει αρκετές φορές στο παρελθόν, ότι μπορεί να υπάρξουν ζητήματα σε ότι αφορά την ένταξη στην ΕΕ, αν δεν τηρηθεί η Συμφωνία από την γείτονα.
Διπλωματικές πηγές στην Αθήνα φαίνεται μάλιστα να εκτιμούν ότι η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει στα Σκόπια, μετά τις εκλογές της περασμένης Τετάρτης, θα εκτιμήσει αυτήν την παράμετρο. Η ΕΕ πάντως, η οποία σε ό,τι αφορά αντίστοιχα ζητήματα σχετικά με την ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας έχει χαρακτηρίσει την υπόθεση Μπελέρη διμερές και όχι ευρωπαϊκό θέμα, έσπευσε την Παρασκευή, μόλις δύο ημέρες μετά τις εκλογές στη Βόρεια Μακεδονία, να εκταμιεύσει την πρώτη δόση της Μακροοικονομικής Χρηματοδοτικής Βοήθειας προς τα Σκόπια, ύψους 50 εκατομμυρίων ευρώ, υπό τη μορφή δανείων. Σύμφωνα μάλιστα με την Κομισιόν, η Βόρεια Μακεδονία «έχει εκπληρώσει τις σχετικές δεσμεύσεις πολιτικής (οικονομικού χαρακτήρα) που συμφωνήθηκαν με την ΕΕ.