Τους μειωμένους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα καταγράφει νέα έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος ωστόσο συστήνει την εντατικοποίηση των προσπαθειών των τραπεζών για τη σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη στα μέτωπα που υστερούν.
«Η βελτίωση του συνόλου των βασικών μεγεθών του τραπεζικού τομέα είναι αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, η διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλό ακόμη επίπεδο, σε συνδυασμό με τα αυξημένα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, δοκιμάζει την ανθεκτικότητα των νοικοκυριών και επιχειρήσεων και ενδέχεται να συμβάλει στη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ)» αναφέρει ο κεντρικός τραπεζίτης.
Σύμφωνσα με αυτή, το 2023, οι ελληνικές τράπεζες βελτίωσαν τα θεμελιώδη μεγέθη τους, ενισχύοντας την οργανική κερδοφορία, την κεφαλαιακή επάρκεια, τη ρευστότητα και την ποιότητα χαρτοφυλακίου τους.
Επιπλέον, σύμφωνα με τον ίδιο, η όξυνση των γεωπολιτικών κινδύνων με την επέκταση των πολεμικών συγκρούσεων, αλλά και με ο αυξανόμενος εμπορικός ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, μπορεί να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και κατ’ επέκταση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Όπως επισημαίνεται στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που δόθηκε την Πέμπτη στη δημοσιότητα, κατά την περυσινή χρονιά οι ελληνικές τράπεζες βελτίωσαν τα θεμελιώδη μεγέθη τους, ενισχύοντας την οργανική κερδοφορία, την κεφαλαιακή επάρκεια, τη ρευστότητα και την ποιότητα χαρτοφυλακίου τους.
Κατά συνέπεια, τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος, είναι σε καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν για να αντιμετωπίσουν πιθανές αναταράξεις, ενισχύοντας με τη σειρά τους την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Υποχώρηση κινδύνων
Οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα υποχώρησαν το β΄ εξάμηνο του 2023, ωστόσο παραμένουν υψηλοί. Η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής επέδρασε καθοριστικά στη σταθερή πορεία αποκλιμάκωσης των πληθωριστικών πιέσεων. Ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ κορυφώθηκε στο 10,6% τον Οκτώβριο του 2022, ενώ το Μάρτιο του 2024 διαμορφώθηκε στο 2,4%. Το 2023 η οικονομική δραστηριότητα στη ζώνη του ευρώ σημείωσε σημαντική επιβράδυνση.
Η αβεβαιότητα παραμένει εξαιρετικά υψηλή διεθνώς, υπό την επίδραση των δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων και της πολιτικής αβεβαιότητας από τις επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Επιπρόσθετα, το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων επιδρά αρνητικά στην οικονομική δραστηριότητα, ενισχύοντας τον κίνδυνο διατήρησης των χαμηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης στο εγγύς μέλλον. Επηρεάζει επίσης δυσμενώς την ικανότητα αποπληρωμής των υφιστάμενων δανείων από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, καθώς και τη ζήτηση νέων δανείων. Παράλληλα, οι υψηλές αποτιμήσεις στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων εντείνουν τον κίνδυνο απότομης ανατιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων, ενώ παραμένουν οι ανησυχίες από τη συνεχιζόμενη πτωτική πορεία των τιμών των επαγγελματικών ακινήτων σε διεθνές επίπεδο.
Ρευστότητα
Οι συνθήκες ρευστότητας και χρηματοδότησης του ελληνικού τραπεζικού τομέα βελτιώθηκαν περαιτέρω. Το υπόλοιπο των καταθέσεων από τους κατοίκους εσωτερικού αυξήθηκε κατά 3,8% σε ετήσια βάση και ανήλθε σε 201,6 δισεκ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2023.
Η εξέλιξη αυτή συνέβαλε σημαντικά στη διατήρηση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων σε υψηλό επίπεδο, παρά την αποπληρωμή μέρους της χρηματοδότησης που είχαν αντλήσει από το Ευρωσύστημα μέσω των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (Targeted Longer-Term Refinancing Operations – TLTRO III). Ταυτόχρονα, παρά το περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων, η ανάκτηση της επενδυτικής κατηγορίας στο β΄ εξάμηνο του 2023, βοήθησε στην περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεων των κρατικών και τραπεζικών ομολόγων και διευκόλυνε την πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στις αγορές κεφαλαίων.
Παράλληλα, η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκε, λόγω της αύξησης των καταθέσεων, με αποτέλεσμα οι εποπτικοί δείκτες ρευστότητας να διαμορφώνονται σε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο. Επίσης, το 2023 το ποσοστό ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών στο σύνολο των δανείων μειώθηκε περαιτέρω (Δεκέμβριος 2023: 6,6%, Δεκέμβριος 2022: 8,7%) με τρεις εκ των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών να έχουν ποσοστό ΜΕΔ κάτω από 5%. Ωστόσο, στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώνεται σε 37,6%. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να συνεχιστούν οι ενέργειες που στοχεύουν στην πλήρη εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών και στην επίτευξη σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (Δεκέμβριος 2023: 1,9%).
Προοπτικές
Οι προοπτικές για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα διαγράφονται θετικές, αλλά παραμένουν σημαντικές προκλήσεις. Η αναβάθμιση σε επενδυτική κατηγορία της πιστοληπτικής διαβάθμισης της Ελλάδος λειτούργησε θετικά και για τις τράπεζες, ενώ η συνολική βελτίωση των μεγεθών τους είναι αδιαμφισβήτητη. Εντούτοις, οι προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού τομέα είναι άρρηκτα συνυφασμένες με τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο και την πορεία ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς.
Εφόσον υπάρξει η αναγκαία πολιτική βούληση για την επίτευξη συναίνεσης, η Ευρώπη θα μπορέσει να προχωρήσει σε πρωτοβουλίες απαραίτητες για την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης και της Ένωσης Κεφαλαιαγορών (Capital Market Union – CMU), θέτοντας τις βάσεις για την ενίσχυση της ανάπτυξης και τη θωράκιση απέναντι σε νέες κοινές προκλήσεις και αβεβαιότητες. Επιπρόσθετα, η τόνωση του εγχώριου τραπεζικού ανταγωνισμού με τη συνέχιση των ενεργειών για τη δημιουργία του «πέμπτου πόλου» αποτελεί σημαντική παράμετρο, καθώς θα λειτουργήσει θετικά υπέρ των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, ενισχύοντας τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Η πρόοδος που έχει συντελεστεί για τη θωράκιση του τραπεζικού τομέα είναι σημαντική, ωστόσο οι προκλήσεις παραμένουν. Σε ένα διεθνές περιβάλλον περισσότερο αβέβαιο δεν υπάρχουν περιθώρια για εφησυχασμό.
Κεφαλαιακή επάρκεια και κέρδη
Το 2023, οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 3,8 δισεκ. ευρώ, έναντι κερδών 3,4 δισεκ. ευρώ το 2022. Θετικά συνέβαλε η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους ως αποτέλεσμα της αύξησης των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, ενώ αρνητικά επέδρασε η μεγάλη μείωση των εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις και λοιπά έσοδα, τα οποία είναι μη επαναλαμβανόμενα.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων ενισχύθηκε σημαντικά, ωστόσο η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους εξακολουθεί να είναι χαμηλή. Η βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας επιτεύχθηκε κυρίως λόγω της εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίων μέσω της κερδοφορίας, αλλά και της έκδοσης κεφαλαιακών μέσων.
Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε σε 15,5% το Δεκέμβριο του 2023, από 14,5% το Δεκέμβριο του 2022, και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) σε 18,7% από 17,5% αντίστοιχα. Αποτέλεσμα είναι ο δείκτης CET1 να συγκλίνει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (15,7% το Δεκέμβριο του 2023), ενώ ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου εξακολουθεί να υπολείπεται (19,7% το Δεκέμβριο του 2023).
Κίνδυνοι
Το τρέχον οικονομικό περιβάλλον εγκυμονεί κινδύνους που συνδέονται κυρίως με εξωγενείς παράγοντες. Η κατακόρυφη αύξηση των γεωπολιτικών κινδύνων με την επέκταση των πολεμικών συγκρούσεων, αλλά και του αυξανόμενου εμπορικού ανταγωνισμού μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, οδηγεί σε αύξηση του συνολικού κόστους. Συνεπώς, πιθανή νέα άνοδος του πληθωρισμού και η μείωση του ρυθμού ανάπτυξης παγκοσμίως μπορεί να προκαλέσουν στασιμοπληθωριστικές πιέσεις.
Το διεθνές περιβάλλον αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση, με σημαντικές εν δυνάμει αρνητικές επιπτώσεις στις εθνικές οικονομίες και, κατ’ επέκταση, και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Τυχόν απότομη χειροτέρευση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών μπορεί να έχει δυσμενείς επιδράσεις τόσο στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα όσο και στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών σε εγχώριο επίπεδο, προκαλώντας αναταράξεις.